Του Σήφη Φανουράκη*
Μια πόλη πρέπει να είναι έτσι χτισμένη,
ώστε να κάνει τους ανθρώπους ασφαλείς
και συγχρόνως ευτυχισμένους.
( Αριστοτέλης )
Οι πλατείες και τα δημόσια κτήρια αναμφισβήτητα είναι απαραίτητα σε μία πόλη. Σύμφωνα δε με τον Παυσανία, «δεν θα μπορούσε κανείς να ονομάσει πόλη κάτι στο οποίο δεν υπάρχουν δημόσια κτήρια».
Η πλατεία – κατ΄αρχήν – πρέπει και οφείλει να είναι ένας χώρος κοινωνικής όσμωσης και συλλογικής δραστηριότητας.
Ο ρόλος της στην υγιεινή της πόλης είναι σημαντικός και βοηθά στον αερισμό, στη μείωση του θορύβου και στην καλύτερη ανάδειξη των αρχιτεκτονικών στοιχείων, ενώ αν σχεδιάζεται σωστά, συμβάλλει στην αισθητική βελτίωση της εικόνας της πόλης.
Ο κυριότερος ρόλος των πλατειών βέβαια είναι ο κοινωνικός. Άλλωστε, όλες οι δημόσιες δραστηριότητες γίνονται στους κοινόχρηστους χώρους και ειδικότερα στις πλατείες, οι οποίες λειτουργούν και ως υπόβαθρο όλων των κοινωνικών γεγονότων της πόλης.
Ωστόσο, στην σύγχρονη Ελληνική πόλη τα ιδιωτικά συμφέροντα αναπτύσσονται στο δημόσιο χώρο επισκιάζοντας το δημόσιο συμφέρον.
Η «κυριαρχία» τους πάνω στο δημόσιο χώρο έχει ως αποτέλεσμα την κατάληψή του από χρήσεις αναψυχής, και μικροκατασκευές περιπτέρων και καταστημάτων με πλαστικές τέντες και καρέκλες.
Παραφράζοντας τον Lefebvre, η πλατεία επιβιώνει στη σύγχρονη ελληνική πόλη με μορφή εντελώς ακρωτηριασμένη. Λειτουργεί αποδυναμωμένη σε σύγκριση με αυτό που υπήρξε κάποτε : χώρος επικοινωνίας, επαφής με τους άλλους και χώρος κοινωνικής όσμωσης.
Σήμερα βέβαια οι πλατείες είναι προνομιακοί χώροι για την κατανάλωση και την κυκλοφορία. Μετασχηματίζονται από χώρους συλλογικότητας σε χώρους καταναλωτισμού και κέρδους.
Η σημερινή έλλειψη κριτικής σχεδιασμού και ανα-σχεδιασμού των πλατειών αποκαλύπτει την παθολογία του Ελληνικού αστικού δημόσιου χώρου.
Ωστόσο κατά την διάρκεια του 20ου αιώνα έγιναν προσπάθειες εκσυγχρονισμού. Πολλές πλατείες σχεδιάζονται σε νέες πόλεις, στις επεκτάσεις τους ή στα αστικά τους «κενά». Ο σχεδιασμός τους συχνά υιοθετεί δύο στρατηγικές που επικρίνονται ή βραβεύονται από τους χρήστες : ο σχεδιασμός με στρατηγική την διατήρηση και ο σχεδιασμός με στρατηγική τη νεωτερικότητα.
Ο σχεδιασμός με στρατηγική τη διατήρηση
Ο κυριότερος στόχος αυτής της στρατηγικής είναι η σχέση με το παρελθόν, ο σεβασμός των παραδόσεων και η ερμηνεία του παρελθόντος μέσα από τον σχεδιασμό, στα πλαίσια των διαδοχικών μετασχηματισμών της πόλης, αποφεύγοντας τις μεγάλες επεμβάσεις.
Η πολιτική αυτής της στρατηγικής στηρίζεται κύρια στην προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, στην επεξεργασία της διαχείρισης του κτισμένου περιβάλλοντος και στην προσαρμογή του στις σύγχρονες ανάγκες της εποχής μας. Θεωρεί δε ότι «η πλατεία πρέπει κύρια να είναι χώρος κοινωνικής συνάθροισης και συλλογικής δραστηριότητας και όχι χώρος πρωτοποριακών αρχιτεκτονικών διαμορφώσεων».
Είναι προφανές ότι αυτή η στρατηγική στηρίζεται: α) στην άποψη ότι η ιστορική κληρονομιά θα πρέπει να διαφυλάξει τη γνησιότητά της, β) στο σεβασμό της παράδοσης και στην ιστορία, γ) οι επεμβάσεις θα πρέπει να είναι διακριτικές και όχι επιδεικτικές.
