Οι επιστήμονες προειδοποιούν για το μέλλον
Μια εντυπωσιακή ακτινογραφία του τρόπου με τον οποίο η κυβέρνηση και το υπουργείο Υγείας διαχειρίσθηκε την υγιειονομική κρίση αποτυπώνεται σε μελέτη ελλήνων επιστημόνων, που μόλις δημοσιεύθηκε. Καταδεικνύει ότι το υπουργείο υγείας αρχικώς τουλάχιστον καθυστέρησε στη λήψη υγειονομικών μέτρων, ενώ οι επιλογές της κυβέρνησης, όπως η σύναψη συμβολαιακών σχέσεων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στο χώρο της υγείας ή οι προσλήψεις υγειονομικού προσωπικού με συμβάσεις ορισμένου χρόνου, εκτός άλλων , δεν ευνοούν την επιδημική θωράκιση της χώρας τους επόμενους μήνες.
Και βέβαια, η επιδημία της νόσου του νέου κορωναϊού (Covid-19) αποκαλύπτει με τον πλέον οδυνηρό τρόπο την έλλειψη επιδημικής ετοιμότητας στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας και τις χρόνιες ευαλωτότητες του εθνικού συστήματος υγείας στην Ελλάδα, προϊόντα αμφότερα της χρόνιας υποχρηματοδότησης και αποδιάρθωσής τους. Τις επισημάνσεις αυτές, υπογράφει, με τις αναλύσεις της , για την επιδημία covid-19, ομάδα επιστημόνων του Κέντρου Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΚΕΠΥ).
Όπως σημειώνουν με έμφαση ο Ηλίας Κονδύλης, Αναπληρωτής Καθηγητής Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στο ΑΠΘ και ο Αλέξης Μπένος, Καθηγητής Υγιεινής, Κοινωνικής Ιατρικής και Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στο Α.Π.Θ. , η επιδημία covid-19 δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ως μία έκτακτη κατάσταση ολίγων εβδομάδων, αντιθέτως απαιτεί μακρόπνοο σχεδιασμό, επαρκή χρηματοδότηση και οργάνωση.
Όλα αυτά περιλαμβάνονται στην έκθεση του ΚΕΠΥ, με τίτλο «Κριτική αποτίμηση της ετοιμότητας και των πολιτικών αντιμετώπισης της πανδημίας του νέου κορωναϊού SARS – CoV-2» (Απρίλιος 2020). Οι δυο καθηγητές Κονδύλης και Μπένος είναι συντονιστές της έκθεσης και μέλη της ερευνητικής ομάδας του Εργαστηρίου Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, Γενικής Ιατρικής και Έρευνας Υπηρεσιών Υγείας, Τμήμα Ιατρικής Α.Π.Θ. ( Ιωάννης Παντουλάρης – MD, Ευθυμία Μακρίδου – PhD, Arianna Rotulo – PhDc, Στέργιος Σερέτης – PhD) που συγκέντρωσε στοιχεία για την επιδημία Covid-19 , και με βάση την διεθνή και ελληνική εμπειρία, κατέληξε σε κάποια συμπεράσματα.
Είναι ενδιαφέρον ότι μεταξύ άλλων εστιάζουν σε δυο σημεία που πέρα από την αδυναμία εκτίμησης του βάθους της επιδημικής κρίσης από πλευράς Υπουργείου Υγείας στη χώρα μας, αποκαλύπτουν έναν τρόπο διαχείρισης της κρίσης που, κατά την ερευνητική ομάδα, δεν αποτελεί βιώσιμη λύση για την μεσο- και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της πανδημίας. Αφ΄ενός επισημαίνεται ο εμπροσθοβαρής και με ιδιαίτερη επιμέλεια σχεδιασμός του Υπουργείου Υγείας, έτσι όπως αυτός ξεδιπλώθηκε εν μέσω υγειονομικής διαχείρισης της επιδημικής κρίσης στην Ελλάδα, για τη σύναψη συμβολαιακών σχέσεων μεταξύ ιδιωτικού και δημόσιου τομέα στο χώρο της υγείας. Αφ΄ετέρου δίνεται έμφαση στην κυβερνητική επιλογή να προσληφθεί υγειονομικό προσωπικό εν μέσω πανδημίας με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (4μηνες για τους εργαζόμενους στον ΕΟΔΥ, 3μηνες για τους εργαζόμενους στις Κινητές Μονάδες Υγείας και 2ετείς για τους νεοπροσληφθέντες στο ΕΣΥ).
