Του Δημοσθένη Καραγιάννη
Μια τελευταία ενθύμηση της κατοχής από τον Σταύρο Καρπετάκη από τον Αχεντριά:
«Οι νύχτες είναι όλες ίδιες. Μόνο ο ουρανός σπέρνει με το λιγοστό φως των αστεριών του τις λίγες ελπίδες για το αυριανό ξημέρωμα. Ποιος θα το προφτάσει;
Καλοκαίρι θα ’τανε… μα αλήθεια ποιος τότε σ’ εκείνα τα χρόνια τα δίσεχτα μπορούσε να προσέχει τον αέναο κύκλο της φύσης; Για μας τους ανθρώπους, που η μαυρισμένη μας ψυχή δεν ανταποκρίνονταν στο κάλεσμα των λουλουδιών, οι μέρες, οι νύχτες, οι μήνες, οι εποχές ήταν ίδιες. Κι ατέλειωτες…
Δείτε επίσης: Η Κρήτη και η μάχη της (1940 – 1949)… (1)
Η Κρήτη και η Μάχη της: Η έκκληση για αντίσταση από τον κομμουνιστή ηγέτη Μιλτιάδη Πορφυρογένη
Η Κρήτη και η μάχη της… – Η ώρα της επίθεσης στον Χάρακα
Αφηγείται ο Λευτέρης Λυδατάκης από το Αρκαλοχώρι:
Μόνη μας ελπίδα ήταν τα λιγοστά αεροπλάνα των συμμάχων που έρχονταν το καταμεσήμερο άλλοτες κι άλλοτες τα μαύρα μεσάνυχτα να βομβαρδίσουν θέσεις των Γερμανών πάνω στην Κρήτη. Εμείς το μόνο που ακούγαμε τότες ήτανε ο βόμβος πίσω απ’ το πέπλο της νύχτας και οι κόκκινες ανταύγειες της φωτιάς που έριχναν και που ξεφύτρωναν όπως οι αστραπές από τα βάθη του οριζόντου. Κι αναγάλλιαζε η ψυχή μας επειδή δεν μπορούσαν να τα δουν νυχτιάτικα.
Άλλοτες πάλι το καταμεσήμερο εκεί που δεν τα περίμενες να σου τα και ξεπρόβαιλναν μέσα από τα σύννεφα να κατέβουν βιαστικά και να ρίξουν τα «δωράκια» τους στις εχθρικές θέσεις. Σ’ αυτές τις φορές άρχιζε το δικό μας καρδιοχτύπι. Γιατί στο λεφτό σηκώνονταν εκείνα τα εφιαλτικά Στούκας κι ο πόλεμος άναβε στον αγέρα.
Το βαρύ συμμαχικό αεροπλάνο – ποιος ξέρει πως; – φαίνεται να ξέκοψε από την ομάδα των άλλων βομβαρδιστικών. Τραυματίστηκε; Πάθανε ζημιά οι μηχανές του; Χαμήλωσε για να τραβήξει πάνω του τα Στούκας και να γλυτώσουν οι σύντροφοι; Ποιος ξέρει…
Μια φορά χύθηκε μουγκρίζοντας πάνω απ’ τον ουρανό του χωριού μας, του Αχεντριά, χαμηλοπετώντας να περάσει τη βουνοκορφή και να νοτικίσει κατά το πέλαγος πίσω απ’ τα βουνά. Ξοπίσω του σα δαιμονισμένα φάνηκαν δυο Στούκας με τα πολυβόλα τους να σπέρνουν φωτιά και σφαιροχάλαζο, για να του κόψουν το δρόμο. Φαίνεται πως από μακριά το κυνηγούσαν
Το μεγάλο συμμαχικό – βαρύ βομβαρδιστικό ήτανε – γύρισε απότομα μια φορά το κεφάλι του, έτσι που γυρίζει το περήφανο άτι να φοβερίσει τις αλογόμυγες που το τσιμπάνε. Τα βαριά πολυβόλα του – τέτοια που του ταίριαζαν – κροτάλισαν πένθιμα κι οι σφαίρες τους καρφώθηκαν, άλλες στα μαλακά πλευρά της βουνοπλαγιάς, εκεί στην πλαγιά της Καραπιδιάς κι άλλες στα σταχτόχρωμα βράχια στ’ αόρι.
