Η εμπιστευτική αναφορά του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Γιάννη Αγγελή για την υπόθεση της Novartis εμφανίστηκε από τα ΜΜΕ ως περιγραφή γεγονότων που επιβεβαιώνουν τη σκευωρία.
Η επιλεκτική χρησιμοποίηση τμημάτων της αναφοράς και η απόκρυψη άλλων από τα media είναι σοκαριστικές όσο και η αναφορά.
Ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου περιγράφει ένα πολιτικό και οικονομικό σκάνδαλο, η διερεύνηση του οποίου ξεκίνησε από δημοσιεύματα (πρόκειται για δημοσιεύματα του HOT DOC το 2015) και συναντήθηκε με την αμερικανική έρευνα. Οπως υποστηρίζει ο Γιάννης Αγγελής, η αμερικανική πλευρά διερευνούσε πολιτικά πρόσωπα, ενώ παρέδωσε και στοιχεία για λογαριασμούς πολιτικών προσώπων. Η διαφωνία του αντεισαγγελέα δεν είναι στην ύπαρξη ή όχι του σκανδάλου, αλλά στον τρόπο με τον οποίο εξελίχθηκε η ανακριτική έρευνα. Καταλογίζει ανεπάρκεια και προχειρότητα στους συναδέλφους του στην Εισαγγελία Διαφθοράς αλλά και περίεργη λειτουργία που ξεκινά από την εποχή της Ελένης Ράικου.
Η αναφορά Αγγελή φαίνεται να επιβεβαιώνει δημοσιεύματα του Documento που από πολύ νωρίς είχε εντοπίσει περιστροφή της έρευνας γύρω από τους ίδιους μάρτυρες και καθυστέρηση της διαδικασίας. Γράφαμε χαρακτηριστικά ότι οι εισαγγελείς δεν έχουν ερευνήσει τις 21 εταιρείες που φαίνεται να ξέπλεναν μαύρο χρήμα ώστε να φτάσουν και στους τελικούς αποδέκτες. Ο αντεισαγγελέας προσθέτει τώρα πως δεν ερευνήθηκαν 14 λογαριασμοί καθώς και πληροφορίες για τον Δημήτρη Αβραμόπουλο. Σύμφωνα με πληροφορίες ο υπουργός Δικαιοσύνης Μιχάλης Καλογήρου έδωσε εντολή για διερεύνηση όσων έχουν καταλογιστεί στον Γ. Αγγελή από την απέναντι πλευρά των συναδέλφων του και όχι για πειθαρχική αγωγή όπως έχει γραφτεί.
Οι «ρουκέτες» του αντεισαγγελέα και η αλά καρτ ερμηνεία τους από τα ΜΜΕ
Για να μην πέσει στον γκρεμό η έρευνα για μια «τόσο σοβαρή υπόθεση με οικονομικές, πολιτικές και ενδεχομένως κομματικές προεκτάσεις», όπως τονίζει στις έγγραφες αναφορές-καταγγελίες του, και όχι επειδή δεν υπάρχει σκάνδαλο Novartis παραιτήθηκε από επόπτης της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου Γιάννης Αγγελής.
Αυτό είναι το συμπέρασμα που αδιαμφισβήτητα ανακύπτει από το σύνολο του περιεχομένου των εμπιστευτικών αναφορών του κ. Αγγελή, το οποίο αποκαλύπτει το Documento, κι όχι από την αποσπασματική δημοσιοποίησή τους όπως έχει γίνει όλο αυτό το διάστημα.
Οι καταγγελίες Αγγελή είναι συγκλονιστικές όχι μόνο για τα όσα υποστηρίζει, παραθέτοντας και έγγραφα στοιχεία για τους λανθασμένους κατά την κρίση του δικονομικούς χειρισμούς της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς από το 2015 μέχρι σήμερα οι οποίοι τελικά οδηγούν σε μη ορθή διερεύνηση της υπόθεσης, αλλά και για όσα στοιχεία ή πληροφορίες αναδεικνύεται ότι δεν είχαν, επί των ημερών του, διερευνηθεί προκειμένου να διαπιστωθεί εάν πράγματι συνδέονται με τη Novartis. Οπως για παράδειγμα, σύμφωνα με όσα τονίζει στην πρώτη κιόλας σελίδα συμπληρωματικής αναφοράς του (στις 21/2/2019), «είναι οι πληροφορίες που δόθηκαν στους Ελληνες εισαγγελείς στην περίφημη συνάντηση της Βιέννης για “συγκεκριμένο πρόσωπο και ειδικότερα για τον κ. Δημήτριο Αβραμόπουλο”».
