Την κατάφωρη αδικία της Διοίκησης του Ε.Φ.Κ.Α. εις βάρος των μεταταχθέντων υπαλλήλων του φορέα, θέτει υπόψιν του αρμοδίου Υπουργού με κοινοβουλευτική του παρέμβαση, ο βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ Ηρακλείου Σωκράτης Βαρδάκης.
Η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ επιχείρησε να παρέχει κίνητρα μισθολογικής αναβάθμισης στους υπαλλήλους του Δημοσίου, οι οποίοι επέλεξαν να σπουδάσουν παράλληλα με την εργασία τους, με σκοπό να βελτιώσουν τις υπηρεσιακές τους ικανότητες, νομοθετώντας στην κατεύθυνση της αναγνώρισης προϋπηρεσίας συγκεκριμένες διατάξεις, και ειδικότερα το άρθρο 44 του ν.4569/18, καθώς και το άρθρο 63 του ν.4587/18, που συμπλήρωσαν το άρθρο 25 του ν.4354/15.
Σύμφωνα με αυτές τις διατάξεις, κατά την μισθολογική κατάταξη των υπαλλήλων που μετατάσσονται από κατώτερη σε ανώτερη κατηγορία εκπαίδευσης, λαμβάνεται υπόψη το σύνολο της υπηρεσίας που είχε διανυθεί και λαμβανόταν υπόψη για τη μισθολογική κατάταξη και εξέλιξη στα μισθολογικά κλιμάκια της κατώτερης εκπαιδευτικής βαθμίδας.
H Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α., κατά παράβαση της κείμενης νομοθεσίας, κατέταξε τους ήδη μεταταχθέντες υπαλλήλους σε Μισθολογικά Κλιμάκια, τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2019, χωρίς να αναγνωρίζεται ο διανυθείς χρόνος υπηρεσίας στην κατώτερη κατηγορία, εφαρμόζοντας-γενικεύοντας την πράξη 151 του Κλιμακίου του Ελεγκτικού Συνεδρίου επί συγκεκριμένου χρηματικού εντάλματος μιας υπαλλήλου. Με την πρακτική αυτή αφενός οδήγησε τους υπαλλήλους του Ε.Φ.Κ.Α. που επιχειρούν μετάταξη σε ανώτερη κατηγορία σε μισθολογική υποβάθμιση (απώλεια 1-10 κλιμακίων), αφετέρου αναγνώρισε την αρμοδιότητα στο κατώτερης βαθμίδας Κλιμάκιο του Ελεγκτικού Συνεδρίου να αποφαίνεται επί της συνταγματικότητας ή μη των νόμων.
Σήμερα οι θιγόμενοι υπάλληλοι του Ε.Φ.Κ.Α. έχουν προσφύγει στα αρμόδια διοικητικά πρωτοδικεία κατά των ατομικών πράξεων κατάταξης, αναλαμβάνοντας ένα επιπλέον δυσβάστακτο οικονομικό κόστος, ενώ όσον αφορά το Ελεγκτικό Συνέδριο, το Τμήμα στο οποίο παραπέμφθηκε η υπόθεση μετά το Κλιμάκιο, παρέπεμψε το θέμα στην Ολομέλεια.
Εδώ πρέπει να επισημανθεί ότι για να παρακαμφθεί η κείμενη νομοθεσία επιβάλλεται να υφίσταται νομολογία αρμοδίων δικαστηρίων που να την προσβάλλει. Εν προκειμένω όμως, σύμφωνα και με το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αποφάνθηκε επί της υπόθεσης C363-11, το Ελεγκτικό Συνέδριο, κατά την άσκηση των ελεγκτικών του καθηκόντων, ή όταν αποφαίνεται επί υποθέσεων που άπτονται των καθηκόντων αυτών ή/και που κάποιος εκ των διαδίκων είναι όργανα του ίδιου του ΕλΣυν, δεν λειτουργεί ως δικαστήριο κατά την έννοια του άρθρου 267 ΣΛΕΕ, και συνεπώς δεν έχει δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Αυτό σημαίνει ότι οι επικαλούμενες από την Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α. πράξεις του ΕλΣυν ή μελλοντικές σχετικές τοποθετήσεις του (ακόμα και σε επίπεδο της Ολομέλειας αυτού), δεν έχουν την ισχύ δεδικασμένου, δεν παράγουν νομολογία, και συνεπώς η κείμενη νομοθεσία παραμένει ισχυρή και επιβάλλεται να εφαρμοστεί από την Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α.
Σήμερα σε ολόκληρο το Δημόσιο Τομέα, πλην Ε.Φ.Κ.Α., εφαρμόζεται ο ν. 4569/2018, αναγνωρίζοντας τη διανυθείσα προϋπηρεσία στην κατώτερη κατηγορία, ενώ έχουν κατατεθεί περισσότερες από 120 προσφυγές στα διοικητικά πρωτοδικεία, από υπαλλήλους του Ε.Φ.Κ.Α., στους οποίους δεν αναγνωρίστηκε η προϋπηρεσία κατά τις μετατάξεις σε ανώτερη κατηγορία.
Ο κ. Βαρδάκης υποστηρίζει στην ερώτησή του, ότι δεν είναι δυνατόν να υπάρχουν μισθολογικά υπάλληλοι διαφορετικών ταχυτήτων στον ευρύτερο και στενό δημόσιο τομέα, ενώ το άρθρο 44 του ν.4569/18 παραμένει ισχυρό, και επιβάλλεται να εφαρμοστεί από την Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α., προς αποκατάσταση της νομιμότητας και της χρηστής διοίκησης.
Τέλος, ζητά από τον αρμόδιο Υπουργό Εργασίας και ….. να απαντήσει γιατί η Διοίκηση του Ε.Φ.Κ.Α. επέλεξε να παραβιάσει την νομοθεσία, εις βάρος των μεταταχθέντων υπαλλήλων του φορέα, και να προσβάλλει τα κίνητρα που θέσπισε ο νομοθέτης για την προαγωγή της αξίας της δια βίου μάθησης. Επίσης, ζητά να ενημερωθεί, για τις ενέργειες στις οποίες προτίθεται να προβεί ώστε να εφαρμοστούν στον Ε.Φ.Κ.Α. οι ισχύοντες νόμοι περί μισθολογικής κατάταξης των μετατασσόμενων σε ανώτερη κατηγορία υπαλλήλων, όπως αυτοί τροποποιήθηκαν από τον νομοθέτη, και να αποκατασταθούν η νομιμότητα και η χρηστή διοίκηση.