Τα Στούκας γύριζαν γύρω του – μικρά κι ευέλικτα καθώς ήταν – αποφεύγοντας να βρίσκονται μπροστά στις κάννες των πολυβόλων του βομβαρδιστικού. Οι σφαίρες σφύριζαν ανεξέλεγκτες πάνω από τον ουρανό του χωριού, πάνω από τα κεραμίδια των σπιτιών, πάνω από τα κεφάλια των ανθρώπων. Μικρά συννεφάκια καπνού – σαν μανιτάρια στο μεσοούρανο – βαριά μυρουδιά μπαρούτης, λάμψεις σαν αστραπές το καταμεσήμερο …
Για μια στιγμή μ’ ένα απότομο τίναγμα, σαν το καθαρόαιμο άλογο που που ορμά και πηδάει το εμπόδιο που ’ναι μπροστά του, σήκωσε τη μουσούδα του το τεράστιο βομβαρδιστικό κι όρμησε προς τ’ αόρι. Καβαλίκεψε το διάσελο κι από τον πόρο τση Τσίβης νοτίκησε μαζεύοντας πίσω του και το βρουχισμό του…
Θεέ μου σταυροκοπήθηκα πίσω από το παράθυρο του σπιτιού μου…
Θέ μου βοήθα το δίκιο και το πρέπο …
Εγώ καλά- καλά δεν ήξερα ποιο ήτανε το δίκιο και ποιο το πρέπο γιατί είμουνα παιδί. Όμως το δίκιο το αιστανόμουνα…
Τι δεν είχενε ακόμα σαραντίσει ο κύρης μου, εκτελεσμένος εκεί στον Τσούτσουρα, απ’ τους φασίστες…»
Η μάχη κόπασε. Τα αεροπλάνα κάθισαν στη γη σαν τα κουρασμένα πουλιά να ξαποστάσουν. Το χρέος τους το ’καμαν. Χόρτασαν για τα καλά το Χάροντα με κρητικό αίμα. Στη γη βασιλεύει ησυχία… μια ησυχία που διακόπτεται από τη ρυθμική μπότα του φρουρού που εποπτεύει ακόμα και τις αναπνοές μας.
Καταχνιά… Καταχνιά βαριά…. Οι μέρες δεν έχουν πια τίποτα το ενδιαφέρον. Ακόμα και τα παιδιά αρνούνται να παίξουν. Αρνούνται να ζήσουν την ηλικία τους. Την υπερβαίνουν! Τα πάντα έχουν σταματήσει σαν κάποιο αόρατο χέρι να τα συγκρατεί, να κλείνει τις πόρτες, να σφραγίζει τα στόματα.
Ζωή έχουνε μόνο οι νύχτες. Τότε που οι σκιές περνάνε σύρριζα στους τοίχους και γράφουν με κόκκινες μπογιές τα μηνύματα των αδούλωτων Ελλήνων. Τότε που οι νεανικές φωνές μέσα απ’ τα περιβόητα χωνιά του ΕΑΜ και της ΕΠΟΝ ταράζουν τον ύπνο των κατακτητών και των υποδουλωμένων. Τότε που τα φαντάσματα των πατριωτών, τα σκελετωμένα σώματα από την πείνα γίνονται ένα με τη νύχτα και κουβαλούν τα μηνύματα στις οργανώσεις και στις γιάφκες. Τότε που οι αντάρτες παίρνουν το όπλο και βαδίζουν κατά τη δόξα.
Όσο είναι ακόμα νύχτα… Κάθε νύχτα … Μέχρι να χαράξει…
Στις μεγάλες πολιτείες άρχισε κιόλας η αντίσταση με το ξεφτίλισμα της ναζιστικής σημαίας από την Ακρόπολη. Πρώτος μεγάλος στόχος η επιβίωση των Ελλήνων. Ο μεγαλύτερος εχθρός ήδη από τον πρώτον καιρό είναι η πείνα. Κι αυτή βάλθηκαν να ξεκάνουν πρώτη οι πατριώτες. Στήθηκαν οργανώσεις σε γειτονιές και δρόμους, κινητοποιήθηκαν ομάδες, οργανώθηκαν άνδρες γυναίκες και παιδιά και ρίχτηκαν στον αγώνα. Λαϊκά συσσίτια. Στήθηκαν τα πρώτα καζάνια με τις φασολάδες στην Αθήνα και στις φτωχογειτονιές των μεγάλων πόλεων. Λίγα φασόλια, πολύ ζουμί, δυο σταγόνες λάδι ίσα που να ξεμακρύνει κάμποσα βήματα ο Χάρος. Μα αυτό δεν ήταν αρκετό για να γλυτώσει ο κοσμάκης. Σε 600.000 χιλιάδες υπολογίζονται οι Χαροτρυγημένοι της πείνας, κυρίως γέροντες και παιδιά.
