Η Συνταγματική Αναθεώρηση αποτελεί μία κορυφαία διαδικασία, που αφορά όλους τους πολίτες και σε αυτό το πλαίσιο ο βουλευτής Ηρακλείου ΣΥΡΙΖΑ Σωκράτης Βαρδάκης σημειώνει ότι «ο ΣΥΡΙΖΑ, ως κυβέρνηση, προχώρησε την συνταγματική αναθεώρηση, μέσα από έναν ευρύτερο διάλογο και με βασική πρόταση, ότι η άμεση συμμετοχή των πολιτών για μία ουσιαστική συζήτηση, είναι αυτή που θα αναδείξει το περιεχόμενο της Δημοκρατίας».
Η τραυματική εμπειρία της κρίσης των τελευταίων ετών και η είσοδος πλήθους μνημονιακών νόμων, στη ζωή μας, οδήγησαν σε εκχώρηση πολιτικών αποφάσεων σε τεχνοκράτες, απομονώνοντας την λαϊκή κυριαρχία, θέτοντας σε δοκιμασία πολλές και θεμελιώδεις ρυθμίσεις του Συντάγματος, γι αυτό και σήμερα, 40 και πλέον χρόνια η συζήτηση επανέρχεται στο τραπέζι για επαναθεμελίωση της Δημοκρατίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκκίνησε την διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης, σε μια πολιτική συγκυρία, ιδιαίτερα κομβική για την Ελλάδα. Καταφέραμε, ως Κυβέρνηση να βάλουμε θεμέλια, ώστε η χώρα να αλλάξει σελίδα. Αφήσαμε πίσω μας, την μακρά περίοδο των μνημονίων, κάνοντας, αλλαγές και μεταρρυθμίσεις που ήταν αναγκαίες, για την αναδιάρθρωση του κράτους. Αναγκαίες τομές πρέπει να γίνουν και στα ώριμα ζητήματα, όπως είναι η συνταγματική αναθεώρηση, μια πολιτική διαδικασία στον πυρήνα και στην καρδιά του πολιτεύματός μας.
Ο κ. Βαρδάκης συνεχίζει: «Τα τελευταία δέκα χρόνια βιώσαμε την μεγαλύτερη καταστροφή και αποδιάρθρωση κοινωνικών δικαιωμάτων που συντελέστηκε από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Μέσα σε μία τετραετία (2010 – 2014) η επίθεση που έγινε στα εργασιακά δικαιώματα, στην προσπάθεια πλήρους απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, ήταν πρωτόγνωρη. Γι αυτό και στα πλαίσια της συνταγματικής αναθεώρησης, ο ΣΥΡΙΖΑ προτείνει την θωράκιση των κοινωνικών δικαιωμάτων.
Η ΝΔ ωστόσο συνεχίζει τις εμμονές της, μέσω των θέσεών της, που είναι ταυτόσημες του συντηρητισμού και νεοφιλελευθερισμού. Εμμονές, οι οποίες θα έχουν τραγικό αντίκτυπο στην κοινωνία. Και είναι απολύτως αναμενόμενο, για μια Κυβέρνηση, που το 2012, με δικούς της νόμους, διαμορφώθηκε ο κατώτατος μισθός και το ημερομίσθιο για τους εργαζόμενους στον ιδιωτικό τομέα, μειωμένος ανάλογα με την ηλικία των εργαζόμενων και ανεστάλησαν οι διατάξεις σχετικά με την επέκταση εφαρμογής μιας ΣΣΕ, αλλά και της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση συρροής διαφορετικών συλλογικών συμβάσεων.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, με την έξοδο της χώρας από τα μνημόνια, τον Αύγουστο του 2018, αφού κατήργησε τον ντροπιαστικό υποκατώτατο μισθό για τους νέους και επανέφερε τις βασικές αρχές των συλλογικών συμβάσεων, ισχυροποιώντας την θέση των εργαζομένων μετά από χρόνια υποβάθμισης, προτείνει το ελάχιστο που μπορεί να γίνει. Να προστατευθούν, δηλαδή, μέσω συνταγματικής κατοχύρωσης, η ίση αμοιβή για ίση εργασία, ανεξαρτήτως ηλικίας, τα μισθολογικά δικαιώματα των εργαζομένων, οι συλλογικές συμβάσεις, αλλά και το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στη Διαιτησία, ώστε αυτά να μην θιγούν στο μέλλον.
Η ΝΔ απορρίπτει την πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ για κατοχύρωση της ίσης αμοιβής για ίση εργασία, ανεξαρτήτως ηλικίας, κίνηση που μας προκαταβάλλει για πιθανή επαναφορά της ντροπιαστικής αυτής διάκρισης. Ακόμα απορρίπτει τις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, για κατοχύρωση των βασικών αρχών των ΣΣΕ, γιατί όπως αποδείχτηκε και με το νόμο 4635/19, η ΝΔ επιλέγει να συνεχίσει τις τιμωρητικές παρεμβάσεις της, απέναντι στον εργαζόμενο, από εκεί ακριβώς που τις είχε αφήσει, σα να μην πέρασε μια μέρα, καταργώντας ξανά το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων. Με τον ίδιο νόμο, η ΝΔ ακυρώνει μάλιστα τη δυνατότητα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία, καθώς τίθενται πολύ στενές και συγκεκριμένες προϋποθέσεις προσφυγής των εργαζομένων.
Δυστυχώς, και η προστασία του δημόσιου χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος (άρθρο 22 παρ. 5), μέσω της συνταγματικής κατοχύρωσης, ρύθμιση που θα προσέφερε αποτελεσματική προστασία έναντι όλων των ασφαλιστικών κινδύνων μέσω ενός ενιαίου δημόσιου αναδιανεμητικού συστήματος καθολικής κάλυψης και αποτελεί πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, απορρίπτεται από τη ΝΔ. Η κυβέρνηση προφανώς επιθυμεί, χωρίς εμπόδια, να υλοποιήσει τα σχέδια της, για ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Μέσω των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ, επιδιώκεται η πλήρης επαναθεμελίωση του Συντάγματος, σε δημοκρατικότερη και προοδευτική βάση και η ισχυροποίηση του κράτους δικαίου. Από την μεριά της, η ΝΔ, αποδεικνύεται άκρως επικίνδυνη, λόγω της άρνησης της, όχι μόνο να θωρακίσει την προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων, αλλά και να προχωρήσει σε τομές, που θα ενισχύσουν τους δημοκρατικούς θεσμούς και θα οδηγήσουν στην επανάκτηση της εμπιστοσύνης του λαού και των πολιτών απέναντι στους θεσμούς.
Η σημερινή Κυβέρνηση επιλέγει να καταψηφίσει την ερμηνευτική δήλωση (άρθρο 86) που επιτρέπει την διαλεύκανση υποθέσεων δωροδοκίας πολιτικών χωρίς τις ασφυκτικές προθεσμίες της παραγράφου 3, κίνηση που συνιστά προφανή απόπειρα συγκάλυψης τυχόν ποινικών ευθυνών πολιτικών των κομμάτων αυτών, καθώς η περίπτωση της δωροδοκίας δεν θα εμπίπτει στο ρυθμιστικό πεδίο του άρθρου 86 και δε θα μπορεί να διερευνηθεί δικαστικά.»
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η πρόταση της σημερινής Κυβέρνησης, να μπορεί να εκλέγεται Πρόεδρος της Δημοκρατίας ακόμα και από μια μειοψηφία των αντιπροσώπων της εθνικής αντιπροσωπείας, είναι ενδεικτική της αντίληψης που έχει για τις αρμοδιότητες του ανώτατου πολιτειακού θεσμού, υποβαθμίζοντας το ρόλο του.
«Οι εμμονές της ΝΔ δεν μας ξαφνιάζουν και αυτό γιατί η πολιτική είναι θέμα επιλογών. Οι άμεσες επιπτώσεις των μνημονίων στη λειτουργία των θεσμών, στη λειτουργία του ίδιου του Κοινοβουλίου, με αποδυνάμωση των θεσμικών λειτουργιών συνολικά και της εμπιστοσύνης του λαού, των πολιτών απέναντι στους δημοκρατικούς θεσμούς, με το κοινωνικό κράτος να αποτελεί, ένα από τα μεγαλύτερα θύματα αυτής της περιόδου, καθιστούν την Συνταγματική Αναθεώρηση πιο αναγκαία από ποτέ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξε, μέσω των προτάσεων του, να θωρακίσει τα κοινωνικά δικαιώματα και να ισχυροποιήσει το κράτος δικαίου. Αντίθετα, η σημερινή Κυβέρνηση, η οποία δεν φαίνεται να έχει παραδειγματιστεί από τα λάθη της, προχωρά σήμερα, επί της ουσίας, στην συνταγματοποίηση όλων των μνημονιακών πολιτικών που επέβαλε την περίοδο 2012-2014, αποδυναμώνοντας κοινωνικά δικαιώματα και δείχνοντας, με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο, το κοινωνικό, οικονομικό και εργασιακό μοντέλο, που θέλει να επιβάλει σε αυτόν τον τόπο.»