Καθώς «έγινε πράγματι συζήτηση για συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο. Ειδικότερα οι εκπρόσωποι της “αμερικανικής πλευράς” μας ανέφεραν ότι συγγενικό πρόσωπο αυτού του πολιτικού χρησιμοποιεί λογαριασμό στις ΗΠΑ, ο οποίος (λογαριασμός) δέχεται χρήματα από άλλον λογαριασμό τράπεζας, που βρίσκεται σε συγκεκριμένη ευρωπαϊκή χώρα».
Σύμφωνα μάλιστα με όσα αναφέρει ο κ. Αγγελής, τον οποίον οι διαρροές ήθελαν να έχει αρνηθεί να παραλάβει στικάκι με τραπεζικούς λογαριασμούς πρώην πολιτικού προσώπου, σε εκείνη τη συνάντηση ο ίδιος –προκειμένου προφανώς για να διερευνηθεί εάν πράγματι οι εν λόγω λογαριασμοί συνδέονται με το σκάνδαλο Novartis– ζήτησε: «Να μας δώσουν έστω και άτυπα τους αριθμούς των λογαριασμών, τους οποίους αυτοί γνώριζαν για να ελέγξουμε εάν έχουν δηλωθεί στον “πόθεν έσχες” και για να ζητήσουμε στη συνέχεια νόμιμη δικαστική συνδρομή, σχετικά με την κίνηση του εν λόγω λογαριασμού. Μας “ξεκαθάρισαν” ότι αυτοί μας δίνουν πληροφορίες και ότι είναι δικό μας θέμα πώς θα μετατρέψουμε τις πληροφορίες αυτές σε αποδεικτικά στοιχεία που θα μπορούσε να τα χρησιμοποιήσουμε κατά το δικό μας νομικό σύστημα…».
Αυτός είναι μόνο ο… πρόλογος της μίας μόνο αναφοράς –της συμπληρωματικής, που αριθμεί 25 σελίδες– του κ. Αγγελή στο πλαίσιο της έρευνας που είχε διαταχθεί τότε για τις διαρροές στον Τύπο σχετικά με την περιβόητη συνάντηση της Γενεύης.
Ακολουθεί μια σειρά από καταγγελίες που συνοδεύονται από έγγραφο υλικό και οι οποίες κατατείνουν στο να καταδείξουν κάποιους –κάθε άλλο παρά τιμητικούς σε σχέση με τη λειτουργία της Εισαγγελίας κατά της Διαφθοράς– λόγους για τους οποίους δεν έχει διερευνηθεί μέχρι σήμερα όπως αρμόζει, σύμφωνα με τη δικονομική τάξη, η μεγάλη υπόθεση της Novartis.
Καθώς, όπως προαναφέρεται, ο κ. Αγγελής με όσα παραθέτει κάθε άλλο παρά αποδομεί το «υπαρκτό Διεθνές οικονομικό και Νομικό σκάνδαλο», στο οποίο έχουν διαπραχθεί (κατά τη δικαστική του κρίση) «σοβαρά ποινικά αδικήματα». Ο κ. Αγγελής αποδομεί πρόσωπα-κλειδιά από τον χώρο της Δικαιοσύνης αλλά και τον περίφημο πλέον «Ρασπούτιν» για τους… στρατηγικούς τους χειρισμούς στη διερεύνηση του σκανδάλου.
Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «το άτομο το οποίο εξύφανε τη σε βάρος μου σκευωρία έχει την ικανότητα να πλάθει σενάρια “τύπου Ρασπούτιν” (όρος που έχει χρησιμοποιηθεί από την πρώην εισαγγελέα Διαφθοράς Ελένη Ράϊκου), έχει προσβάσεις στα ΜΜΕ, έχει νομικές γνώσεις, χωρίς να αποκλείεται να έχει γνώσεις μυστικών υπηρεσιών, αφού η κατασκευή του σεναρίου για δήθεν “στικάκι” μόνο σε σενάρια μυστικών υπηρεσιών μπορεί συνειρμικά να οδηγήσει».
Το κορυφαίο λάθος με τον Μανιαδάκη
Ως έναν από τους «στρατηγικούς χειρισμούς» που κατά την κρίση Αγγελή ήταν λανθασμένος ήταν η κίνηση να καταστεί προστατευόμενος μάρτυρας ο Νίκος Μανιαδάκης, για τον οποίο από το 2015 ήδη υπήρχαν ανοιχτές δικογραφίες σε βάρος του για εμπλοκή στο σκάνδαλο Novartis.