Οι ερευνητές εντοπίζουν τα επικίνδυνα κενά ως προς τα υγειονομικά μέτρα προετοιμασίας του συστήματος υγείας, το οποίο «κατά κοινή ομολογία ήταν απροετοίμαστο για την αντιμετώπιση μίας τέτοιας απειλής δημόσιας υγείας λόγω της χρόνιας υποχρηματοδότησής και αποδυνάμωσής του σε υποδομές και προσωπικό».
Κάνουν τρεις κομβικές παρατηρήσεις:
-η κυβέρνηση άρχισε να λαμβάνει μέτρα αρχής γενομένης στις 25 Φεβρουαρίου με την 1η (εκ των τεσσάρων συνολικά που εξέδωσε έως τις 30 Μαρτίου) Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ), μία μέρα δηλαδή πριν από την επιβεβαίωση του πρώτου κρούσματος στη χώρα.
-παρά το γεγονός ότι ο Π.Ο.Υ. είχε ήδη χαρακτηρίσει από τις 30 Ιανουαρίου την επιδημία covid-19 ως παγκόσμια απειλή για τη δημόσια υγεία, το Υπουργείο Υγείας άρχισε να προμηθεύεται διά απευθείας αναθέσεων υγειονομικό υλικό (μέσα ατομικής προστασίας, φάρμακα και αναπνευστήρες) στα τέλη Φεβρουαρίου, όταν πλέον στην παγκόσμια αγορά η ζήτηση για τέτοια προϊόντα είχε ήδη εκτιναχθεί.
-έως τις 12 Απριλίου το 66% της συνολικής χρηματοδότησης για αγορά ιατροτεχνολογικού εξοπλισμού και υγειονομικού υλικού για το ΕΣΥ προερχόταν από δωρητές . Ο τρόπος αυτός χρηματοδότησης του ΕΣΥ μέσω δωρεών κρίνεται ως μη βιώσιμος για την μεσο- και μακροπρόθεσμη αντιμετώπιση της επιδημίας covid-19.
Εκφράζουν την ανησυχία τους λόγω της εμφανούς, όπως σημειώνουν, υποτίμησης από πλευράς Υπουργείου Υγείας της ανάγκης κατεπείγουσας ενίσχυσής και προστασίας του υγειονομικού προσωπικού καθώς και του χρονικού βάθους της επιδημικής κρίσης covid-19 στην Ελλάδα.
Ενδεικτικά αναφέρεται ότι:
- οι πρώτες 2.000 προσλήψεις υγειονομικών ΕΣΥ ανακοινώθηκαν μόλις την 15η μέρα από την έναρξη της επιδημίας
- ο ΕΟΔΥ ενισχύθηκε τις πρώτες κρίσιμες μέρες με μόλις 30 εργαζόμενους, γεγονός προφανώς το οποίο συνδέεται με την πρόωρη εγκατάλειψη της πολιτικής μαζικής ανίχνευσης και ιχνηλάτησης κρουσμάτων στην Ελλάδα, αλλά και «την πλημμελή συλλογή και καταγραφή επιδημιολογικών δεδομένων για την εξέλιξη της επιδημίας covid-19 στη χώρα μας».
-έως τις 12 Απριλίου καταγράφηκαν 138 κρούσματα covid-19 σε υγειονομικούς (6.5% του συνολικού αριθμού των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων στη χώρα), με το 51.5% των κρουσμάτων να εντοπίζονται σε νοσοκομεία του ΕΣΥ στην Αττική και το 30% σε νοσοκομεία της Κεντρικής Μακεδονίας (Καστοριά) και της Δυτικής Πελλοπονήσου (Πάτρα).
