Του Αλέκου Α. Ανδρικάκη
andrikakisalekos@gmail.com
Το μέγαρο της νομαρχίας (νυν περιφέρειας) του Ηρακλείου κατασκευάστηκε από… πέτρες του ανακτόρου της Κνωσού, τη δεκαετία του 1880. Το σπουδαιότερο αρχαιολογικό εύρημα του 19ου αιώνα στην Κρήτη, η Μεγάλη Επιγραφή (ή οι Νόμοι της Γόρτυνας), που βρέθηκε το 1884 από τον Ιταλό επιγραφολόγο Φεντερίκο Άλμπερ, γλίτωσε την τελευταία στιγμή, αφού προορίζονταν για το χτίσιμο… ελαιουργείου!
Στην πραγματικότητα, οι αρχαιολόγοι που άρχισαν να ανασκάπτουν την κρητική γη στα 1884, ξεκινώντας από το Ιδαίο Άντρο, στον Ψηλορείτη, και τη Γόρτυνα, είχαν να δώσουν μάχες με την αμάθεια των χωρικών αλλά και τους «ευγενείς» Ευρωπαίους αρχαιοκάπηλους που τουλάχιστον για δύο αιώνες λυμαίνονταν την αρχαία κληρονομιά του νησιού.
Οι αρχαιολογικές έρευνες, στον Ψηλορείτη και τη Γόρτυνα, στα 1884, ήταν αληθινά ένας πόλεμος! Από τη μια οι χωρικοί, αμαθείς ή πονηρεμένοι, είτε επειδή ήθελαν να υπερασπιστούν τις περιουσίες τους είτε επειδή ήθελαν οι ίδιοι να κερδίσουν πολλά πουλώντας τα αρχαία αντικείμενα στους διεθνείς αρχαιοκάπηλους που περιτριγύριζαν το νησί, προσπάθησαν να εμποδίσουν τις ανασκαφές.
Στο Ιδαίο Άντρο, στον τόπο που κατά τη μυθολογία οι Κουρήτες έκρυψαν τον νεογέννητο Δία, είχαν ήδη πρόσβαση κάτοικοι των Ανωγείων που είχαν ξεκινήσει τις αγοραπωλησίες των αναθημάτων και άλλων αντικειμένων. Και χρειάστηκε ακόμη και η επέμβαση του στρατού για να προφυλαχθεί το πλήρες σπουδαίων αντικειμένων σπήλαιο. Ή χρειάστηκε να επιστρατευθεί από τον Φιλεκπαιδευτικό του Ηρακλείου, τον μόνο φορέα που πραγματικά προσπάθησε να περισώσει εκείνη την εποχή την αρχαία κρητική κληρονομιά, ο Ανωγειανός καθηγητής Γ. Αεράκης προκειμένου να πείσει τους συγχωριανούς του απ’ τη μια να μην εμποδίζουν τις έρευνες κι από την άλλη να παραδώσουν στο Σύλλογο κι όχι στους ξένους αρχαιοκάπηλους τα αντικείμενα που είχαν ήδη στην κατοχή τους. Να τα πουλήσουν, για την ακρίβεια, και μάλιστα αντί μεγάλης αμοιβής, που έφτανε σχεδόν το ύψος του ποσού που δαπανήθηκε στην ανασκαφική εργασία στο σπήλαιο του Δία!