Οι άνθρωποι πεινούν… Αλλά αγωνίζονται!!! Η πατρίδα πεινάει … Αλλά αγωνίζεται!!! Ο κόσμος πεθαίνει… Αλλά δεν υποχωρεί!!!
Κι όμως … Κι αυτή την ώρα της ύστατης ανάγκης βρέθηκαν αυτοί που κάθε φορά βρίσκονται να σπιλώνουν το όνομα του ανθρώπου. Κουκουλοφόροι, δοσίλογοι, προδότες, δολοφόνοι του λαού και των ανθρώπινων αξιών. Βρέθηκαν αυτοί που συνεργάστηκαν με τους κατακτητές για να φιμώσουν τις φωνές της λευτεριάς και της ανθρωπιάς. Βρέθηκαν αυτοί με τις μαύρες καμπαρτίνες και τις σακούλες στα πρόσωπα που διάλεγαν τους αθάνατους ανάμεσα από τους ήρωες. Γιατί τα καθάρματα υπάρχουν πάντα!
Βρέθηκαν κι αυτοί που κάθε φορά βρίσκονται (άλλοι ήτανε κι άλλοι προσαρμόζονταν!!!) και εκμεταλλευόμενοι την πείνα των ανθρώπων άρπαξαν ό,τι πολύτιμο είχαν οι πεινασμένοι για ένα κομμάτι ψωμί, για μια κονσέρβα η σοκολάτα, για μια μπουκιά ελπίδα. Οι μαυραγορίτες !!!
Όλοι αυτοί ονομάζονταν Έλληνες!!! Κι ακόμα έτσι ονομάζονται! Κι αυτοί κρατούσαν στα χέρια τους τις ζωές των πατριωτών… Αυτοί ξερίζωναν την κάθε πατριωτική ρίζα και στην κατοχή και στην νεοκατοχή των εγγλέζων και των αμερικανών στη συνέχεια. Γιατί όσοι δεν αισχύνονται να ξεπουλιούνται δεν επιλέγουν κατακτητή! Αυτοί το μόνο που ξέρουν είναι να υπηρετούν και να γλύφουν. Δεν τους νοιάζει ποιον γλύφουν… Έτσι κι αλλιώς στο βούρκο και στον απόπατο ζούνε…Και σε καιρό πολέμου και σε καιρό ειρήνης!!! Λίγους έχουμε και σήμερα; Και καινούργιους και απογόνους…
Μα ο λαός αγωνίζεται… Η πατρίδα αγωνίζεται … Τα παλικάρια πάνω στα βουνά γκρεμίζουν σιγά – σιγά το κάστρο του φασισμού και του ναζισμού. Ο Γοργοπόταμος, η Αλαμάνα, τα σαμποτάζ στο Καστέλι, οι μάχες του ΕΛΑΣ και οι χιλιάδες άλλες ενέργειες του αντάρτικου της ελεύθερης Ελλάδας, της Ελλάδας των βουνών πληρώνονται με βαρύ τίμημα. Με άγριες σφαγές στο Δίστομο, στα Καλάβρυτα, στο Κοντομαρί, στην Κάνδανο, με ολοκαυτώματα στα χωριά της Βιάννου και Ιεράπετρας, των Ανωγείων, της Καλής Συκιάς,, του Καλλικράτη, του Χορτιάτη και τόσων άλλων, με εκτελέσεις πολιτικών κρατουμένων και ομήρων στην Καισαριανή, στην Αγυιά, στις «Καισαριανές» όλων σχεδόν των χωριών (Χάρακας, Σωκαράς, Τυμπάκι, κ.λπ.) δείχνουν την απόλυτη βαρβαρότητά τους οι κατακτητές.