- σχεδόν το 42% της εγκεκριμένης δαπάνης του Υπουργείου Υγείας για την αντιμετώπιση των υγειονομικών επιπτώσεων της επιδημίας κατευθύνεται στον ιδιωτικό – κερδοσκοπικό τομέα υγείας με όρους πολλαπλάσιου κόστους για τα ασφαλιστικά ταμεία και τον κρατικό προϋπολογισμό . «Η εγκατάλειψη της πολιτικής σύναψης συμβολαίων με το ιδιωτικό τομέα υγείας (πόσο δε μάλλον σε συνθήκες κατεπείγουσας, αδιαφανούς διαχείρισης τους) και η επίταξη των υποδομών του, με ένταξή τους στον κεντρικό σχεδιασμό του Υπουργείου Υγείας αποτελεί την μόνη ρεαλιστική λύση για την άμεση και μελλοντική αντιμετώπιση των υγειονομικών επιπτώσεων της επιδημίας», αναφέρουν.
Η ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ τονίζει αναφορικά με την Ελλάδα ότι η επιτυχής επιβράδυνση του πρώτου επιδημικού κύματος covid-19, έδωσε χρόνο ο οποίος όφειλε να είχε χρησιμοποιηθεί για τη θωράκιση και ενίσχυση των παραπάνω υπηρεσιών. Και προειδοποιεί : «Δεδομένων των κατά πάσα πιθανότητα χαμηλών ποσοστών ανοσίας του γενικού πληθυσμού, ως αποτέλεσμα των οριζόντιων περιοριστικών μέτρων, υψηλός είναι ο κίνδυνος τοπικών αναζωπυρώσεων ή και άλλων επιδημικών κυμάτων, μετά την άρση του lockdown και εντός των επόμενων μηνών ή και έτους».
Οι ερευνητές θέτουν ως επιτακτική την ανάγκη για τη σύσταση μόνιμου μηχανισμού επιδημιολογικής επιτήρησης και δειγματοληπτικής παρακολούθησης της επιδημίας σε πραγματικό χρόνο. Επισημαίνουν ότι η επάρκεια ανθρώπινου δυναμικού και διαγνωστικών μέσων στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας και η ολόπλευρη θωράκιση της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και των νοσοκομειακών υποδομών του ΕΣΥ αποτελούν αναγκαίες προϋποθέσεις για την αντιμετώπιση της επιδημικής κρίσης την επόμενη περίοδο.
Επίσης, έχοντας επισημάνει το ζήτημα των δωρεών , θεωρούν ότι η διεύρυνση της φορολογικής βάσης – μέσω της αντιμετώπισης της φοροαποφυγής και της κατάργησης των φοροαπαλλαγών μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων μεταξύ των οποίων και αυτές των δωρητών – και η αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης του ΕΣΥ αποτελεί την μόνη βιώσιμη εναλλακτική λύση για την ουσιαστική ενίσχυση της επιδημικής ετοιμότητας του συστήματος υγείας σε μεσο- και μακροπρόθεσμη βάση.
Παράλληλα, κρίνουν ότι η πρόσληψη όλου του αναγκαίου προσωπικού στις υπηρεσίες δημόσιας υγείας και το ΕΣΥ με μόνιμη εργασιακή σχέση, αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση για την ασφαλή έξοδο από το lockdown και την επιδημική θωράκιση της χώρας τους επόμενους μήνες.
Σημείωση: τα επιβεβαιωμένα κρούσματα είναι συνάρτηση του αριθμού των διαγνωστικών τέστ και ως εκ τούτου δεν εκφράζουν την πραγματική διασπορά της νόσου στον πληθυσμό | Πηγή: επεξεργασία συγγραφέων βάσει συνόλου δελτίου τύπων και ημερήσιων δελτίων επιδημιολογικής επιτήρησης ΕΟΔΥ (26 Φεβ έως 12 Απρ 2020)
Δείτε ολόκληρη την έκθεση ΕΔΩ