Μια ενδιαφέρουσα δικαστική υπόθεση φαίνεται πως απασχολεί την κοινή γνώμη των Παρισίων τον Γενάρη του 1931. Το ερώτημα που διχάζει την κοινή γνώμη είναι αν ο παιδαγωγός έχει το δικαίωμα να αποκαλύπτει την αλήθεια στους μικρούς μαθητές του για το κάθε τι. Αν μπορεί ο δάσκαλος να τους παρουσιάζει γυμνή την πραγματικότητα. Αν στρέχει να αποδεικνύει πως όλοι οι ωραίοι μύθοi που κληρονομεί η μια γενιά από την άλλη για χάρη των παιδιών, είναι απλώς και μόνο μύθοι.
Την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα θα δώσει μια δίκη που δεν έγινε ποτέ, καθώς την τελευταία στιγμή οι αντίδικοι συμφιλιώθηκαν. Παρά την ματαίωση της όμως, οι συζητήσεις γύρω από το θέμα όχι μόνο δεν θα κοπάσουν αλλά το σπουδαίο αυτό ζήτημα θα ταξιδέψει πέρα από τον Ατλαντικό, προκαλώντας το ζωηρό ενδιαφέρον του αμερικάνικου τύπου που θα αφιερώσει στήλες επί στηλών φιλοξενώντας τις γνώμες των ειδικών.
Το ιστορικό της υπόθεσης
Ένας Παριζιάνος πατέρας, ο τραπεζίτης Ντομπραί, καταγγέλλει τον καθηγητή μαθηματικών του επταετούς γιου του πως απέδειξε στον μικρό την ανυπαρξία του μπάρμπα Νοέλ. Του Γάλλου, σαν να λέμε, Άγιου Βασίλη που, όπως ο θρύλος παραδέχεται κάθε χρόνο, την παραμονή των Χριστουγέννων κατεβαίνει στη γη και, μόλις χτυπήσει μεσάνυχτα, φέρνει βόλτα όλα τα σπίτια και μοιράζει στα παιδάκια τα δώρα που τους έφερε. Προϋπόθεση ίσως να είναι φρόνιμα, υπάκουα και να δείχνουν επιμέλεια στα μαθήματά τους. Κάθε χρόνο λοιπόν, την παραμονή των Χριστουγέννων, τα παιδάκια, προτού κοιμηθούν, βάζουν το δεξί τους παπουτσάκι δίπλα στο τζάκι – απ’ όπου μπαίνει στο σπίτι ο μπάρμπα Νοέλ – και μόλις ανοίξουν το άλλο πρωί τα ματάκια τους, τρέχουν με λαχτάρα να δουν τι τους έφερε ο Άγιος. Περιττό να προστεθεί ως πληροφορία ότι οι μητέρες και οι πατέρες είναι αυτοί που στην πραγματικότητα φροντίζουν πάντοτε κάτι να βρεθεί στα παπουτσάκια προς απερίγραπτη χαρά και κατάπληξη των μικρών. Την ωραία αυτή γιορτή συνοδεύουν διάφορα χριστουγεννιάτικα παραμύθια που διηγούνται οι γονείς στα παιδιά και πάντα έχουν ήρωα τον μπάρμπα Νοέλ. Πώς συγκεντρώνει στον ουρανό τα παιχνίδια, πώς τα φορτώνεται και πώς περπατάει στα σκοτεινά, για να μη χάσει τον καλό δρόμο που οδηγεί από τον παράδεισο στη γη. Τέλος, πώς μαθαίνει από πριν ποιο παιδί είναι καλό και ποιο είναι άτακτο.