Καθώς, ενώ κατά τη διάρκεια της έρευνας υπήρξαν και καταθέσεις σε βάρος του, και λίγες μόλις ημέρες αφότου οι αμερικανικές αρχές έδωσαν την άδειά τους τις ελληνικές αρχές να χρησιμοποιήσουν τα στοιχεία που είχαν δοθεί για το συγκεκριμένο πρόσωπο, «είναι απορίας άξιον», τονίζει, «για ποιους λόγους η κ. Τουλουπάκη αποφάσισε να τον θέσει υπό καθεστώς προστασίας». Ετσι, «με την ενέργεια αυτή δόθηκε η ευκαιρία στον ίδιο (Νικόλαο Μανιαδάκη) αλλά και στους άλλους επίσης εμπλεκόμενους να μαθαίνουν πληροφορίες σχετικά με την πορεία της έρευνας και έτσι να προετοιμάζουν τη στρατηγική της υπεράσπισής των».
Σύμφωνα με τον κ. Αγγελή:
* Σειρά πληροφοριακών εγγράφων –από τα οποία προκύπτει ότι οι ΗΠΑ διερευνούν και ευθύνες πολιτικών προσώπων– δεν είχαν διερευνηθεί από την Εισαγγελία Διαφθοράς. Προκύπτει δε ότι για δύο περιπτώσεις πολιτικών οι Αμερικανοί είχαν δώσει άδεια να χρησιμοποιηθούν συγκεκριμένα στοιχεία που είχαν αποστείλει.
* Για τα ονόματα και τις εταιρείες που αναφέρονται στα έγγραφα των ΗΠΑ κατήγγειλε: «Εχει γίνει επιλεκτική έρευνα, μόνο για συγκεκριμένα πρόσωπα και συγκεκριμένες εταιρείες, με κριτήρια τα οποία δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Βέβαιον πάντως είναι ότι συγκεκριμένα ονόματα (π.χ. συγκεκριμένος εκδότης) και συγκεκριμένες εταιρείες ουδόλως έχουν ερευνηθεί μέχρι τώρα. Βέβαιον επίσης είναι ότι δεν έχουν ερευνηθεί (τουλάχιστον μέχρι 16-1-2019) οι δεκατέσσερις (14) λογαριασμοί που εγγράφως μας έχουν γνωστοποιήσει οι Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών».
Παρ’ όλα αυτά, ο κ. Αγγελής στο διά ταύτα της αναφοράς του έθετε δύο εύλογα ερωτήματα δίνοντας ταυτόχρονα τις απαντήσεις. Αναδεικνύοντας έτσι και το μέγεθος της υπόθεσης –το οποίο αποκρύπτεται από τις επιλεκτικές αναφορές στις καταγγελίες του– αλλά και τον κίνδυνο να τιναχτεί στον αέρα η διερεύνησή της.
Ανέφερε επί λέξει στα συμπεράσματα του ο αντεισαγγελέας του Αρείου Πάγου:
* «Στο εύλογο ερώτημα “εάν υπάρχουν αξιόποινες πράξεις στην έρευνα Novartis” η απάντηση είναι: Βεβαίως υπάρχουν. Είναι όμως βέβαιον ότι αυτές δεν πρόκειται να “έρθουν στην επιφάνεια”, λόγω της ατελούς ανακριτικής έρευνας, που οφείλεται στην ανεπάρκεια (κατά την έννοια του Ν 1756/1988) των ατόμων που τη διεξάγουν (από πλευράς εισαγγελέων Διαφθοράς)».
* «Στο επίσης εύλογο ερώτημα εάν “η έρευνα μπορεί να ορθοποδήσει” η απάντηση είναι: Κατά την κρίση μου ΝΑΙ, εάν αντικατασταθεί, έστω και σ’ αυτό το δικονομικό στάδιο έρευνας, η κ. Τουλουπάκη και οι ασχολούμενοι με τη συγκεκριμένη έρευνα επίκουροι Εισαγγελείς, οι οποίοι επίσης κρίνονται (τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα που υπήρξα επόπτης) ως ανεπαρκείς».
Σοκαριστικά όμως, και όχι μόνο για την υπόθεση Novartis, είναι όσα περιγράφει ο κ. Αγγελής ότι γίνονταν από το 2015 μέσω του… κατακερματισμού και των συνενώσεων των δικογραφιών, με αποτέλεσμα να ροκανίζεται ο χρόνος αλλά και όσα καταγγέλλει για τη γενικότερη λειτουργία της Eισαγγελίας κατά της Διαφθοράς.
Ο κ. Αγγελής περιγράφει στην κυριολεξία ένα «μπάχαλο», με λιμνάζουσες και από το 2013 δικογραφίες σοβαρών υποθέσεων, αναιτιολόγητες αρχειοθετήσεις αλλά και αντιδικονομικές ανακριτικές πράξεις.
Οι παρατυπίες στην έρευνα για Novartis
Ας δούμε όμως κάποια σημεία από τις καταγγελίες Αγγελή, σύμφωνα με τα οποία η έρευνα για μια τέτοια σοβαρή υπόθεση είχε πάρει… στραβό δρόμο.