Μα η πατρίδα παλεύει… Οι πατριώτες (*όχι οι αυτονομαζόμενοι Έλληνες, αυτοί δραπέτευσαν ή «κούρνιαζαν», συνεργάζονταν και πρόδιδαν) οργανώνονται κι αντιστέκονται… με τις ζωές, με τα κορμιά, με το πείσμα, με τη θέληση, με την αγάπη στο Λαό και την Πατρίδα…
Τι κι αν ματώνεται… Τι κι αν ξεσκίζονται οι σάρκες της … Τι κι αν πεινάει…
Η Κρήτη δεν βίωσε τόσο ακραία την τραγωδία της πείνας. Η φύση της, το κλίμα της, το έδαφός της, ο φυσικός και «ελεύθερος» πλούτος της οι στενές κοινωνικές σχέσεις, στήθηκαν μπροστά στην πείνα και την εξαθλίωση πιο αποτελεσματικά απ’ ό,τι σε άλλες περιοχές της πατρίδας. Εδώ οι πιο βαριοί καταχανάδες είναι οι προδότες, οι εγγλέζοι πράκτορες, οι Σουμπερίτες κκαι οι αγγαρείες.
Παραθέτω μια τελευταία μαρτυρία του κ. Παναγιώτη από τις Αμουργιέλες για το μαρτύριο της αγγαρείας. Προέρχεται από μια συλλογή χειρογράφων του με τίτλο «ΣΤΙΓΜΕΣ ΚΑΤΟΧΗΣ» και τον ευχαριστώ και από αυτή τη θέση:
ΜΙΑ ΜΑΥΡΗ ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ΦΛΕΒΑΡΗ 1942
ΟΙ Γερμανοί κατάλαβαν την Κρήτη το 1941, το Μάιο. Η ζωή αρχίζει να σκληραίνει. Αρπάζουν ό,τι βρίσκουν! Τους καρπούς από τα αλώνια, των Ανθρώπων, πρόβατα, βόδια, κατσίκες, ό,τι ήταν φαγώσιμο… Κότες, αυγά… Έδερναν όποιον εύρισκαν μπροστά τους χωρίς λόγο τους πρώτους μήνες για να τρομοκρατήσουν τον κόσμο! Φρίκη!
Όταν ερχόταν Γερμανοί στο χωριό έφευγαν όλοι οι άνδρες και κρυβότανε στα χωράφια, στα βουνά, στις σπηλιές μέχρι να φύγουν. Πολλοί ντύνονταν με γυναικεία ρούχα, φορούσανε μαύρες φουστάνες και τσεμπέρια στο κεφάλι και περνούσανε από τις γραμμές και τα μπλόκα των Γερμανών. Οι Γερμανοί δεν πειράζανε τις γυναίκες! Έτσι πέρασε το πρώτο Καλοκαίρι.
Μπαίνοντας ο Χειμώνας οι Γερμανοί άρχισαν να μαλακώνουν λίγο. Είχαν σιγουρευτεί πως δεν θα υπήρχε αντίσταση, ή θέλησαν να αλλάξουν λίγο για να μας κάνουν να τους «συμπαθήσουμε». Αλλά η ζωή σκληραίνει περισσότερο. Αρχίζει η μάστιγα της πείνας. Δεν υπάρχει ψωμί… Δεν υπάρχει τίποτα… Και τα λίγα προϊόντα που βγάζαμε έρχονταν και μας τα παίρνανε… Μας τα κατασχέτανε… Μερικές φορές, άμα δεν τους δίναμε, μας έδερναν, έμπαιναν στα σπίτια μας και έσπαγαν και τα λίγα έπιπλα που είχαμε ή τα διάφορα χρειασίδια…
Μερικοί στο χωριό είχαν καρπό και δεν πείνασαν. Είχαν βόδια ή μουλάρια, είχαν σπορικά, είχανε και πολλά χωράφια και έσπερναν. Αυτούς οι Γερμανοί δεν τους πείραζαν! Έσπερναν πολλά σπαρμένα. Έβγαζαν για όλο το χωριό ψωμί… Άμα ήθελαν μπορούσανε να ταΐσουν όλο το χωριό! Δεν το έκαναν όμως. Πουλούσανε κάποιες ποσότητες βέβαια σαν τη μαύρη αγορά. Πως όμως να αγοράσεις χωρίς λεφτά; Και τα λεφτά που είχαμε ήτανε άχρηστα… Του Τσολάκογλου που λέγανε! Έπρεπε να δώσεις εκατομμύρια για ένα κιλό κριθάρι, κι αν το ’βρισκες, κι αν σου έδιναν, κι άν… κι άν…