Όλα τα ωραία λοιπόν αυτά πράγματα, ο καθηγητής του μικρού Ντομπραί είπε στους μαθητές του ότι είναι αρλούμπες. Ότι δεν υπάρχει κάνεις Μπάρμπα Νοέλ και ότι τα δώρα έρχονται όχι από τον ουρανό αλλά από τα καταστήματα. Η αποκάλυψη της αλήθειας εξόργισε τον τραπεζίτη, ο οποίος, στην αγωγή που κίνησε εναντίον του παιδαγωγού, ισχυρίστηκε πως αυτός, ως πατέρας, δεν παραδέχεται την παιδαγωγική αυτή τακτική και ότι ο καθηγητής δεν είχε κανένα δικαίωμα να θίξει ζητήματα εξερχόμενα της αρμοδιότητάς του. Όφειλε, κατά την γνώμη του πατέρα, να περιοριστεί απλώς και μόνο στη διδασκαλία των Μαθηματικών που του είχε ανατεθεί και ότι, εν πάση περιπτώσει, «εγώ, ο Γάλλος πολίτης Ντομπραί – καταλήγει η αγωγή – όφειλα να ερωτηθώ αν δέχομαι να καταστραφεί από τώρα η παιδική αθωότητα του επταετούς υιού μου. Είμαι, άλλωστε, της γνώμης ότι οι μύθοι συντελούν κατά πολύ στην γενική ηθική ανάπτυξη των παιδιών, που δεν πρέπει για κανένα λόγο να πληροφορούνται από τόσο νωρίς την αλήθεια, οπότε καταστρέφεται η πίστη τους».
Για να σταθούν η καταγγελία και η αγωγή, ο τραπεζίτης ζήτησε να καταδικαστεί ο καθηγητής σε πρόστιμο δέκα χιλιάδων φράγκων, με τη ρητή δήλωση ότι το ποσό αυτό θα δοθεί σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα του Παρισιού, από εκείνα που φροντίζουν αποκλειστικά για τα παιδιά. Η δίκη αυτή έχει κινήσει το παγκόσμιο ενδιαφέρον και δεν έμεινε Ευρωπαίος ή Αμερικανός, διανοούμενος ή παιδαγωγός, που να μην εκθέσει δημόσια τη γνώμη του. Έμενε μόνο να ακουστεί η γνώμη της Θέμιδος.
Όμως η δίκη τελευταία στιγμή ματαιώνεται. Κοινοί φίλοι του τραπεζίτη και του καθηγητή μεσολάβησαν και έπεισαν τον πατέρα να μην καταφύγει στα δικαστήρια αλλά να δεχτεί τη φιλική απόφαση που θα έβγαζαν οι ορισθέντες διαιτητές, δηλαδή ο δικηγόρος Σαρλ Ντενίς για τον πατέρα και ο δικηγόρος Μπερναντό για τον καθηγητή.
Τη μέρα που έχει οριστεί για την διαιτησία, ο καθηγητής αποστέλλει προς τον πατέρα μια μακροσκελέστατη επιστολή, γεμάτη από υψηλότατες και ευγενέστατες διατυπώσεις, στην οποία εκφράζει τη θλίψη του διότι παρασύρθηκε από την αυστηρά επιστημονική του μόρφωση, καταστρέφοντας έτσι το πνεύμα των μικρών μαθητών του και τον τόσο χαριτωμένο μύθο του μπάρμπα Νοέλ. Συγχρόνως, με πολύ ιπποτισμό, του δηλώνει ότι είναι πρόθυμος να προβεί και σε υλική αποζημίωση ανάλογη με τα μέτρια εισοδήματά του.
Οι διαιτητές, αφού λαμβάνουν γνώση της επιστολής αυτής, ορίζουν το ποσό της αποζημίωσης το οποίο θα καταβάλει ο καθηγητής προς τον πατέρα για ψυχική οδύνη σε πεντακόσια μόνο φράγκα. Μόλις αναγγέλλεται στο τραπέζι η απόφαση αυτή, ο Ντομπραί, με γενναιοδωρία νικητή, σπεύδει να δηλώσει ότι στα λύτρα του αντιπάλου του προσθέτει και αυτός τριπλάσιο ποσό. Οι δύο διαιτητές, στους οποίους μετριούνται τα δύο χιλιάδες φράγκα, εξουσιοδοτούνται από τους αντίδικους να τα δώσουν σε μία φτωχή, πολυμελή οικογένεια, άξια κάθε υποστήριξης, της οποίας ο πατέρας είχε τραυματιστεί την παραμονή των Χριστουγέννων από κάποιο αυτοκινητιστικό δυστύχημα.
Αυτό ήταν το τέλος της δικαστικής περιπέτειας του μπάρμπα Νοέλ. Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, τα πνεύματα είναι τόσο εξημμένα που σε τρία πανεπιστήμια και σε πέντε θεολογικές σχολές έχει απαγορευτεί εντελώς σε φοιτητές και καθηγητές οποιαδήποτε σχετική συζήτηση.