Αυτή η σχεδιαστική στρατηγική θεωρεί ότι, μια πλατεία για να παραμείνει ζωντανή και να αντικατοπτρίζει το παρόν και την πρόοδο πρέπει και οφείλει να ανανεώνεται συνεχώς, χωρίς όμως να χάνει τα βασικά χαρακτηριστικά της.
Ο σχεδιασμός με στρατηγική την νεωτερικότητα
Ο κυριότερος στόχος αυτής της στρατηγικής είναι ο εκσυγχρονισμός του αστικού τοπίου και ιδιαίτερα των πλατειών. Θεωρεί ότι οι πόλεις είναι ζωντανές «αστικές μεταβλητές» που έχουν ανάγκη βελτιστοποίησης και προγραμματισμένης ανασυγκρότησης. Αυτή η στρατηγική σχεδιασμού αποδέχεται την ύπαρξη του παλιού μέσα από το παρόν.
Έτσι, ο αρχιτέκτονας ως δημιουργός καλείται να παίξει ενεργό ρόλο στη μετεξέλιξη της πόλης με τον ύψιστο σεβασμό της ιστορίας της πόλης και την ριζοσπαστική αντιμετώπιση του παρόντος.
Η πλατεία Ελευθερίας
Αποτελεί την κεντρική πλατεία στο Ηράκλειο και βρίσκεται ανάμεσα στο Αρχαιολογικό Μουσείο, στο ξενοδοχείο Αστόρια, στο κτήριο της Περιφέρειας.
Ο χώρος στον οποίο σήμερα έχει διαμορφωθεί η πλατεία Ελευθερίας, επί Ενετοκρατίας χρησίμευε για την άσκηση του μισθοφορικού στρατού των Βενετών. Από αυτή τη χρήση πήρε και το όνομα Campo Marzio ή Piazza d’ Armi.
Ονομάστηκε και πλατεία Αγίου Γεωργίου όταν τον 16ο μ.Χ. αιώνα χτίστηκε η πύλη του Αγ. Γεωργίου.
Ο Μοροζίνι το 1628 κατασκεύασε μπροστά από το Αστόρια μία υδρογέφυρα τρίτοξη από όπου περνούσε αγωγός που μετέφερε το νερό στην Κρήνη Μοροζίνι (τα Λιοντάρια). Από τα τρία τόξα (καμάρες) πήρε και το όνομα των «Τριών Καμαρών», οι οποίες τελικά γκρεμίστηκαν τον 19ο μ.Χ. αιώνα.
Την περίοδο της Τουρκοκρατίας η πλατεία ήταν χώρος ακάλυπτος των τούρκικων στρατώνων ( των κισλάδων).
Μετά την ανακήρυξη της ημι-αυτονομίας της Κρήτης το 1898, στο νησί εγκαταστάθηκαν στρατεύματα των Μεγάλων Δυνάμεων μέχρι το 1909.Στο Ηράκλειο εγκατασταθήκαν αγγλικές δυνάμεις, αρχικά πάνω στα τείχη, ενώ έκαναν τα γυμνάσιά τους στην πλατεία, όπως οι Ενετοί μερικούς αιώνες πριν.
Από τις αρχές του 20ου μ.Χ. αιώνα η πλατεία καθιερώθηκε ως ο τόπος αναψυχής των κατοίκων. Μεταπολεμικά μέρος της διαμορφώνεται σε κήπο με κτιστό περίβολο και κάγκελα γύρω από το μνημείο του άγνωστου, με τα αυτοκίνητα να την διαπερνούν, ενώ αποτελούσε το επίκεντρο της κυριακάτικης βόλτας και αναψυχής των κατοίκων του Ηρακλείου.
Το 1993, ο Δήμος Ηρακλείου προκήρυξε Πανελλήνιο Αρχιτεκτονικό Διαγωνισμό για την διαμόρφωσή της πλατείας και το Α΄βραβείο που προέκυψε κατασκευάστηκε την περίοδο 1997 – 2001.
Η μελέτη ( Α΄βραβείο ) είχε σαν βασικό στόχο την απόδοση της χαμένης ταυτότητας στον δημόσιο χώρο – πλατεία μέσα από : α) την οργάνωση και συμμετοχή του ευρύτερου περιβάλλοντος χώρου, β) την επαναφορά στη μνήμη των στοιχείων της ιστορίας της πλατείας, γ) τις κυκλοφοριακές ρυθμίσεις, τις νέες πεζοδρομήσεις, την προσαρμογή των χώρων στα καφέ, τις κινήσεις πεζών, χρήσεις κτιρίων, κ.α.
