Του Γιάννη Σιώτου
Την ώρα που δισεκατομμύρια άνθρωποι αντικρίζουν τα ερείπια που προκάλεσε η πανδημία, κάποιοι άλλοι, που τα ονόματά τους χωράνε σε μικρό σημειωματάριο, αναζητούν τρόπους για να γίνουν οι ίδιοι πιο πλούσιοι και πιο ισχυροί και οι αυτοκρατορίες τους πιο κραταιές και πιο ρωμαλέες.
Ο θάνατός μου η ζωή σου, θα έλεγαν κάποιοι. Οι χασούρες μου, τα κέρδη σου, κάποιοι άλλοι. Η τρέλα του μεγαλείου, κάποιοι τρίτοι. Οποιες εκφράσεις και αν χρησιμοποιήσει κάποιος για να διατυπώσει αυτόν τον απροκάλυπτο οικονομικό δαρβινισμό, η ουσία δεν αλλάζει: Η πανδημία αξιοποιήθηκε από τις ελίτ για να κερδοσκοπήσουν ασύστολα και ασύδοτα και για να βάλουν τις βάσεις για τα μελλοντικά υπερκέρδη τους, που θα προέρχονται από την ολοκληρωτική εξάρτηση των ανθρώπων από αυτούς. Αισθάνονται άτρωτοι και πανίσχυροι.
Οι κυβερνήσεις όχι μόνο δεν τους βάζουν φρένο, αλλά τους ενθαρρύνουν στην προσπάθεια να γίνουν κυρίαρχοι του πλανήτη, εμφανίζοντάς τους ως «ατρόμητους σωτήρες» και «θαρραλέους κυνηγούς ευκαιριών». Οι σπάνιες παρεμβάσεις θα πρέπει να αποδοθούν σε γεωπολιτικές σκοπιμότητες (έρευνα για την Apple) και ανταγωνισμούς (πρόστιμα στην VW).
Οσα γίνονται φέρνουν στο μυαλό μαυραγορίτες, που εκμεταλλεύονται την απελπισία της πείνας και την απόγνωση της επιβίωσης για να αρπάξουν το βιος των πεινασμένων και των ανήμπορων. Παραπέμπουν όμως και στις μετακατοχικές κυβερνήσεις που –εμμέσως– αποδέχτηκαν ως νόμιμες αρκετές από αυτές τις «επενδύσεις» και τις κατοχύρωσαν με νόμο.
Η ζούγκλα των αγορών δεν είναι κάτι καινούργιο, θα αντιτείνουν κάποιοι. Η πρακτική του λύκου που χαίρεται στην αναμπουμπούλα επαναλαμβάνεται χιλιάδες χρόνια. Με τη μόνη διαφορά ότι οι ελίτ του παρελθόντος εποφθαλμιούσαν γη, ενώ οι σημερινές εποφθαλμιούν τον πλανήτη.
Κραυγαλέο παράδειγμα, οι στρατηγικές των πολυεθνικών ψηφιακών κολοσσών. Τα αφεντικά τους δεν αρκέστηκαν στα τεράστια κέρδη που προήλθαν από την καθημερινότητα του κορονοϊού, αλλά φρόντισαν τώρα που οι αξίες βρίσκονται στο ναδίρ να αυξήσουν τον μελλοντικό βαθμό εξάρτησης των ανθρώπων από αυτές.
Σχεδόν αθόρυβα, λίγο πριν από το ξέσπασμα και κατά τη διάρκεια της πανδημίας η Amazon, η Apple, η Facebook, η Google και η Microsoft άρχισαν να επενδύουν επιθετικά, εκμεταλλευόμενοι τα νέα δεδομένα. Η Apple αγόρασε τουλάχιστον τέσσερις εταιρείες φέτος και κυκλοφόρησε ένα νέο iPhone. Η Microsoft έχει αγοράσει τρεις επιχειρήσεις. Η Amazon έχει μισθώσει περισσότερα αεροπλάνα και από τον Μάρτιο έχει προσλάβει επιπλέον 175.000 άτομα.
Η Google παρουσίασε νέες δυνατότητες ανταλλαγής μηνυμάτων και βίντεο. Η Facebook επένδυσε στο Gojek, μια «σούπερ εφαρμογή» στη Νοτιοανατολική Ασία, έκανε μια τεράστια τοποθέτηση στην Ινδία, διέθεσε εκατοντάδες εκατομμύρια για να αγοράσει μια εταιρεία κινουμένων σχεδίων GIF, στηρίζει την κατασκευή ενός υποθαλάσσιου καλωδίου οπτικών ινών 23.000 μιλίων που θα περιβάλλει την Αφρική και προχωρά στη σύσταση ενός fund που θα επενδύει σε νεοσύστατες επιχειρήσεις.
«Οταν ο κόσμος αλλάζει γρήγορα, οι άνθρωποι έχουν νέες ανάγκες και αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν περισσότερα νέα πράγματα που πρέπει να γίνουν», είπε ο Zάκερμπεργκ για το μέλλον που προβάλλει ευοίωνο για τον ίδιο αλλά δυστοπικό για όλους τους υπόλοιπους.
Και οι πολιτικοί; Αυτοί, αντί να γίνουν οι ασπίδες των απλών ανθρώπων, κρατούν για λογαριασμό των ισχυρών το πορτάκι της φάκας, για να παγιδεύσουν όσο το δυνατόν περισσότερους. Με απλά λόγια παραμένουν μέρος του προβλήματος, που αφορά τη συγκέντρωση ισχύος των ελίτ, ενώ θα έπρεπε να είναι μέρος της λύσης του.
Λες και ο κορονοϊός έπληξε τη λειτουργία της μνήμης τους και μέσα σε λιγότερο από εκατό μέρες ξέχασαν όσα έλεγαν περί υγιούς ανταγωνισμού, περί ανεμπόδιστης λειτουργίας της αγοράς, περί προστασίας των καταναλωτών, περί επικράτησης του λαού έναντι της οικονομικής κυριαρχίας.
Σε αυτό το μήκος κύματος κινείται και ο κ. Μητσοτάκης. Φυσικά, μπροστά στον Τραμπ και στη Μέρκελ ο δικός μας θυμίζει επαρχιώτη γυρολόγο, που γυρίζει τα χωριά για να πουλήσει λευκά είδη. Γιατί άλλο να κάνεις πλάτες στον Zάκερμπεργκ και άλλο να παρακαλάς τον Φριτς να μας προτιμήσει για τις διακοπές του. Αλλά και αυτός προσπαθεί με κάθε τρόπο και με κάθε διαθέσιμο μέσο να κάνει ισχυρότερους τους δικούς μας ισχυρούς και ασθενέστερους τους αδύναμους.
Η πολιτική στήριξης της οικονομίας, όσο και αν υπερβάλλει εαυτόν για να πείσει -με φόντο το ηλιοβασίλεμα -ότι έχει στόχο το καλό μας, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην ανέχεια, στην ανεργία, στο κλείσιμο χιλιάδων μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και στην ενίσχυση εκείνων που δεν έχουν ανάγκη ενίσχυσης: των ολιγαρχών και των επίδοξων ολιγαρχών. Και με το χαμόγελο στα χείλη, μας σπρώχνει προς τη… φάκα.
*Ο Γιάννης Σιώτος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας