Του Τάσου Παππά
Περίφημα τα πάει η κυβέρνηση. Αρχοντας ο πρωθυπουργός. Το λένε οι δημοσκοπήσεις, το φωνάζουν οι υπουργοί που βγαίνουν τρεις φορές την ημέρα στα κανάλια χωρίς αντίλογο, ανακοινώνοντας μέτρα που την επόμενη μέρα τα γειώνουν, αλλά ποιος νοιάζεται γι’ αυτό, το διατυμπανίζουν τα… ανεξάρτητα μέσα ενημέρωσης και κάποια περισπούδαστα βλίτα που σιτίζονται από το κράτος κι ας έχουν κάνει καριέρα πουλώντας αντικρατισμό. Κλίμα αποδοχής πρωτοφανές λοιπόν. Δεν έχει ματαγίνει; Δυο παραδείγματα, το ένα ακραίο και παλιό, το άλλο σχετικά συναφές και κοντινό.
● Στην ανοιχτή επιστολή του στον λαό της Ελλάδας στις 2 Νοεμβρίου 1940 που δημοσιεύτηκε σε όλες τις αθηναϊκές εφημερίδες ο φυλακισμένος γραμματέας του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης έγραφε ανάμεσα στ’ άλλα: «Στον πόλεμο αυτό που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά, όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις, δίχως καμιά επιφύλαξη». Ας αναμετρηθούμε με τα «αν».
Αν γίνονταν την εποχή εκείνη μετρήσεις ποιο αποτέλεσμα νομίζετε ότι θα έβγαζαν; Πλήρης υποστήριξη στην κυβέρνηση Μεταξά. Τι θα έκανε ο δικτάτορας; Θα το χρησιμοποιούσε προπαγανδιστικά για να δείξει ότι είναι ο κυρίαρχος με τη σύμφωνη γνώμη του λαού και των εσωτερικών εχθρών του. Θα πει κάποιος και δικαίως: μα, συγκρίνετε μια εκλεγμένη κυβέρνηση με μια δικτατορία; Οχι φυσικά. Ομως πόλεμο είχαμε το 1940, πόλεμο έχουμε το 2020 σύμφωνα με την Ελληνα πρωθυπουργό.
Δεν χρειάζεται πάντως να πάμε τόσο πίσω για να ανακαλύψουμε το προφανές. Οτι δηλαδή σε έκτακτες συνθήκες, όταν απειλείται το ύψιστο αγαθό, η ανθρώπινη ζωή, οι λαοί συσπειρώνονται γύρω από τις κυβερνήσεις τους, όποιες κι αν είναι αυτές, ακόμη κι αν έχουν καταλύσει τους δημοκρατικούς θεσμούς και έχουν στείλει στις φυλακές και στις εξορίες τους διαφωνούντες.
● Το 2015, μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου, τις οποίες κέρδισε ο ΣΥΡΙΖΑ, η δημοφιλία του Αλέξη Τσίπρα και η υπεροχή του κόμματός του έναντι της Δεξιάς «έπιαναν» εντυπωσιακά νούμερα. Και τότε πόλεμο είχαμε κατά κάποιον τρόπο, αφού παιζόταν η σχέση της χώρας με την Ευρώπη και ο φόβος για το αύριο ήταν διάχυτος. Στη δημοσκόπηση της Public Issue τον Φεβρουάριο, το 86% των ερωτηθέντων αισθάνονταν εθνικά υπερήφανοι, η δημοτικότητα του Τσίπρα ήταν στο 87%, αυξημένη κατά 42 ποσοστιαίες μονάδες, και ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρόθεση ψήφου συγκέντρωνε 48,5% έναντι 21,1% της Νέας Δημοκρατίας. Σε άλλη έρευνα του Πανεπιστημίου Μακεδονίας ο Αλ. Τσίπρας είχε 69,5% θετικές και πολύ θετικές γνώμες.
Ωστόσο, υπάρχουν ορισμένες σημαντικές διαφορές ανάμεσα στο τότε (2015) και στο τώρα (2020). Τότε η κυβέρνηση είχε απέναντί της τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, τα ευρωπαϊκά όργανα, το ΔΝΤ, τα ξένα δίκτυα ενημέρωσης, τα κόμματα της αντιπολίτευσης, σχεδόν όλα τα εγχώρια ΜΜΕ, ισχυρούς παράγοντες του κεφαλαίου, τους τραπεζίτες, τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας, εμπορικούς και επιστημονικούς συλλόγους, επιμελητήρια, δημάρχους, περιφερειάρχες, δεσποτάδες που μπορεί να προτιμούσαν το τουρκικό φακιόλι από την παπική τιάρα, αλλά δεν έλεγαν όχι στις κοινοτικές επιδοτήσεις.
Αποκαλούσαν τον Τσίπρα δραχμολάγνο, ευρωσκεπτικιστή και τον παρομοίαζαν με τον Κιμ Γιονγκ Ιλ, τον Τσαουσέσκου, τον Πολ Ποτ. Είχαν δημιουργήσει ατμόσφαιρα πανικού και σε μια έξαρση… ανιδιοτελούς πατριωτισμού παρότρυναν τους πολίτες να αποσύρουν τις καταθέσεις τους για να μην τις βρουν και τις λεηλατήσουν οι κατσαπλιάδες του αριστερισμού και του άθεου διεθνισμού. Σήμερα ο Κ. Μητσοτάκης έχει στο πλευρό του το μεγάλο κεφάλαιο που χρηματοδοτεί το κόμμα του, τον ΣΕΒ που έχει αναλάβει να εξωραΐσει τις επιλογές του, τους τραπεζίτες που τον ευγνωμονούν και σχεδόν όλα τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία τον αποθεώνουν, κουκουλώνουν τις αθλιότητες των υπουργών του, τις αρπαχτές των επιτηδείων συνοδοιπόρων του και έχουν φτάσει στο σημείο να τον συγκρίνουν με τον Μωυσή και τον Τσόρτσιλ.
Ανάγωγα
Κυριάκος Μητσοτάκης στην «Καθημερινή» (18-4-2020): «Η πολιτεία στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Εδωσε πολλά χρήματα κυρίως για να τονώσει την εργασία και το εισόδημα. Και το έκανε με τρόπο θα έλεγα –και μη σας αιφνιδιάσω εδώ– σχεδόν σοσιαλιστικό»! Είδατε τι κάνει η καραντίνα; Κακό πράγμα η κλεισούρα. Θολώνει το μυαλό. Να επιστρέψουμε γρήγορα στην κανονικότητα πριν αρχίσει να μας πετάει τσιτάτα του Μπακούνιν.