Οι πιο πολλοί στο χωριό όμως τότε ήμαστε φτωχοί. Πρόσφυγοι, δεν είχαμε καλά – καλά προλάβει να ριζώσουμε… Δεν είχαμε ζευγάρια, δεν είχαμε σπορικά πολλά (πως να κρατήσεις σπορικό όταν πεινάνε τα παιδιά;) δεν είχαμε πολλά χωράφια. Ήτανε όμως όλοι σχεδόν, όπως και ο πατέρας μου, χτηνοτρόφοι και έσπερναν λίγα και δεν έφτανε το κριθάρι που έβγαζε να περάσομε. Είχε έξι παιδιά, και δυό αυτοί, μια οικογένεια με οχτώ άτομα. Πως να χορτάσουνε οχτώ στόματα με τέτοιες συνθήκες;
Πολύς κόσμος πείνασε τότε. Πολλά μπορεί να γράψει κανείς από όσα ζούσε, έβλεπε ή άκουγε κάθε μέρα να γίνονται στο χωριό. Κανείς δεν ντρεπόντανε που πεινούσε… Γιατί όλοι οι φτωχοί πεινούσανε. Και ήτανε πολλοί οι φτωχοί στο χωριό μας που δεν είχανε τη μπόρεση να ταΐσουνε τα παιδιά τους. Εγώ όμως επειδή θεωρώ ότι είναι κουτσομπολιό να αναφέρομαι σε άλλους, θα γράψω ένα περιστατικό που έγινε στην οικογένειά μας.
Η οικογένειά μου αποτελούνταν από οχτώ άτομα. Τους δυο γονείς και τα αδέλφια μου που την εποχή της Κατοχής ήτανε σε ηλικία: η Καλλιό ήταν 14 χρονών, η Μαριό ήταν 10 χρονών, η Δέσποινα ήταν 8 χρονών, ο Γιώργος ήταν 6 χρονών, η Χαδιό ήταν 3 χρονών. Εγώ ήμουν τότε 15 χρονών.
Για να θρέψει ο πατέρας μου μόνος του αυτή την οικογένεια ήταν αδύνατο και πήγαινε μεροκάματο σε αυτούς που είχαν καρπό και του έδιναν 300 δράμια κουκιά την ημέρα ή μια οκά αλεύρι κριθαρένιο. Μα τι να κάνει αυτό για οχτώ στόματα!!! Έτσι μπαίναμε κι εμείς τα πιο μεγάλα παιδιά στη δουλειά κι όπου βρίσκαμε δουλεύαμε με το μισό μεροκάματο του μεγάλου. Κάναμε κι εμείς, τα παιδιά, ό,τι μπορούσαμε… Τις πιο πολλές όμως μέρες τριγυρίζαμε στα χωράφια και μαζεύαμε χόρτα. Αυτά αποτελούσαν την κύρια τροφή μας.
Έτσι κυλούσαν οι μέρες μέχρι και έφτασαν οι πρώτες γιορτές των Χριστουγέννων στην κατοχή. Μάζεψε ο πατέρας μου λίγο σταρένιο αλεύρι από πολλά μεροκάματα και μας έκανε η μάνα μου τα πατροπαράδοτα Χριστόψωμα τα Χριστούγεννα και φοινίκια την Πρωτοχρονιά. Λέγαμε εμείς τα παιδιά τα κάλαντα και μας έδιναν δεκάρες ή σύκα ή σταφίδες. Η χρονιά αυτή πέρασε δύσκολα, αλλά καλά σε σχέση με τα χρόνια που ακολούθησαν.
Μπαίνοντας το 1942 δυσκολεύεται η ζωή περισσότερο. Είναι η χρονιά της μεγάλης πείνας. Σκληραίνει και ο Χειμώνας. Βρέχει μέρα και νύχτα και η πείνα γίνεται ανυπόφορη. Όταν σταμάταγε η βροχή, εγώ και η Καλλιό, τα πιο μεγάλα πηγαίναμε στα χωράφια και βρίσκαμε χόρτα. Τα έβραζε η μάνα μου και τα τρώγαμε χωρίς ψωμί γιατί δεν υπήρχε σε μας. Που να βρεθεί μεροκάματο;
Μια μέρα πήγαμε πάλι με την Καλλιό μας στα χόρτα, αλλά μόλις πήγαμε στα χωράφια δεν προλάβαμε να μαζέψωμε κι αρχίζει το χιονόνερο. Τουρτουρίζαμε από το κρύο. Προσπαθήσαμε κάπως να προφυλαχτούμε κάτω από τις ελιές και να μαζέψωμε μερικά, γιατί ξέραμε ότι, αν δεν βρίσκαμε, θα πεινούσαμε όλοι στο σπίτι. Το χιονόνερο όμως δυνάμωνε, η παγωνιά ολοένα και γινότανε χειρότερη κι έτσι αποφασίσαμε, κλαίγοντας από το κρύο, την ανημπόρια και την απογοήτευση, και φύγαμε μετά από λίγη ώρα με άδεια χέρια.