Ο πρόεδρος του Συλλόγου, ο γιατρός και αρχαιολόγος Ιωσήφ Χατζιδάκης στη λογοδοσία του, τον Μάιο του 1886, ανέφερε ότι στους Ανωγειανούς πληρώθηκαν 8.531 γρόσια προκειμένου να εξαγοραστούν τα αντικείμενα, ενώ όλη η ανασκαφή εκείνη την περίοδο κόστισε 9.963 γρόσια! Και μάλιστα δεν εξαγοράστηκαν όλα, αφού πολλά πουλήθηκαν σε ξένους «ευγενείς» για να μεταφερθούν στη συνέχεια στην Ευρώπη, σε μουσεία ή ιδιωτικές συλλογές…
Αντίστοιχες περιπέτειες έζησαν οι αρχαιολόγοι στη Γόρτυνα. Ο Φεντερίκο Άλμπερ, ο ανασκαφέας της περιοχής, αλλά και ο Ιωσήφ Χατζιδάκης χρειάστηκε να προσπαθήσουν πολύ. Ο Άλμπερ μάλιστα πρόλαβε την τελευταία στιγμή κι έσωσε τη Μεγάλη Επιγραφή, πριν γίνει υλικό για ελαιουργείο! Ήδη όμως κάποια πρώτα τμήματά της είχαν εντοπιστεί να αποτελούν την τοιχοποιία σε σπίτια της περιοχής…
Οι περιγραφές του Χατζιδάκη και τα σχέδια του Άλμπερ
Ακριβείς περιγραφές των πρώτων ανασκαφών στην Κρήτη, αλλά και των προσπαθειών απ’ τη μια να πειστούν οι χωρικοί που κατείχαν τη γη να επιτρέψουν τις εργασίες κι απ’ την άλλη να μείνουν μακριά οι διεθνείς αρχαιοκάπηλοι, μας δίνει ο πρόεδρος του Φιλεκπαιδευτικού Συλλόγου Ηρακλείου, που είχε ιδρυθεί την ίδια εποχή, ο γιατρός και αρχαιολόγος Ιωσήφ Χατζηδάκης. Είναι ο παράγοντας εκείνος που μάλλον είχε τον πρώτο λόγο, ειδικά στην περίοδο της Κρητικής Πολιτείας, όχι μόνο στο προσκήνιο, ως έφορος αρχαιοτήτων, αλλά και στο παρασκήνιο, για την ανάθεση των εργασιών των ανασκαφών.
Από τη λογοδοσία του ως προέδρου του Φιλεκπαιδευτικού, τον Μάιο του 1886, όσο και από τις αναφορές του στο έργο του «Ιστορία του Κρητικού Μουσείου και των αρχαιολογικών ερευνών εν Κρήτη», που κυκλοφόρησε το 1931, αντλούμε πολύτιμα στοιχεία για την αγωνία των αρχαιολόγων να σωθούν από τις λεηλασίες τα στοιχεία του πολιτισμού της Κρήτης. Γιατί, μπορεί να μην είχε πατήσει στην Κρήτη πόδι αρχαιολόγου για 2 δύο αιώνες, όπως γράφει ο Χατζιδάκης, αλλά η δράση των διεθνών, κυρίως, αρχαιοκαπήλων ήταν εντατική με τεράστιες απώλειες για τον αρχαιολογικό πλούτο του νησιού.
Ο Χατζιδάκης στη λογοδοσία του Μαΐου του 1886 στον Φιλεκπαιδευτικό, που δημοσιεύτηκε στην ηρακλειώτικη εφημερίδα «Μίνως» στις 31 Μαΐου εκείνης της χρονιάς, καταγράφει και τις συγκυρίες που βοήθησαν να ξεκινήσουν οι οργανωμένες ανασκαφές. Πρώτα στο Ιδαίο Άντρο, στον Ψηλορείτη, και στη συνέχεια στη Γόρτυνα. Και στις δύο περιπτώσεις ο αρχαιολόγος που παρενέβη ήταν ο Ιταλός επιγραφολόγος Φεντερίκο Άλμπερ, ο άνθρωπος που έφερε εκείνη την εποχή στο φως τη μεγάλη επιγραφή της Γόρτυνας. Στην πρώτη μαζί με τον Γερμανό Ερνέστο Φαβρίκιο, που βρισκόταν στην Κρήτη από το 1883.
Στη συνέχεια παρουσιάζουμε τις περιγραφές του Χατζιδάκη και την πρώτη φωτογραφία από την επιγραφή της Γόρτυνας, που δημοσίευσε σε ιταλική αρχαιολογικό περιοδικό ο Άλμπερ και μάλλον τράβηξε ο ίδιος.