* Οταν, ισχυρίζεται, ζήτησε από την κ. Τουλουπάκη να του κοινοποιήσει «όλα τα έγγραφα που έχει λάβει ή έχει αποστείλει προς τις αρμόδιες αρχές των ΗΠΑ στα πλαίσια της επίσημης ή ανεπίσημης συνεργασίας της για υποθέσεις παράνομης διακίνησης φαρμάκων, στην ελληνική ή αγγλική γλώσσα…», η εισαγγελέας κατά της Διαφθοράς του προσκόμισε η ίδια μικρό αριθμό εγγράφων, χωρίς όμως να προσδιορίζεται στο διαβιβαστικό ούτε ο ακριβής αριθμός τους ούτε η ταυτότητά τους.
«Τα έγγραφα αυτά (οκτώ στον αριθμό) έχουν τα παρακάτω χαρακτηριστικά:
1) Δεν λαμβάνουν αριθμό πρωτοκόλλου εισερχόμενων εγγράφων από την κ. Τουλουπάκη, γεγονός που δημιουργεί πλείστα όσα εύλογα ερωτήματα.
2) Είναι όλα προγενέστερα των τριών συναντήσεων στη Βιέννη, με αποτέλεσμα ευλόγως να διερωτώμαι, “τι και ποια στοιχεία, έστω και υπό τη μορφή πληροφοριών πήραμε από τις συναντήσεις της Βιέννης;”.
3) Δεν προέρχονται από τους Εισαγγελείς με τους οποίους έγιναν οι συναντήσεις στις ΗΠΑ ή στη Βιέννη.
4) Τα έγγραφα υπογράφονται από το νόμιμο εκπρόσωπο του “legal attache Office – US Embassy – Athens Greece”, άτομο δηλαδή που εκ πρώτης όψεως ουδεμία ουσιαστική ανάμειξη έχει στην όλη δικαστική συνεργασία.
5) Απευθύνονται προς (κατά λέξη) “eleni Raikou ή Eleni Touloupaki – Hellenic Ministry of Justice – Supreme Court”.
6) Ολα τα έγγραφα περιέχουν “ρήτρα μη χρησιμοποιήσεώς των” και ειδικότερα αναγράφουν (κατά λέξη) “… με την επιφύλαξη τυχόν (Ειδικής) πρόβλεψης ή κατόπιν χορήγησης άδειας από το Αρχηγείο του Ομοσπονδιακού Γραφείου Ερευνών, οι πληροφορίες του παρόντος εγγράφου προορίζονται μόνο για πληροφοριακούς και καθοδηγητικούς σκοπούς και δεν δύνανται να χρησιμοποιηθούν από την Κυβέρνηση, πρόσωπο ή οντότητα ή να χρησιμοποιηθούν σε ανοιγείσες ποινικές διαδικασίες…”.
7) Είναι χαρακτηριστικό ότι τα έγγραφα αυτά περιέχουν μόνον πληροφορίες, που σκοπό έχουν “την καθοδήγηση της έρευνας”. Συγκεκριμένα αναφέρουν (κατά λέξη) “…οι πληροφορίες του παρόντος εγγράφου προορίζονται μόνο για πληροφοριακούς και καθοδηγητικούς σκοπούς…”
8) Κατ’ εξαίρεση σε δύο περιπτώσεις, πέραν της γενικής απαγόρευσης που υπάρχει στην Αρχή, δίδεται περιορισμένη άδεια χρήσης, μόνον ως προς τα άτομα που (ονομαστικώς) αναφέρονται σ’ αυτά. Συγκεκριμένα τα εν λόγω έγγραφα αναφέρουν (κατά λέξη σε μετάφραση) “…το υπουργείο Δικαιοσύνης της Ελλάδας μπορεί να χρησιμοποιήσει τις πληροφορίες αυτού του εγγράφου για την εφαρμογή του νόμου και αποδεικτικούς λόγους που αφορούν μόνο τα ακόλουθα φυσικά πρόσωπα:…” (Σημειωτέον δε ότι, στο έγγραφο αυτό αναφέρονται συγκεκριμένα πρόσωπα, πρωτίστως δε πολιτικοί, γεγονός που ερμηνεύεται κατά την κρίση μου ότι οι ΗΠΑ διερευνούν και ευθύνες πολιτικών προσώπων).