Ανηφορίσαμε στο χωριό μουσκεμένοι μέχρι το κόκαλο και τουρτουρίζοντας. Περνώντας από το σπίτι της γιαγιάς μου, της Χαδούλας, είναι της Μάνας μου η Μάνα, αποφασίσαμε να κάνουμε μια στάση και μπήκαμε στο σπίτι της για να πυρωθούμε λίγο. Έκανε πολύ κρύο και κλαίγαμε από το κρύο και την πείνα. Τα δάχτυλά μας είχανε μαργώσει και δεν καταλαβαίναμε αν είχαμε νύχια. Τα ρούχα μας στάζανε παγωμένα νερά.
Μαζί με τη γιαγιά μου, στο ίδιο σπίτι ζούσαν και ο γιός της, ο Δημητρός και η γυναίκα του, η Νίκη. Αυτοί δεν είχανε παιδιά ακόμη τότε. Είδαμε τη γιαγιά και τη θεία Νίκη με τα μανίκια σηκωμένα να είναι ανασκουμπωμένες και να πλένουν. Με το που τις είδαμε έτσι αρχίσαμε να κρυώνουμε ακόμα πιο πολύ! Τη μέρα αυτή είχαν βάλει μπουγάδα και έπλεναν πεθερά και νύφη.
Η γιαγιά μου, βλέποντας εμάς να κλαίμε από το κρύο και πείνα παρατά το πλύσιμο και ήρθε κοντά μας. Είδε την κατάντια μας, έτσι όπως είμαστε μουσκεμένοι, παγωμένοι, απογοητευμένοι με τα μάτια μας να τρέχουν χωρίς να ξεχωρίζει αν ήταν νερό της βροχής ή δάκρυα κι αρχίσανε και τα δικά της τα τα μάτια να τρέχουν σαν ποτάμι και μας λέει:
«Γιατί κλαίτε παιδιά μου; Σωπάτε… Τί έχετε;»
Και της λέμε:
«Γιαγιά πεινάμε και κρυώνουμε».
Τότε η γιαγιά μπαίνει μέσα στο σπίτι και πάει και μας φέρνει από λίγο ψωμί και λίγες ελιές. Τον παράδεισο να μας χαρίζανε εκείνη την ώρα δεν θα τον ανταλλάζαμε με το ψωμί και τις ελιές εκείνες! Πέσαμε με τα μούτρα πάνω τους και τις φάγαμε σε κλάσματα δευτερολέφτου. Έτσι μόλις φάγαμε το ψωμί σταματήσαμε να τρέμομε. Ξεχάσαμε στο λεφτό πως είμαστε βρεγμένοι μέχρι το κόκαλο, κι ούτε σκεφτόμαστε το χιονόνερο και την παγωνιά! Συνήλθαμε αμέσως! Σταμάτησαν και τα κλάματα!
Εμείς σταματήσαμε να τρέμομε, αλλά άρχισε να τρέμει η θεία μου η Νίκη από το κακό της, επειδή μας έδωσε ψωμί η γιαγιά μου. Πολύ αργότερα, όταν μεγάλωσα κατάλαβα το στίχο από ένα ποίημα που άκουσα και μου καρφώθηκε στο μυαλό: «σκύβει πουλί., παίρνει σπυρί κι η μάνα του ζηλεύει». Κι αλήθεια η πείνα εξαγριώνει τους ανθρώπους έτσι που να μη σκέφτονται ούτε συγγένειες, ούτε φιλίες, ούτε ανθρωπιά, ούτε τίποτα. Μόνο το ένστικτο της επιβίωσης καθορίζει την ανθρώπινη συμπεριφορά.