Την ιστορία στο Ιδαίο Άντρο θα την παρουσιάσουμε σε άλλη ανάρτηση.
Η μεγάλη επιγραφή της Γόρτυνας
Μεγάλη«μάχη» έδωσαν οι αρχαιολόγοι και για τη διάσωση της μεγάλης επιγραφής της Γόρτυνας. Ο Χατζιδάκης, στηριζόμενος στις αφηγήσεις του φίλου του Φεντερίκο Άλμπερ (Χάλμπερ όπως τον έγραφε στη λογοδοσία) παρουσιάζει τις λεπτομέρειες της διάσωσης της πιο σπουδαίας αρχαιολογικής ανακάλυψης στην Κρήτη κατά τον 19ο αιώνα. Η επιγραφή λίγο έλειψε να καταντήσει υλικά ελαιοτριβείου! Ο Άλμπερ, μάλιστα, είχε ήδη εντοπίσει τμήματα της επιγραφής σε τοίχο σπιτιού στην περιοχή!
Αυτή είναι η πρώτη φωτογραφία της Γόρτυνας, πιθανώς τραβηγμένη από τον ίδιο τον Άλμπερ, που φωτογράφιζε τα έργα του Museo italiano di antichità classica (1884/85) (Πανεπιστημιακή Βιβλιοθήκη Χαϊδελβέργης)
Γράφει, μεταξύ άλλων στο έργο του «Ιστορία του Κρητικού Μουσείου και των αρχαιολογικών ερευνών εν Κρήτη»:
«Εις την Μεσαράν μεταξύ των χωρίων Άγιοι Δέκα και Μητρόπολις, και πολύ πλησίον των ερειπίων του Βυζαντινού ναού του Αποστόλου Τίτου, κατά το Φθινόπωρον του έτους 1884, κάτοικοι των Αγίων Δέκα ανέσκαψαν εις τον αγρόν των προς εξαγωγήν ξεστών πώρων λίθων, ίνα οικοδομήσωσι ελαιοτριβείον. Οι παρουσιασθέντες λίθοι απετέλουν συνεχή τοίχον σκεπασμένον όλον με γράμματα. Ο καθηγητής Άλμπερ ευρισκόμενος εις Αγ. Δέκα έσπευσεν επί τόπου και είδε την επιγραφήν έμεινε δε έκπληκτος προ του μεγέθους και της σπουδαιότητος της ανακαλύψεως, ήτις ήτο ακριβώς εις τον κύκλον των επιστημονικών του ερευνών. Αμέσως ήρχισε την αντιγραφήν. Οι ιδιοκτήται σπεύσαντες απειλητικοί απήτησαν να απομακρυνθή ο κ. Άλμπερ της επιγραφής. Μετά δυσκολίας δε κατώρθωσεν ούτος δι ολίγων χρημάτων να του επιτραπή να αντιγράψη μόνον ολίγας γραμμάς. Έσπευσε δε να ειδοποιήση τον Πρόεδρον του Συλλόγου. Ήλθε δε και ο ίδιος εις Ηράκλειον απελπισθείς να κατορθώση την αντιγραφήν διότι οι απαιτήσεις των ιδιοκτητών ηύξανον συνεχώς και υπερβολικά.
Ο πρόεδρος του Συλλόγου, αφού ήκουσε τον καθηγητήν Άλμπερ εσκέφθη ότι το πρώτον που επεβάλλετο ήτο η διάσωσις της επιγραφής. Προς τούτο έσπευσεν εις τον διοικητήν και τον έπεισε να καλέση τους ιδιοκτήτας και τους είπη ότι κατά τον αρχαιολογικόν νόμον του κράτους τα ευρισκόμενα αρχαία ανήκουσιν εις το κράτος δικαιουμένων του ιδιοκτήτου και του ευρέτου εις αποζημίωσιν. Κατέστησε δε αυτούς υπευθύνους δια την φύλαξιν της επιγραφής έως ότου η Κυβέρνησις και ο Σύλλογος αποφασίσωσι τι πρέπει να γίνη. Ώρισε δε και την χρηματικήν αξίαν της επιγραφής εις δυο χιλιάδες μετζήτια (=8.000 χρυσά φράγκα). Εννοείται ότι ο διοικητής, Κούρδος αγράμματος, δεν κατελάμβανε τίποτε από αυτά, αλλ’ ενήργει τυφλώς καθ’ υπαγόρευσιν του προέδρου.
Ούτως εξασφαλίσθη η επιγραφή προσωρινώς. Από τότε δε ο πρόεδρος συνέλαβε το σχέδιον να αγοράση ο Σύλλογος το χωράφι εν ω ευρίσκετο η επιγραφή.
Εις το Ηράκλειον συνηντήθη ο κ. Άλμπερ με τον Γερμανόν Φαβρίκιον, νέον και τούτον και σφριγώντα από επιστημονικόν ενθουσιασμόν. Συνεφώνησαν να μεταβή αμέσως εις Αγ. Δέκα ο Φαβρίκιος ίνα κατορθώση να αντιγράψη το υπόλοιπον της επιγραφής, να την δημοσιεύσωσι δε συγχρόνως και οι δυο. Ο Φαβρίκιος (ως γράφει ο ίδιος εις Ath. Mitteilungen 1884 σελ. 365) κατώρθωσε μετά μακράς διαπραγματεύσεις με τους ιδιοκτήτας να μετριάση τας υπερβολικάς αυτών αξιώσεις και λάβη παρ’ αυτών την άδειαν να αποκαλύψη τελείως την επιγραφήν και αντιγράφη αυτήν.
Ούτως η έκτοτε ονομασθείσα Μεγάλη Επιγραφή αντεγράφη και εδημοσιεύθη από τον Φαβρίκιον εις το Athenische Mitteilungen 1884 και υπό του Comparetti κατά το αντίγραφον του Άλμπερ εις το Monumenti Antichi 1893 (σ. σ.: πάντως εντοπίζουμε ότι ο Άλμπερ έκανε όντως το 1884 ταυτόχρονη δημοσίευση της επιγραφής, με φωτογραφία και σχέδιο, μάλιστα, στο ιταλικό αρχαιολογικό περιοδικό Museo Italiano di antichita classica).
Τον πρόεδρον όμως του Συλλόγου απησχόλει σοβαρώς η διαρκής εξασφάλισις και απόκτησις του ανεκτιμήτου αξίας μνημείου. Ζητήσας και λαβών από την Αρχαιολογικήν εταιρείαν χρηματικήν βοήθειαν κατώρθωσε μετά μακράς διαπραγματεύσεις να αγορασθή ο αγρός της Μεγάλης Επιγραφής υπό του Συλλόγου (Συμβολαιογραφείον εν Ηρακλείω Εμ. Μηλιαρά).
Και ήτο τούτο αναγκαίον γίνη, άλλως η Μεγάλη Επιγραφή θα ήτο κατεστραμμένη ή θα μετεφέρετο ηκρωτηριασμένη εις Κωνσταντινούπολιν. Διότι η μεταφορά ολοκλήρου οικοδομήματος εκ μεγάλων λίθων βέβαια δεν ήτο δυνατή».
Φυσικά οι ταλαιπωρίες των αρχαιολόγων που ερευνούσαν στη Γόρτυνα δεν σταμάτησαν εκεί, αλλά συνεχίστηκαν και λόγω της αμάθειας ενός γενικού διοικητή του νησιού, του Μαχμούτ Τζελάλ Εντίν, ο οποίος το 1889 προσπάθησε να κατασκευάσει ένα οίκημα στην περιοχή που βρέθηκε η επιγραφή, ώστε να την προστατεύσει! Φυσικά παράλληλα θα εμπόδιζε τις ανασκαφές. Χρειάστηκε η παρέμβαση της γενικής συνέλευσης των Κρητών και του αντιπροέδρου της Ι.Κ. Σφακιανάκη για να πειστεί ο πασάς να σταματήσει την κατασκευή και, αντιθέτως, να βοηθήσει τις εργασίες.