Σύμφωνα δε με την Κριτική Επιτροπή «…Η μελέτη χαρακτηρίζεται από υψηλή ποιότητα αρχών σύνθεσης και ύφους και αποπειράται με αρκετή επιτυχία να αποδώσει στην πλατεία Ελευθερίας και στον ευρύτερο χώρο κλίμακα και χαρακτήρα αστικού χώρου επιβλητικού και συνεκτικού χωρίς να οδηγείται στην ακρότητα του μνημειακού ή του αφηρημένου».
Η μελέτη του Α΄ βραβείου επιτύγχανε μια ολοκληρωμένη σχέση του αστικού ιστού με τα τείχη, αποδίδοντας στους κεντρικούς χώρους μια νέα ταυτότητα, σε αρμονική συμβίωση με τα μνημεία.
Το ιστορικό της κατασκευής εξαρχής μαρτυρεί μια αρνητική εξέλιξη στην «περιπετειώδη» εφαρμογή της μελέτης και στη μετέπειτα χρήση της πλατείας. Η κατασκευή προχωρεί με πολλές παρατάσεις, με αποτέλεσμα την καθυστέρηση της παράδοσης του έργου, δημιουργώντας αναταραχή στην λειτουργία του κέντρου. Η μεγάλη έκπτωση της εργολαβίας οδήγησε την ανάδοχο εταιρία στην χρήση ευτελέστερων υλικών. Οι σύγχρονες μορφές στα στοιχεία εξοπλισμού δεν έγιναν αποδεκτές στο ευρύ κοινό και «ακόμα διακωμωδούνται» κύρια από τμήμα των τοπικών ΜΜΕ που επιδίδεται ακόμα και σήμερα σε εκστρατεία δυσφήμισης.
Η τότε Δημοτική Αρχή προσπάθησε να ανατρέψει την αρνητική αποδοχή του έργου με κατάργηση μέρους των κατασκευών : μπαζώθηκαν οι πίδακες και τα ρυάκια που έτρεχαν στην δενδροφυτεμένη περιοχή, σταδιακά καταργήθηκαν οι προβολείς ανάκλασης στα φωτιστικά. Η πλατεία σταδιακά εγκαταλείφθηκε και υποβαθμίστηκε εξαιτίας της υπερβολικής κίνηση και στάσης τροχοφόρων. Επικράτησε η ελλιπής διαχείριση του δημόσιου χώρου και οι κακοτεχνίες των εργολάβων.
Η πλατεία σχεδόν είκοσι χρόνια μετά βρίσκεται σε κατάσταση εγκατάλειψης. Ενσωματώνει την κοινωνικοπολιτική κρίση και τη μεταμορφώνει σε κοινωνική παρακμή και παθητικότητα και κατέληξε σε έναν δημόσιο χώρο του αισθητικού και πολιτικού πρωτογονισμού. Τα φθαρμένα μάρμαρα, η εγκατάλειψη συντήρησης φωτιστικών, η εγκατάλειψη των δέντρων, αποτέλεσε για μια εικοσαετία μια ιδιόμορφη ψυχική και νοητική εμπειρία άρνησης της πλατείας όπως έχει διαμορφωθεί, ανακαλώντας νοσταλγικές εικόνες της πλατείας, ιδιαίτερα από δημότες που την έζησαν πριν την παρέμβαση.
Πάντως σήμερα η πλατεία αποτελεί τόπο «συνάντησης» της νεολαίας, ιδιαίτερα το βόρειο τμήμα της.
Το Δεκέμβριο του 2012 η τότε Δημοτική Αρχή πρότεινε μια μελέτη «εξωραϊσμού» της Πλατείας η οποία απορρίφθηκε από το Τοπικό Συμβούλιο Μνημείων Κρήτης του ΥΠΠΟΑ.
Το Δεκέμβριο του 2017 η τωρινή Δημοτική Αρχή πρότεινε νέα μελέτη μόνο για το κεντρικό τμήμα της πλατείας με τον τίτλο : «Βιοκλιματική αναβάθμιση της Πλατείας Ελευθερίας», η οποία απορρίφθηκε εκ νέου από το αναφερόμενο Συμβούλιο του ΥΠΠΟΑ.
Στις 25-4-2019, ένα μήνα πριν τις εκλογές, η τωρινή Δημοτική Αρχή επανα-προτείνει αυτήν την ήδη απορριφθείσα μελέτη και μάλιστα πριν ακόμα κατατεθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες, ανοίγοντας την λεγόμενη «διαβούλευση» με τους Δημότες !