Και μόλις φύγαμε και πήγαμε σπίτι μας, αυτές έβαλαν καβγά πεθερά και νύφη, επειδή έδοσε ψωμί στα εγγόνια της! Αυτό βέβαια το έμαθα πολύ αργότερα. Όμως δε μπόρεσα να κακιώσω στη θεία μου. Έφτασα μάλιστα να τη δικαιολογώ γιατί σκεφτόμουνα πως κι εγώ αν ήμουν στη θέση της μπορεί να έκανα τα ίδια. Όμως οι στιγμές εκείνες, υπήρξαν ένα μεγάλο μάθημα για μένα.
Συνεχίζοντας ο Χειμώνας ακόμα δυσκολεύει τη ζωή. Έρχεται ο μαύρος Φλεβάρης. Ο πιο φοβερός μήνας εκείνου του Χειμώνα. Μιά μέρα έβρεχε από πριν ξημερώσει και χωρίς διακοπή. Έβρεχε…, έβρεχε… και δεν έλεγε να σταματήσει! Βράδιασε. Δε βγήκαμε καθόλου έξω από το σπίτι και δεν υπάρχει τίποτα από τρόφιμα για να φάμε. Και βράδιασε χωρίς να φάμε τίποτα.
Εμείς τα πιο μεγάλα κάναμε λίγη υπομονή, αλλά τα μικρά, ο Γιώργος και η Χαδιό που ήταν μόλις 3 χρονών κλαίγανε όλη τη μέρα.
Πάμε το βράδυ να κοιμηθούμε στον οντά στρωματσάδα όλοι μαζί, γονείς και παιδιά και μπορούσαμε να μεταλάβομε, αφού δε φάγαμε τίποτα. Εδώ αρχίζει μια νέα τραγωδία! Κλαίνε τα μικρά, κλαίμε κι εμείς τα πιο μεγάλα, κλαίνε και οι γονείς…
Όλη μέρα έκλαιγαν από μέσα τους, αλλά το βράδυ ξέσπασαν και έκλαιγαν δυνατά χωρίς πια να μπορούν να κρατηθούν. Μια νύχτα απελπισίας… Μια νύχτα τραγωδίας.
Κάποια ώρα ηρέμησαν τα πράματα. Τα μικρά κοιμήθηκαν για λίγο… Εμένα δεν μ’ έπαιρνε ύπνος, αλλά έκανα πως κοιμόμουνα για να ηρεμήσουν οι γέροι!
Η Μάνα Ειρήνη, όταν είδε πως ησυχάσαμε, σηκώνεται και πάει μπροστά στην εικόνα της αγίας Ειρήνης και λέει: «Αγιά μου Ειρήνη, σώσε τα παιδιά μου γιατί θα πεθάνουνε από την πείνα» και μετά πάει και πλαγιάζει.
Η βροχή μέχρι και αυτή την ώρα συνεχιζόταν. Περίπου τα μεσάνυχτα κόπασε η βροχή και ο άνεμος. Δεν κουνούσε φύλλο… Μια νύχτα…αστροφεγγιά!!!
Μια στιγμή ακούμε την πόρτα να χτυπά και να ακούγεται μια γυναικεία φωνή και να λέει: «Ειρήνη! Σήκω, μωρή!».
Σηκώνεται η μάνα μου, ανοίγει την πόρτα και βλέπει μια γριά (την Κοναμαλία) και έχει μια τσανάκα αλεύρι σταρένιο.
Και λέει της μάνας μου: «Πάρε αυτό το αλεύρι να ψήσεις κανένα μαλεμπί (=χυλό) να φάνε τα παιδιά, διότι ο καιρός δεν άφησε να βγείτε έξω να βρείτε κάτι να φάτε» και έφυγε.
Κι έτσι η προσευχή της μάνας μου Ειρήνης και τα κλάματα του πατέρα μου, Νίκου, ακούστηκαν από την Αγιά Ειρήνη και έγινε το θαύμα.
Η μάνα μου πήρε το αλεύρι, την ευχαρίστησε την Κοναμαλία για τη ζωοδότρα χειρονομία που εκανε. Αμέσως έβαλε φωτιά στο τζάκι. Έψησε μια τσουκαλιά μαλεμπί και σηκωθήκαμε και φάγαμε.
Γιατί και τα θαύματα τελικά οι άνθρωποι τα κάνουνε…
Δήμος Σθένης
(Συνεχίζεται…)