Γενικώς οι πληροφορίες που παρέχουν τα έγγραφα που μου προσκόμισε η κ. Τουλουπάκη (δεν αποκλείω να υπάρχουν και άλλα τα οποία δεν μου έχουν προσκομιστεί) αφορούν:
α) στον τρόπο δράσεως της εταιρείας Novartis και τα modus operand στη νομιμοποίηση παρανόμων εσόδων,
β) αναφέρουν ονόματα φυσικών προσώπων, τα οποία εμπλέκονται στη νομιμοποίηση εσόδων από παράνομες δραστηριότητες,
γ) αναφέρουν ονόματα συγκεκριμένων εταιρειών, τα οποία εμπλέκονται στη νομιμοποίηση παρανόμων εσόδων,
δ) αναφέρουν τα ονόματα δεκαοκτώ (18) φυσικών προσώπων, οι οποίοι έχουν δώσει κατάθεση στις ΗΠΑ,
ε) αναφέρουν δεκατέσσερις (14) τραπεζικούς λογαριασμούς, τους οποίους χρησιμοποιούσε η Novartis,
στ) αναφέρουν τον τρόπο με τον οποίο ιατροί προωθούσαν τα προϊόντα Novartis και τα ανταλλάγματα που ελάμβαναν».
Στο λογικό ερώτημα εάν έχουν ερευνηθεί οι παραπάνω πληροφορίες, ώστε αυτές να μετατραπούν σε ενδείξεις ή αποδείξεις, η απάντηση είναι αρνητική, τονίζει ο κ. Αγγελής, «τουλάχιστον μέχρι την ημέρα που έγινε αποδεκτή η παραίτησή μου (16-1-2019), οι προερχόμενες από τις ΗΠΑ πληροφορίες δεν είχαν διερευνηθεί σχεδόν στο σύνολό τους, παρά τις προφορικές μου οδηγίες».
«Γενικώς» αναφέρει «στον βαθμό που η συνεργασία μου με την κ. Τουλουπάκη μου επέτρεψε να σχηματίσω άποψη, η κρίση μου είναι ότι για τα ονόματα και τις εταιρείες που αναφέρονται στα έγγραφα των ΗΠΑ έχει γίνει επιλεκτική έρευνα μόνο για συγκεκριμένα πρόσωπα και συγκεκριμένες εταιρείες, με κριτήρια τα οποία δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Βέβαιον πάντως είναι ότι συγκεκριμένα ονόματα (π.χ. συγκεκριμένος εκδότης) και συγκεκριμένες εταιρείες ουδόλως έχουν ερευνηθεί μέχρι τώρα. Βέβαιον επίσης είναι ότι δεν έχουν ερευνηθεί (τουλάχιστον μέχρι 16-1-2019) οι δεκατέσσερις (14) λογαριασμοί που εγγράφως μας έχουν γνωστοποιήσει οι Αρχές των Ηνωμένων Πολιτειών. Και εδώ γεννάται το εύλογο ερώτημα: εάν υπήρχαν πράγματι λογαριασμοί, που εγώ δήθεν αρνήθηκα να παραλάβω με “στικάκι”, δεν θα μας τους είχαν αναφέρει μαζί με αυτούς τους (14);»
Ο κατακερματισμός και η απόλυτη σύγχυση
Προς επίρρωσιν των ισχυρισμών του ο κ. Αγγελής κάνει μια αναδρομή στη διερεύνηση της υπόθεσης αρχής γενομένης από την έναρξή της στις 25/5/2015 με αφορμή μια ανώνυμη καταγγελία σε βάρος του Μανιαδάκη. «Από τότε έχουν σχηματιστεί» όπως τονίζει «(αναφέρει τα σχετικά ΑΒΜ) πλείονες της μίας δικογραφίες, οι οποίες συν-ενώνονται και χωρίζονται μεταξύ των, κατά το δοκούν και τις περιστάσεις, χωρίς κάποια συγκεκριμένα λογικά κριτήρια».
«Είναι σχεδόν βέβαιο κατά την κρίση μου ότι ούτε οι ίδιοι οι εισαγγελείς Διαφθοράς γνωρίζουν πόσες σχετικές δικογραφίες έχουν σχηματιστεί. Και αυτό γιατί το αρχείο της εν λόγω υπηρεσίας δεν τηρείται “κατά τρόπο υποδειγματικό και ασφαλή” επικρατεί δε ένα αλαλούμ στην τήρησή του, η οποία σημειωτέον ουδεμία ασφάλεια παρέχει, αφού τηρείται σε μορφή απλού εγγράφου Word, που σήμαινε πρακτικώς ότι οποιοσδήποτε και οποτεδήποτε μπορεί να επέμβει και να προσθέσει αφαιρέσει ή να τροποποιήσει εγγραφές και στοιχεία. Τούτο επιβεβαιώνεται και από το γεγονός, ότι όταν ζήτησα από τους εισαγγελείς Διαφθοράς να δω “τις δικογραφίες Νovartis” μου επέδειξαν έναν όγκο εγγράφων σε μια γωνία γνωρίζοντάς μου ότι δεν έχουν “ξεχωρίσει τα έγγραφα ανά δικογραφία”».