Είναι σαφές ότι, ένα σχέδιο (κάτοψη του κεντρικού τμήματος της πλατείας) και μερικές τριδιάστατες εικόνες δεν συνιστούν μελέτη.
Ουσιαστικά η μελέτη προτείνεται ως «βιοκλιματική» χωρίς να τεκμηριώνεται επιστημονικά η βιοκλιματική διάσταση των παρεμβάσεων, χωρίς μετρήσεις των περιβαλλοντικών συνθηκών της πλατείας και χωρίς μελέτη των ειδικών υλικών, που θα συμβάλλουν στην βιοκλιματική αναβάθμιση.
Ούτε αναφέρονται οι μετρήσεις που έδειξαν ποια είναι η σημερινή κατάσταση της θερμικής «επιβάρυνσης» και με ποια υλικά θα επιτευχθεί η επιδιωκόμενη θερμική «ισορροπία».
Η πρόταση αποτελεί παρέμβαση σε δημόσιο χώρο, την κεντρικότερη πλατεία της πόλης, που βρίσκεται ανάμεσα σε μνημεία (τα τείχη, το κτήριο της Περιφέρειας, το αρχαιολογικό Μουσείο). Δεν αντιμετωπίζει συνολικά την πλατεία, αλλά αποσπασματικά (μόνο το κεντρικό τμήμα), αγνοώντας την πλατεία Δασκαλογιάννη, την πλατεία Μουσείου, την περιοχή των αγαλμάτων Καζαντζάκη και Βενιζέλου και την περιοχή του Ηρώου).
Ας μην ξεχνάμε δε ότι και στις δύο απορριφθείσες μελέτες υπήρχε ο όρος της συνολικής αντιμετώπισης των αναφερομένων δημόσιων χώρων.
Είναι προφανές ότι, τόσο η μελέτη όσο και η «διαβούλευση» είναι προσχηματική και προεκλογική, ένα μήνα πριν τις εκλογές.
Άλλωστε η «διαβούλευση» έτσι όπως την προτείνει η Δημοτική Αρχή γίνεται απλώς γα να επικυρώσει τη «μελέτη». Ο Δημότης δεν γνωρίζει ούτε τα επιστημονικά, ούτε τα τεχνικά χαρακτηριστικά και στερείται ειδικών γνώσεων για να εκφραστεί.
Προφανώς και ισχύει αυτό που δηλώνει ο Σύλλογος Αρχιτεκτόνων Ν. Ηρακλείου ότι δηλαδή, η μελέτη «…βεβιασμένα προωθείται την παρούσα στιγμή, ώστε να καταγραφεί στα θετικά πεπραγμένα της σημερινής Δημοτικής Αρχής».
Αβίαστα μια τέτοια «μελέτη» απαξιώνει και το επάγγελμα του Αρχιτέκτονα μηχ/κού.
Επιμύθιο
Ο δημόσιος χώρος αποτελεί ένα από τους συντελεστές ύπαρξης και λειτουργίας της πόλης. Ως τέτοιος αξίζει να είναι ενιαίος, ομοιόμορφος, πολυλειτουργικός. Οφείλει δε να είναι ένας χώρος κοινωνικής όσμωσης και συλλογικής δραστηριότητας.
Η πλατεία Ελευθερίας λοιπόν ως δημόσιος χώρος θα πρέπει να «ολοκληρωθεί» με βάση τις αρχικές σχεδιαστικές επιλύσεις που δόθηκαν πριν είκοσι χρόνια και μάλιστα μέσα από τη διαδικασία ενός νέου διαγωνισμού, όπως προτείνει ο Σύλλογος αρχιτεκτόνων.
Η νέα Δημοτική Αρχή που θα προκύψει μετά τις επερχόμενες εκλογές θα πρέπει με ψυχραιμία και αποφασιστικότητα να κλείσει τον κύκλο της δεκάχρονης «απραξίας» των προηγούμενων Δημοτικών Αρχών και να ολοκληρώσει την πλατεία, έχοντας ως βασικό γνώμονα αυτό που υποστήριζε ο ιστορικός της αρχιτεκτονικής M. Tafuri : «είναι πολύ δύσκολο να αποδεχτούμε μια ιστορική θεώρηση του παλιού αν δε μάθουμε να ζούμε στο παρόν και να εκτιμούμε εκείνα τα ανανεωτικά εγχειρήματα που έχουν αξία. Επιπλέον, πολύ δύσκολα μπορεί κανείς να αξιολογήσει τη σημασία του παλιού, αν οι πόλεις δεν είναι σύγχρονες».
*Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός- MSc