Με εκτενές άρθρο του στη χθεσινή «Καθημερινή», ο καθηγητής Νίκος Αλιβιζάτος έδωσε μια πειστική απάντηση σε όσα ανέπτυξε κατά την αγόρευσή της στη δίκη της Χρυσής Αυγής η εισαγγελέας Αδαμαντία Οικονόμου. Στην αγόρευση αυτή, η εισαγγελέας είχε αναφερθεί και στην κατάθεση του καθηγητή, οπότε ο ίδιος θεωρεί ότι δικαιούται να σχολιάσει τα επιχειρήματά της, σύμφωνα με την Εφημερίδα των Συντακτών.
Ο κ. Αλιβιζάτος αναλύει για ποιο λόγο είναι λανθασμένη η εκτίμηση της εισαγγελέως ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι εγκληματική οργάνωση και εξηγεί ότι «η Χρυσή Αυγή διώκεται για μια σειρά από άλλες, πολύ σοβαρότερες αξιόποινες πράξεις, μεταξύ των οποίων μια ομολογημένη εν ψυχρώ δολοφονία, για πράξεις οι οποίες συνδέονται άρρηκτα με την ιδεολογία της».
Στη συνέχεια, αναφέρεται στα επίσημα κείμενα και τις ομιλίες των στελεχών και, προπάντων, του αρχηγού της Χρυσής Αυγής, τα οποία «αποτελούν ατράνταχτη ομολογία ότι το κόμμα χρησιμοποιείται ως πρόσχημα. Οτι δηλαδή λειτουργεί ως πέπλο για να συγκαλύψει την αληθινή φύση της οργάνωσης. […] Διερωτάται κανείς ποιο άλλο κόμμα οργανώνει summer camps με αναρριχήσεις ενόπλων και ασκήσεις με πραγματικά πυρά· ποιο άλλο πραγματοποιεί παρελάσεις των μελών και οπαδών του με ομοιόμορφες στολές και βηματισμό χήνας; Κοντολογίς, η Χρυσή Αυγή είναι “οργάνωση” με τη στενή έννοια του όρου, χαρακτηριστικό γνώρισμα της οποίας είναι η στρατιωτική δομή και πειθαρχία».
Οπως εξηγεί ο κ. Αλιβιζάτος, «για τον χαρακτηρισμό μιας οργάνωσης ως εγκληματικής και, κατ’ επέκταση, για την καταδίκη της συμμετοχής σε αυτήν, σύμφωνα με το άρθρο 187 ΠΚ, δεν χρειάζεται να αποδειχθεί ότι τα συγκεκριμένα εγκλήματα διαπράχθηκαν κατόπιν άνωθεν εντολής. Αρκεί η απόδειξη της ενεργού και συνειδητής συμμετοχής σε αυτήν των κατηγορουμένων. Αναφερόμενη στη μαρτυρική κατάθεσή μου, η κ. εισαγγελέας αγνόησε επιδεικτικά τα ανωτέρω, που αποτελούν και τη ratio του άρθρου 187».
Το συμπέρασμα του άρθρου είναι ότι «με τη δίκη αυτή η ελληνική δικαιοσύνη καταξιώθηκε στα μάτια και των πιο κυνικών και των πιο αδιάφορων. Θα ήταν κρίμα η εντύπωση αυτή να διαλυθεί, αν γινόταν δεκτή μια τόσο εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου».