Στοιχεία για έρευνα που αφορά διεθνές δίκτυο σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών και παιδικής πορνογραφίας έδωσε στη δημοσιότητα ο υπουργός Δικαιοσύνης της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, Πέτερ Μπίζενμπαχ, σύμφωνα με τον οποίο η έρευνα διεξάγεται εις βάρος περισσότερων από 30.000 υπόπτων σε πολλά γερμανικά κρατίδια.
Μέχρι σήμερα, στο πλαίσιο της έρευνας «Μπέργκις Γκλάντμπαχ», όπως ονομάζεται η υπόθεση, από την ομώνυμη πόλη της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας, όπου εντοπίστηκαν οι πρώτοι ύποπτοι, έχουν ταυτοποιηθεί 72 δράστες ενώ έχουν απαγγελθεί κατηγορίες σε οκτώ άτομα και η έρευνα έχει πλέον επεκταθεί και στα 16 κρατίδια της Γερμανίας. Οι αρχές έχουν κατορθώσει μέχρι τώρα να απελευθερώσουν από το κύκλωμα 44 παιδιά, μεταξύ των οποίων και ένα βρέφος τριών μηνών.
Η έρευνα, δήλωσε ο Πέτερ Μπίζενμπαχ, έφερε στο φως όχι απλώς παιδική πορνογραφία, αλλά «σοβαρή κακοποίηση παιδιών», δίνοντας «νέα διάσταση» στα εγκλήματα αυτά.
Σύμφωνα με τον Πέτερ Μπίζενμπαχ, το δίκτυο είναι διεθνές, διευκρίνισε, αλλά είχε ως επίκεντρο τον γερμανόφωνο χώρο.
«Δεν πρόκειται απλώς για διακίνηση και κατοχή υλικού παιδικής πορνογραφίας, αλλά και για σοβαρή κακοποίηση παιδιών», τόνισε εξηγώντας ότι έχουν βρεθεί διαδικτυακοί διάλογοι, στους οποίους οι πιο «πεπειραμένοι» έδιναν συμβουλές σχετικά με το πώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει ηρεμιστικά σε παιδιά προκειμένου να τα κακοποιήσει σεξουαλικά.
«Όποιος δίσταζε, ενθαρρυνόταν από τους άλλους να κάνει πράξη τις προθέσεις του, ενώ κλείνονταν και ραντεβού περισσότερων παιδεραστών με το ίδιο παιδί», πρόσθεσε ο υπουργός Δικαιοσύνης της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας.
«Έχω αηδιάσει» από τις πληροφορίες που έρχονται στο φως, δήλωσε.
«Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η παιδική κακοποίηση στο διαδίκτυο είναι περισσότερο διαδεδομένη από ό,τι πιστεύαμε μέχρι τώρα. Το γεγονός ότι η επικοινωνία μεταξύ των δραστών είναι αυτονόητη είναι εντελώς εξοργιστικό και βαθιά ενοχλητικό. Σε μια τέτοια ατμόσφαιρα οι αναστολές μειώνονται και οι άνδρες προχωρούν σε πράξεις τις οποίες ίσως θα δίσταζαν να διαπράξουν έξω από το κατάλληλο περιβάλλον», σημείωσε ο Πέτερ Μπίζενμπαχ, διευκρινίζοντας ότι πρόκειται για πράξεις που δεν αφορούν απλώς μεμονωμένους δράστες, αλλά οργανωμένη διαδικτυακή ομάδα συμπαθούντων, υποστηρικτών και συνεργών.
Φωτογραφίες και βίντεο
Όπως εξήγησε, οι δράστες αξιοποιούν όλες τις δυνατότητες που τους προσφέρει το διαδίκτυο, προκειμένου να ανταλλάξουν φωτογραφίες και βίντεο από τις πράξεις τους, ενώ χρησιμοποιούν ψευδώνυμα προκειμένου να επικοινωνούν είτε σε Chat Rooms είτε μέσω της εφαρμογής Messenger.
Η Δικαιοσύνη αντιμετωπίζει «μεγάλη πρόκληση», σύμφωνα με τον Πέτερ Μπίζενμπαχ, καθώς η αξιολόγηση των στοιχείων και ο εντοπισμός των δραστών είναι δύσκολος και απαιτεί χρόνο, ενώ το έργο της δικαιοσύνης παρεμποδίζεται ή δυσκολεύει εξαιτίας του γεγονότος ότι μέχρι τώρα δεν υπάρχει η υποχρέωση αποθήκευσης και αποκάλυψης των πραγματικών στοιχείων των χρηστών αυτών των ιστοσελίδων.
«Είναι ασαφές εάν είναι σε κάθε περίπτωση εφικτό να γίνει ταυτοποίηση των προσώπων πίσω από τα ψευδώνυμα που χρησιμοποιούν οι δράστες για να επικοινωνούν μεταξύ τους», επισήμανε ο Εισαγγελέας Μάρκους Χάρτμαν, επικεφαλής της Κεντρικής Υπηρεσίας για το Κυβερνοέγκλημα στο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας – Βεστφαλίας.
Στο πλαίσιο την έρευνας, ο επικεφαλής της Εγκληματολογικής Υπηρεσίας της Κολονίας Μίχαελ Έσερ ανέφερε ότι στην υπόθεση απασχολούνται από τον Οκτώβριο του 2019 καθημερινά περίπου 500 ερευνητές, οι οποίοι έχουν, όπως επισήμανε, επιβαρυνθεί ψυχολογικά πάρα πολύ, ειδικά με την παρακολούθηση του βιντεοσκοπημένου υλικού.
Σύμφωνα με τον Γερμανό αξιωματούχο, τρεις αρρώστησαν σοβαρά, ενώ κάποιοι άλλοι επανήλθαν στην εργασία τους μόνο αφού δέχτηκαν ψυχολογική υποστήριξη.