Ο τρόπος λήψης των καταθέσεων
Ως προς τις καταθέσεις των προστατευόμενων μαρτύρων, ο κ. Αγγελής είχε σοβαρές ενστάσεις για τον τρόπο εξέτασής τους.
Αναφέρει χαρακτηριστικά:
* «Το κύριο χαρακτηριστικό των μαρτυρικών καταθέσεων –των προστατευόμενων μαρτύρων– είναι ότι αυτές δεν παρουσιάζουν μια “λογική – χρονική ενότητα”, με αποτέλεσμα να “αποδυναμώνονται” λόγω της “κατάτμησής των”. Επίσης ως προς τα κρίσιμα για την υπόθεση γεγονότα (π.χ. δωροδοκίες πολιτικών προσώπων) οι καταθέσεις περιέχουν πρωτίστως αξιολογικές – υποκειμενικές και αόριστες κρίσεις και όχι συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, τα οποία θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε δημιουργία των επαρκών εκείνων ενδείξεων ενοχής, που απαιτούνται (σε πρώτο διαδικαστικό στάδιο) για την άσκηση ποινικής δίωξης…».
* «Ο τρόπος λήψης τους αποδυναμώνει όχι μόνον την αξιοπιστία των μαρτύρων αλλά και την ικανότητα των προανακριτικών υπαλλήλων που τις έλαβαν, αφού δεν κατάφεραν (δικονομικώς, διά των καταλλήλων διευκρινιστικών ερωτήσεων) να μετατρέψουν τις υποκειμενικές κρίσεις σε αντικειμενικά πραγματικά γεγονότα, που απαιτούν τα εγκλήματα που διερευνώνται. Εκ των υστέρων έγιναν προσπάθειες να διορθωθούν τα παραπάνω λάθη, με τη συμπληρωματική κατάθεση των ιδίων ως άνω μαρτύρων, εκ των οποίων όμως ο ένας (Ιωάννης Αναστασίου = Νικόλαος ΜΑΝΙΑΔΑΚΗΣ) είχε μετατραπεί σε κατηγορούμενο. Η προσπάθεια αυτή, που συνίσταται στο να μετατραπούν τα “ήξεις αφήξεις” των αρχικών καταθέσεων σε βεβαιότητα, δεν μπορεί να “αποδώσει αποτελέσματα” (επαρκείς ενδείξεις), αφού ουσιαστικώς ενδυναμώνουν “την αδυναμία” των αρχικών καταθέσεων».
Διαχρονικό αλαλούμ στην Εισαγγελία Διαφθοράς
Αποκαρδιωτικά όμως γενικότερα για την Eισαγγελία κατά της Διαφθοράς είναι και όσα αναφέρει για τον τρόπο λειτουργίας της διαχρονικά ο κ. Αγγελής, από την καθιέρωση του εισαγγελέα Διαφθοράς με τον ν. 4022/2011.
Επισημαίνει: «Από την καθιέρωση του εισαγγελέα Διαφθοράς μέχρι και σήμερα έχουν τοποθετηθεί δυο αντεισαγγελείς Εφετών ως προϊστάμενες, ήτοι η κ. Ελένη Ράικου, (από την ίδρυσή του μέχρι και τον Απρίλιο του 2017) και η κ. Ελένη Τουλουπάκη (από τον Απρίλιο του 2017 μέχρι και σήμερα). Σκοπός της καθιέρωσης του εισαγγελέα Διαφθοράς είναι μεταξύ των άλλων και η (κατά λέξη) “σε κάθε περίπτωση, η προκαταρκτική εξέταση που διενεργείται για τα ως άνω εγκλήματα (να) ολοκληρώνεται μέσα σε προθεσμία δύο μηνών” και όχι σε προθεσμία τριών μηνών, όπως προβλέπεται στο άρθρο 31 ΠΔ, για τα εγκλήματα που δεν έχουν σχέση με τη διαφθορά».
Εκκρεμότητες από το 2013
Μπαίνοντας στο… ζουμί σε σχέση με όσα κατήγγειλε ότι διαπίστωσε ο κ. Αγγελής αναφέρει:
«Μετά την άρνηση της κ. Τουλουπάκη, παρά τη γραπτή σ’ αυτήν παραγγελία μου –υπάρχει στο Αρχείο της Εισαγγελίας–, να μου υποβάλει πίνακα εκκρεμοτήτων, ζήτησα από τους επίκουρους εισαγγελείς να μου γνωστοποιήσουν “την εκκρεμότητα που έχουν στα χέρια τους”, πράγμα το οποίο και έγινε. Με έκπληξή μου διαπίστωσα ότι η εκκρεμότητα υπάρχει από το έτος 2013, ήτοι από καθιερώσεως του εισαγγελέα Διαφθοράς, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις ουδεμία ανακριτική ενέργεια προκύπτει ότι έχει γίνει μέχρι και σήμερα. Δεν μου δόθηκε χρόνος να εξετάσω μια – μια τις δικογραφίες που εκκρεμούν, είναι βέβαιον όμως ότι, εάν η εκκρεμότητα αυτή υπήρχε σε άλλους εισαγγελείς, όχι μόνον θα είχαν ελεγχθεί πειθαρχικώς, αλλά πιθανόν να είχαν κριθεί και ως ανεπαρκείς (κατά την έννοια του Ν. 1756/1988) ως εισαγγελικοί λειτουργοί. Από τη μελέτη του πίνακα εκκρεμοτήτων, όπως αυτός συντάχθηκε από εμένα, γίνονται οι παραπάνω διαπιστώσεις: Κάθε δικογραφία “χρεώνεται” σε δύο τουλάχιστον επίκουρους εισαγγελείς. Αυτοί υπό τον έλεγχο της εκάστοτε προϊσταμένης διενεργούν τις σχετικές ανακριτικές πράξεις, μετά το πέρας των οποίων υποβάλλουν γραπτή αναφορά – πόρισμα. Στη συνέχεια δε η προϊσταμένη εισαγγελέας Διαφθοράς (στην πράξη μέχρι τώρα η κ. Ράικου ή κ. Τουλουπάκη) εγκρίνει ή δεν εγκρίνει το πόρισμα. Στην πράξη βέβαια πάντα συμφωνεί με την αναφορά (δεν υπέπεσε στην αντίληψή μου αντίθετη περίπτωση), αφού αυτή ουσιαστικώς κατευθύνει και καθοδηγεί τις έρευνες. Ουσιαστικώς δηλαδή εγκρίνει τις μέχρι τότε ενέργειες που η ίδια έχει κάνει.
Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις που καλείται να εγκρίνει και υποθέσεις στις οποίες η ίδια έχει συμπράξει ως προανακριτικός υπάλληλος, ακόμη και με την τυπική έννοια του όρου, έχοντας δηλαδή λάβει (η ίδια) ένορκες καταθέσεις. Π.χ. στην υπόθεση Νovartis έχει η ίδια λάβει ένορκες καταθέσεις από τους προστατευόμενους μάρτυρες Αικατερίνη Κελέση και Μάξιμο Σαράφη. Και ευλόγως προκύπτει το νομικό ερώτημα, “πώς μπορεί η ίδια να εγκρίνει, χωρίς απόλυτη ακυρότητα την αρχειοθέτηση των ιδίων της πράξεων, αφού έτσι θα συμπέσουν στο πρόσωπό της αμφότερες οι ιδιότητες του κριτή και του κρινόμενου;” Το γεγονός δε ότι από τον νόμο δεν προβλέπεται αναπληρωματικός της (για ποιους λόγους άραγε;), όπως στην Εισαγγελία Oικονομικού Εγκλήματος, καθιστά το εν λόγω νομικό πρόβλημα ακόμη πιο περίπλοκο. Σε κάθε περίπτωση πάντως θεωρώ τουλάχιστον ως “δικονομικό σφάλμα” τη σύμπραξή της ως πρώτης προανακριτικής υπαλλήλου, σε μια ένορκη κατάθεση μάρτυρος, που συμμετέχουν δύο άλλοι (επίκουροι) εισαγγελείς Διαφθοράς, τις πράξεις των οποίων γνωρίζει ότι θα κληθεί να εγκρίνει στη συνέχεια».
Καταλήγοντας στα γενικά του συμπεράσματα – προτάσεις – αιτήματα, ο κ. Αγγελής τονίζει: «Το γενικό συμπέρασμα της ποινικής έρευνας μέχρι της αποδοχής της παραιτήσεώς μου (16-1-2019), σχετικά με την υπόθεση Novartis είναι ότι: Οι ασχολούμενοι με την έρευνα εισαγγελείς Διαφθοράς είναι ανεπαρκείς (κατά την έννοια του Ν. 1756/1988) και αδυνατούν να διεξάγουν επιτυχώς τη σχετική ποινική έρευνα γι’ αυτό και θα πρέπει να αντικατασταθούν το ταχύτερο δυνατόν.
Επίσης, οι ασχολούμενοι με την έρευνα εισαγγελείς Διαφθοράς διέπραξαν λάθη και σφάλματα ανακριτικής τακτικής, για τα οποία κατά την άποψή μου δέον να ελεγχθούν πειθαρχικώς. Τέτοια λάθη και σφάλματα είναι:
α) Η θέση του μετέπειτα κατηγορούμενου Νικολάου Μανιαδάκη σε καθεστώς προστασίας. Παρά την ύπαρξη δύο προκαταρκτικών εξετάσεων εναντίον του και παρά το γεγονός ότι αναφέρεται ως εμπλεκόμενος – ύποπτος στις έστω και παράτυπες πληροφορίες των Αμερικανών Αρχών, είναι “λογικώς ανεξήγητη” η ενέργεια να τεθεί υπό καθεστώς προστασίας. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι με την ενέργεια αυτή δόθηκε η ευκαιρία στον ίδιο (Νικόλαο Μανιαδάκη), αλλά και στους άλλους επίσης εμπλεκόμενους να μαθαίνουν πληροφορίες σχετικά με την πορεία της έρευνας και έτσι να προετοιμάζουν τη στρατηγική της υπεράσπισής των.
β) Η μη αναγραφή αριθμού πρωτοκόλλου στα εισερχόμενα έγγραφα των Aμερικανών Αρχών.
γ) Η μη συνέχιση της Δικαστικής Συνδρομής που άρχισε νομότυπα και η χωρίς λόγο και αιτία παύση αυτής.
δ) Η μη διενέργεια συντονιστικών συναντήσεων στα πλαίσια της Eurojust, αλλά αντ’ αυτών οι αμφιβόλου νομιμότητα, άτυπες συναντήσεις με τις Αμερικανικές Αρχές, υπό το πρόσχημα της Δικαστικής Συνδρομής, χωρίς αυτές να προβλέπονται από τοn νόμο και χωρίς την τελική λήψη κάποιου συγκεκριμένου νόμιμου αποδεικτικού στοιχείου.
ε) H μη διερεύνηση κρίσιμων πληροφοριών, που έστω και παράτυπα δόθηκαν από τις Αμερικανές Αρχές (π.χ. πληροφορίες για νομιμοποίηση χρήματος από συγκεκριμένο εκδότη, η μη διερεύνηση συγκεκριμένων τραπεζικών λογαριασμών).
στ) Η δημιουργία απόλυτων ακυροτήτων με τη συμμετοχή της προϊσταμένης εισαγγελέως Διαφθοράς στη λήψη ένορκων καταθέσεων, ως μη έδει.
ζ) Η προειλημμένη απόφασή των για άσκηση ποινική δίωξης τύπου “όπως όπως τύπου fast track”, χωρίς την προηγούμενη τήρηση του άρθρου 239 ΚΠΔ.
η) Η κατάτμηση της δικογραφίας και η τμηματική αυτής εξέταση, αφού κάτι τέτοιο αποδυναμώνει τη συγκέντρωση των αποδεικτικών στοιχείων, δημιουργεί αρνητικούς συνειρμούς για την έρευνα της συγκεκριμένης υπόθεσης αλλά και τη δικαιοσύνη εν γένει.
θ) Η γνωστοποίηση απόρρητων στοιχείων, που ελέχθησαν στη Βιέννη σε τρίτο άτομο και η εντεύθεν “κατασκευασμένη” διαρροή των στα ΜΜΕ, γεγονός που οδηγεί σε σκέψεις “χειραγώγησης” της υπόθεσης.
Στο εύλογο ερώτημα “εάν υπάρχουν αξιόποινες πράξεις στην έρευνα Novartis” η απάντηση είναι: Βεβαίως υπάρχουν. Είναι όμως βέβαιον ότι, αυτές δεν πρόκειται να “έρθουν στην επιφάνεια”, λόγω της ατελούς ανακριτικής έρευνας, που οφείλεται στην ανεπάρκεια (κατά την έννοια του Ν. 1756/1988) των ατόμων που τη διεξάγουν (από πλευράς εισαγγελέων Διαφθοράς).
Στο επίσης εύλογο ερώτημα εάν “η έρευνα μπορεί να ορθοποδήσει;” η απάντηση είναι: Κατά την κρίση μου ΝΑΙ, εάν αντικατασταθεί, έστω και σ’ αυτό το δικονομικό στάδιο έρευνας, η κ. Τουλουπάκη και οι ασχολούμενοι με τη συγκεκριμένη έρευνα επίκουροι εισαγγελείς, οι οποίοι επίσης κρίνονται (τουλάχιστον για το χρονικό διάστημα που υπήρξα επόπτης ως ανεπαρκείς, κατά την έννοια του Ν. 1756/1988)».
Η Εισαγγελία (κατά της) διαφθοράς
έγινε Εισαγγελία (προστασίας της) διαφθοράς!
Με το αζημίωτο άραγε;