Του Γιάννη Σιώτου
Οι τηλεοπτικές οθόνες μετέδιδαν εικόνες χαράς. Ξένοιαστοι σουλάτσαραν σε κεντρικούς εμπορικούς δρόμους και σε πλατείες εκδηλώνοντας τη χαρά και την αισιοδοξία τους για το μέλλον. Ο ένας, ο πρωθυπουργός, περπάτησε στην Ερμού στον πιο εμπορικό δρόμο της χώρας, απλησίαστο όμως για τους μικρεμπόρους.
Ο άλλος, ο δήμαρχος, επέλεξε την πλατεία Ομονοίας, το μεγαλύτερο χωνευτήρι πολιτισμών, φυλών, «οσμών» και «δραστηριοτήτων». Στα πρόσωπα και των δύο ήταν χαραγμένη η ικανοποίηση. Οι γκριμάτσες της σοβαρότητας και του προβληματισμού των διαγγελμάτων, όταν ο ιός έφτασε στην Ελλάδα, είχαν εξαφανιστεί.
Στο πρόσωπο του πρωθυπουργού, τίποτα δεν θύμιζε τον αγωνιώδη άνθρωπο των διαγγελμάτων. Αν μπορούσε κάποιος να αποβάλει από το μυαλό του τις βασανιστικές εμΗταν λες και έβλεπες έναν άνθρωπο με μεγάλη εξοικείωση στις μάσκες που κάθε στιγμή ξέρει ποια ακριβώς αρμόζει στην περίσταση και τις προτεραιότητές του. πειρίες των προηγούμενων εβδομάδων και τις υπαρξιακές έγνοιες των μηνών που έρχονται, θα νόμιζε ότι ότι όσα έβλεπε να διαδραματίζονται στις οθόνες αφορούσαν μία άλλη εποχή.
Ευτυχώς που οι υπεύθυνοι των καναλιών επέλεξαν για ηχητική επένδυση τη μονότονη βιομηχανική φωνή του ρεπόρτερ αντί για ένα μουσικό θέμα. Αν διάλεγαν να «ντύσουν» τις εικόνες με την 5η του Μπετόβεν, γνωστή ως πανηγυρική, τότε θα είχαμε μία αυθεντική πανηγυριώτικη εικόνα.
Η αλήθεια είναι ότι οι «κεφαλές» έχουν πολλούς λόγους να είναι χαρούμενες. Με τους επικοινωνιακούς χειρισμούς που βασίζονταν στον συνδυασμό της πατρικής επιστημονικής ηπιότητας ενός καθηγητή, του πατριωτικού αυταρχισμού μία οικείας λαϊκής φιγούρας και της άχρωμης, σχεδόν αθέατης παρουσίας ενός πολιτικού που σερβίρονταν με γαρνιτούρα εικόνες και ήχους ασθενοφόρων, περιπολικών, φορείων, αστυνομικών μπλόκων και ενίοτε χημικών, κατάφεραν να μετατρέψουν την υγειονομική κρίση σε καλά σκηνοθετημένο σόου.
Οι εικόνες που κατασκεύασαν ήταν τόσο δυνατές ώστε κάλυψαν –και δικαιολόγησαν συνάμα– τα πραγματικά τους σχέδια και τους ανείπωτους σκοπούς που άρχισαν να υλοποιούν ανεμπόδιστα από τις πρώτες μέρες της καραντίνας. Αρωγός στα σχέδιά τους ο τρόμος, που απλόχερα και με επιστημονική αυστηρότητα και μεθοδικότητα σκόρπισαν.
Σήμερα, οι περισσότεροι άνθρωποι που ζουν στη χώρα αυτή αισθάνονται πανικό. Ο καθένας έχει τους δικούς του λόγους. Ο επιχειρηματίας επειδή γνωρίζει ότι η χρονιά χάθηκε και οι υποχρεώσεις παρέμειναν. Ο εργαζόμενος επειδή τρέμει την προοπτική είτε να βρεθεί χωρίς δουλειά είτε να εργάζεται με πετσοκομμένη αμοιβή (σ.σ.: μετά την αποκάλυψη που έκανε το Σάββατο η «Εφ.Συν.» στους «τρομαγμένους» υπάγονται πλέον και απασχολούμενοι στο Δημόσιο).
Ο συνταξιούχος γιατί διαισθάνεται ότι πλησιάζει η στιγμή των περικοπών. Ο άνεργος γιατί αντιλαμβάνεται ότι ο χρόνος που απομένει μέχρι να μείνει εντελώς απροστάτευτος συρρικνώνεται. Ο μακροχρόνια άνεργος διότι συνειδητοποίησε ότι εισήλθε στον αστερισμό της αιώνιας ανεργίας.
