Τι θα έλεγαν τα αγάλματα της πόλης αν είχαν μιλιά;

            Μια μέρα όλα άλλαξαν στα ξαφνικά. Οι δρόμοι άδειασαν, ούτε άνθρωποι κυκλοφορούσαν πια, ούτε αυτοκίνητα. Τα μαγαζιά έκλεισαν, οι φωνές, τα γέλια, οι καβγάδες γύρω μου σταμάτησαν. Τα παιδιά δεν περνούσαν πια μπροστά μου για να γυρίσουν σπίτι μετά το σχόλασμα. Ερημιά… δεν καταλάβαινα… Πού εξαφανίστηκαν όλοι; Τι απέγιναν;


            Κάθε μέρα, στις 18:00, άκουγα από τα ανοιχτά παράθυρα των απέναντι πολυκατοικιών κάποιον να μιλάει. Μιλούσε και έδινε οδηγίες, και η φωνή του αντηχούσε από κάθε κλειστό σπίτι, από κάθε τηλεόραση ανθρώπου σιωπηλού και φοβισμένου. Έκανα να ρωτήσω κάποιους άστεγους που συχνά πυκνά ξαποσταίνουν στα πόδια μου, μήπως και γνωρίζουν τι απέγιναν όλοι και πώς εκείνοι μπορούν ακόμη και είναι έξω; Είδα αστυνομικούς να ρωτούν ανθρώπους ποιοι είναι, πού πηγαίνουν και γιατί, κι αυτό μου θύμισε αλλοτινές εποχές, ανελεύθερες, κι αναστέναξα. Έτρεμα μην ξαναγυρίζαμε σε αυτές.
            Κι είδα τους ανθρώπους σιγά σιγά να γίνονται σαν κι εμένα, να μένουν ακίνητοι και παγωμένοι, ακόμη κι όταν έβλεπαν τις συλλογικές και ατομικές τους ελευθερίες να καταπατούνται, όταν ψηφίζονταν νομοσχέδια που καταστρέφουν το φυσικό τους περιβάλλον, όταν οι από πάνω έριχναν τις ευθύνες στους ώμους τους και τους γέμιζαν ενοχές. Συνήθισαν στον έλεγχο της αστυνομίας. Έμαθαν να μη βγαίνουν από τα σπίτια τους από φόβο ότι θα μολύνουν και θα μολυνθούν. Πίστεψαν ότι θα ενημερωθούν από το δελτίο των 18:00, όμως δεν άκουγαν για την καταπάτηση των εργασιακών δικαιωμάτων, για τις μαζικές απολύσεις, για το υποβαθμισμένο σύστημα υγείας. Τα χρήματά τους δεν αρκούσαν για το ενοίκιο, τους λογαριασμούς και τα τρόφιμα, και σίγουρα όχι για τα πρόστιμα.
            Εγώ, το πραγματικό άγαλμα, είδα τους ανθρώπους να #μένουν_σπίτι, και να είναι ακίνητοι.
Και έμοιαζαν να έχουν ξεχάσει τι σημαίνει υγιής επικοινωνία και συζήτηση. Δούλευαν εξ’ αποστάσεως, απολύονταν εξ’ αποστάσεως, μιλούσαν εξ’ αποστάσεως. Πάντως δεν επικοινωνούσαν, δεν δημιουργούσαν, δεν ερωτεύονταν. Δεν έβρισκαν λύσεις στα προβλήματά τους, ούτε απαντήσεις στις ερωτήσεις τους. Ακόμη κι αν καταλάβαιναν πως κάποιος άλλος ευθύνεται για όσα συμβαίνουν, δεν ήξεραν ποιος ήταν. Ακόμη κι αν ήξεραν ποιος φταίει, ένιωθαν ότι δεν τα ακούει κανένας. Ήθελαν να ουρλιάξουν αλλά δε μπορούσαν, επειδή απαγορευόταν.
            Εγώ, το πραγματικό άγαλμα, είδα τους ανθρώπους να #μένουν_σπίτι και να είναι αμίλητοι.
Σε λίγες μέρες οι άνθρωποι θα βγουν απ’ τα σπίτια τους, όμως δεν ξέρουν τι ακριβώς έχει αλλάξει και ακόμη φοβούνται. Το μόνο τους μέλημα είναι να επιβιώσουν, αν έχουν δουλειά, αν έχουν μισθό, αν έχουν εργασιακά δικαιώματα. Το δελτίο των 18:00 δίνει εντολή να φορούν μάσκες για να σώσουν τη ζωή τους. Οι ίδιοι που έλεγαν πως οι μάσκες δεν είναι αναγκαίες, τώρα κερδοσκοπούν από την επιβεβλημένη χρήση τους. Έτσι οι άνθρωποι πειθαρχούν και τις αγοράζουν, διότι ψάχνουν έναν τρόπο να βοηθήσουν και να δώσουν νόημα στις πράξεις τους. Κρύβουν τα πρόσωπά τους και επιστρέφουν στην κανονικότητα. Ακόμη κι αν έχουν διάθεση να χαμογελάσουν , η μάσκα κρύβει το χαμόγελο.
            Εγώ, το πραγματικό άγαλμα, είδα τους ανθρώπους να #μένουν_ασφαλείς, και να είναι αγέλαστοι.
            Είναι άραγε πράγματι οι άνθρωποι σαν κι εμένα; Αγαλματάκια ακούνητα, αμίλητα και αγέλαστα; Όχι. Ήρθαν ορισμένοι άνθρωποι κι έβαλαν μάσκες σ’ εμάς, τα πραγματικά αγάλματα. Ήρθαν μέχρι εμάς, σε μία προσπάθεια να ακουστεί η φωνή τους και να μεταδοθεί το χαμόγελό τους μέσα από εμάς. Το χαμόγελο κάτω από τη μάσκα παραμένει χαμόγελο και είναι σημαντικό να συνεχίσει να υπάρχει, ακόμη κι αν η αφορμή του είμαστε εμείς, τα “μόνιμα αγάλματα” και τα καλυμμένα στόματα μας. Για πόσο καιρό μπορούν οι άνθρωποι να παριστάνουν τα αγάλματα; Για πόσο καιρό μπορούν να αντέξουν να μην εκφράζονται, να μην αγκαλιάζουν, να μην αισθάνονται;     Όσο κι αν άλλαξαν οι ζωές τους, όσο κι αν έχασαν δικούς τους ανθρώπους ή κομμάτια του εαυτού τους, οι άνθρωποι παραμένουν άνθρωποι και εμείς παραμένουμε τα αγάλματα. Αυτοί είναι που θα νοηματοδοτήσουν το αύριο, προσέχοντας και φροντίζοντας για τη δημόσια υγεία, αλλά χωρίς να απομονώνουν το σώμα τους. Μπορεί η δική μας η καρδιά να είναι λαξευμένη από μάρμαρο ή μπρούτζο, η ανθρώπινη όμως χτυπάει αρκετά δυνατά ώστε να επιφέρει δημιουργία, επικοινωνία, οργάνωση και αγώνα στο δρόμο. Ακόμη κι εμείς, τα πραγματικά αγάλματα, ξέρουμε πως οι άνθρωποι μπορούν να σπάσουν το φόβο και να στήσουν κοινότητες αντίστασης στην απομόνωση και την ντροπή.
            Το Κοινωνικό Μου Αποτύπωμα
Ομάδα Ψυχολογικής Ενδυνάμωσης

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί