Της Μαρίας Σκαμπαρδώνη
Οι “περίφημες” Κρητικές βεντέτες και η επιθυμία πολλών να εκδικηθούν και να χρησιμοποιήσουν βία, εξακολουθούν να υπάρχουν μέσα στην ανθρώπινη φύση. Πώς θα μπορούσε αυτό το φαινόμενο να ερμηνευτεί;
Η εκδίκηση υπάρχει ως ένστικτο και ως ανάγκη στον άνθρωπο από την αρχή της ζωής του. Είναι μπορούμε να πούμε ένα αρχέγονο πρότυπο άμυνας, μία ανάγκη του ανθρώπου ο οποίος αισθάνεται πως βιώνει μία απειλή. Το αίσθημα της εκδίκησης υπάρχει μεν και στα ζώα, αλλά στον άνθρωπο εμφανίζεται περισσότερο οργανωμένο και δομημένο.
Στην περίπτωση της εκδίκησης και της Κρητικής βεντέτας, έχουμε ακριβώς αυτό: την επιθυμία της εκδίκησης σε συνδυασμό με τη δική μας ενοχή για το γεγονός πως ένας δικός μας άνθρωπος έφυγε από τη ζωή μετά την ενέργεια ενός άλλου ανθρώπου, αισθανόμενοι πως αυτό θα μπορούσαμε να το έχουμε αποτρέψει. Αυτό δημιουργεί στον άνθρωπο μίσος, το οποίο επιτρέπει στο ανθρώπινο θυμικό να δράσει ανεξέλεγκτα και εντέλει, δεν οδηγεί στην εσωτερική ικανοποίηση και χαρά.
Ο φιλόσοφος Κομφούκιος κάποτε είχε πει: αν σκοπεύεις να εκδικηθείς σκάβοντας το λάκκο ενός άλλου ανθρώπου, τότε σκάψε και έναν δικό σου.’’ Το ίδιο ακριβώς είχε τονίσει και ο σπουδαίος Μαχάτμα Γκάντι: αν όλοι εφαρμόσουμε το οφθαλμός αντί οφθαλμού, θα ζήσουμε σε μία κοινωνία τυφλών’’. Και αυτό διαπιστώνεται μέσα στους νόμους αυτοδικίας που παρατηρούμε στις Κρητικές βεντέτες με την ίδια την οικογένεια να τρέφει μίσος στα νεότερα μέλη με συνέπεια το μίσος να αναζωπυρώνεται και να μεγεθύνεται.
Η αλήθεια είναι πως σε όλες τις περιπτώσεις εκδίκησης, είτε στην Κρητική βεντέτα, είτε στην ερωτική σχέση ή την επαγγελματική προστριβή, απουσιάζει το δώρο της συγχώρεσης. Όταν η συγχώρεση δεν υπάρχει στην καρδιά ενός ατόμου, τότε ο ίδιος ο άνθρωπος εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο τρόπο σκέψης ο οποίος τον φυλακίζει μέσα στο φόβο, το πένθος, το μίσος. Με μία ψυχή η οποία ποτέ δε θα βρει την πραγματική γαλήνη.
Η εκδίκηση δίνει μία παροδική χαρά, δεν είναι απονομή δικαιοσύνης και ακόμα και αν η αυτοδικία χρησιμοποιείται για να τιμήσει τη μνήμη του ανθρώπου μας που χάθηκε βιαίως, αυτή καταλήγει να βλάπτει και να λερώνει ακόμα και την ίδια τη μνήμη του. Κανένας δικός μας άνθρωπος δε θα ήθελε να θρηνήσουμε και άλλα θύματα αλλά ούτε και να ζούμε μέσα στο φόβο, βιώνοντας καθημερινή αγωνία ακόμα και για τη δική μας ζωή.
Ας προσπαθήσουμε να καλλιεργήσουμε την τέχνη της συγχώρεσης. Ας βάλουμε αυτήν στη θέση των άγριων ενστίκτων μας. Αυτό θα βοηθήσει στην εξομάλυνση του μίσους και την πραγματική εξιλέωση.