Οσοι σέβονται το περιβάλλον και ανησυχούν για την κλιματική αλλαγή, διότι αντιλήφθηκαν ότι ο νόμος Χατζηδάκη είναι η αρχή και έρχονται ακόμα χειρότερα. Ο άνθρωπος του τουρισμού –επιχειρηματίας ή εργαζόμενος– διότι βλέπει τον μαύρο χειμώνα… Κάνετε μία αναγωγή σε αριθμούς, κάνετε μία πρόσθεση και τότε θα διαπιστώσετε ότι το 90% των Ελλήνων έχουν κάθε λόγο να είναι τρομοκρατημένοι. Οι διαπιστώσεις αυτές κατατάσσουν το χαμόγελο του πρωθυπουργού στην κατηγορία… των ανεξήγητων.
Είναι πραγματικά ανεξήγητο το χαμόγελο από έναν κυβερνήτη, ο οποίος το μόνο που έκανε για να αντιμετωπίσει την πανδημία ήταν να εφαρμόσει πρακτικές του Μεσαίωνα όταν η πανούκλα, η χολέρα και ο τύφος πολεμιόνταν με σφραγισμένες πύλες και λοιμοκαθαρτήρια.
Η αλήθεια είναι ότι πέρα από τους αριθμούς του καθηγητή για τους ανθρώπους που νοσούν, βρίσκονται στην εντατική και πεθαίνουν, υπάρχουν και κάποιοι άλλοι οι οποίοι είναι πιο επικίνδυνοι και πιο θανατεροί. Οι αριθμοί της οικονομίας δείχνουν ότι ο κατάλογος των κρουσμάτων και των θυμάτων θα είναι μακρύς και ανθεκτικός, αν δεν εφαρμοστούν οι προσήκουσες πολιτικές.
Και αναρωτιέται κάποιος: Πώς είναι δυνατόν ο επικεφαλής μίας χώρας να εμφανίζεται αισιόδοξος, όταν γνωρίζει ότι τους επόμενους μήνες -μπορεί και χρόνια- το κριτήριο που θα υπερισχύσει στις καταναλωτικές και επιχειρηματικές αποφάσεις των περισσότερων ανθρώπων θα είναι η αίσθηση της ασφάλειας; Με δεδομένο ότι σήμερα ο ιός είναι ζωντανός και ενεργός, οι άνθρωποι που φοβούνται δεν θα ξαναρχίσουν να ψωνίζουν, να ταξιδεύουν ή να γευματίζουν έξω. Αυτό θα εμποδίσει την οικονομική ανάκαμψη. Κατά συνέπεια, μόνο η επένδυση σε στρατηγικές που προστατεύουν μπορεί να επαναφέρει την αίσθηση της ασφάλειας.
Δυστυχώς όμως όλες οι αποφάσεις, όλες οι επιλογές, όλες οι στρατηγικές που έχει εφαρμόσει η κυβέρνηση, τροφοδοτούν την ανασφάλεια. Στις σημερινές συνθήκες η μοναδική σανίδα σωτηρίας είναι η εσωτερική κατανάλωση, καθώς όλοι οι άνθρωποι του πλανήτη έχουν ταμπουρωθεί πίσω από τα σύνορά τους. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να αναζητήσει τρόπους να ενισχύσει τη ζήτηση από το εσωτερικό, ανακαλύπτει συνεχώς νέες μεθόδους να την περιστείλει.
Αντί να επενδύσει σε πολιτικές που συμβάλλουν στη μείωση του οικονομικού σοκ, όπως η διευρυμένη ασφάλιση ανεργίας, συμπληρωματικές αμοιβές και προγράμματα που επιτρέπουν στις εταιρείες να διατηρούν τους εργαζομένους τους, παραμένει αδιάφορη στα αιτήματα που αφορούν την επέκταση της εισοδηματικής υποστήριξης και της ευρύτερης ασφάλισης της ανικανότητας προς εργασία.
Μεταξύ των ευάλωτων (εργαζομένων και μικροεπιχειρηματιών) και των ισχυρών επέλεξε τους δεύτερους, τους οποίους ενισχύει με κάθε τρόπο και με κάθε πρόσφορο μέσο. Αν το καλοσκεφτεί κάποιος, όλα τα μέτρα που έχουν ανακοινωθεί στοχεύουν στο να καταστήσουν την εργασία φτηνότερη, το κόστος λειτουργίας των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων απαγορευτικό, τις αξίες μικρότερες και το πλιάτσικο ευκολότερο. Ολα αυτά τροφοδοτούν την οικονομική ανασφάλεια και τη μετατρέπουν σε βασανιστική, καθώς οι περισσότεροι αισθάνονται να οδηγούνται σε αργό, επώδυνο και αγωνιώδη αφανισμό.
Τα χαμόγελα, λοιπόν, δεν αφορούν τους πολλούς. Είναι έκφραση της ικανοποίησης ενός ανθρώπου που αισθάνεται συνεπής σε αυτούς που πραγματικά τον ενδιαφέρουν.
*Ο Γιάννης Σιώτος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας
Στο χωριό μου λέμε: “Δυο γελάνε κάτι συμβαίνει. Ένας γελάει, χαζός είναι! “. Ισχύει.