Του Σήφη Φανουράκη*
Θέλω να σας μιλήσω για την πόλη μου. Δεν ξεχωρίζει από τις άλλες. Είναι η πόλη που κατοικούμε. Επαρχιακή, σημαντική με ιστορία και μνήμη, τυραννική, μα ποθητή. Είναι ας πούμε μια πόλη «παλίμψηστον».
Κάθε φορά που περπατώ σ΄αυτή την πόλη, το «οχυρωμένο» Ηράκλειο, φέρνω στη μνήμη μου τα λόγια του Loos: «Τίποτα δεν είναι πιο άσχημο από το εφήμερο που διαρκεί».
Από την άλλη σκέφτομαι ότι είναι δύσκολο να αποδεχτούμε μια ιστορική θεώρηση του παλιού αν δεν μάθουμε να ζούμε στο παρόν και να εκτιμούμε ό,τι έχει αξία.
Η πόλη ως συλλογική ανθρώπινη κατασκευή των χεριών και του πνεύματος είναι από τη φύση της διαχρονική και ταλαντεύεται ανάμεσα στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Είναι ένα σύνολο φυσικού και κτισμένου περιβάλλοντος, φτιαγμένο για να φιλοξενεί τις ανθρώπινες σχέσεις και δραστηριότητες.
Ο χώρος της καθορίζεται εν μέρει από την «εξουσία» και από τις κοινωνικές αντιστάσεις που την αντιμάχονται ενώ από την άλλη ο χρόνος αποτυπώνεται στο σώμα της και αναδεικνύει την σύγκρουση ανθρωπίνων σχέσεων.
Η εικόνα της άλλωστε, καθορίζεται από την ίδια η πόλη, αλλά πάντα και μόνο μέσα από τους πολιτικούς θεσμούς της.
Ορίζεται από το πλήθος ετεροτήτων και οικονομικών «ομάδων» που δρουν σ’αυτή και αποτελείται από ένα πλήθος ταυτοτήτων και πολιτισμών που έχει εδραιωθεί στο χώρο.
Από την άλλη η «ιστορική πόλη» αντιπροσωπεύει και προβάλλει μια καθαρή και μονόπλευρη, θα ‘λεγα, «εθνική κληρονομιά», η οποία βέβαια, δεν είναι ένα πράγμα ούτε υπάρχει από μόνη της. Είναι μια διαδικασία μέσω της οποίας οι άνθρωποι χρησιμοποιούν το παρελθόν μέσα από τις δυναμικές κάθε κοινωνίας.
Η πόλη του Ηρακλείου, ως «παλίμψηστη», τρέφεται από τον μύθο των κραταιών κτισμάτων : τα τείχη και την τάφρο που δεν προστατεύουν τίποτα πια, τους ναούς που υπηρέτησαν διαδοχικά πολλές και διαφορετικές θρησκείες και δόγματα. Είναι μια πόλη που τρέφει το μύθο της «κραταιάς» Βενετίας και τρέφεται από αυτόν, στο διάβα του χρόνου. Είναι μια πόλη που μόνο μέσα από τις «απουσίες» και τις καταστροφές μπορείς να ανασυνθέσεις τις εικόνες της. Είναι μια πόλη που αντιστέκεται στο χρόνο και που οι κάτοικοί της, θα πρέπει να ανακαλύψουν απαλλαγμένοι από την καθημερινότητα. Είναι μια πόλη που ενστερνίζεται το «κάθε τι» μέσα στα τείχη της. Είναι μια πόλη «ανοικτή» πολιτισμικά, ενώ περιβάλλεται από περιτείχιση. Είναι μια πόλη με ιστορικές μνήμες και πολιτισμικές εμπειρίες που ταυτόχρονα επιτρέπει την κοινωνική και αστική γκετοποίηση . Είναι μια πόλη με αντιφάσεις και συγκρούσεις. Είναι μια πόλη με κατασκευές μεγάλης κλίμακας : τα τείχη, το λιμάνι, τον Κουλέ, τα νεώρια, τα θρησκευτικά κτήρια, το νοσοκομείο, το μουσείο και τα δυο μεγάλα πάρκα. Να λοιπόν την πραγματική ταυτότητα της πόλης, που είναι και τα μνημεία σε ένα αστικό ιστό που συσσωρεύει, τον πολιτισμό και την κοινωνική εμπειρία.
Δεν είναι τυχαίο εξάλλου που το 1965 ολόκληρη η πόλη κηρύχθηκε ιστορικό μνημείο προσδίδοντάς της επί πλέον και την ταυτότητα του «προστατευόμενου τόπου», η οποία ωστόσο δεν κατάφερε να τη «δασώσει συνολικά» από την δράση των οικονομικών ομάδων με αποτέλεσμα, η πόλη σταδιακά να μετατρέπεται σε τόπο κατανάλωσης αλλά και πεδίο κατανάλωσης του τόπου.
Τι κι΄αν κάθε λογής «σωτήρες» και «γνώστες», πριν από κάθε Δημοτικές εκλογές, υπόσχονται να την «προστατεύσουν», αλλά το ξεχνούν την επομένη των εκλογών. Τι κι΄αν δεν τους πιστεύουμε πια.
Τι κι΄αν καταστρέψαμε πολλά από τα μνημεία και το «σώμα» της. Τι κι΄αν εγκαταλείψαμε τα όμορφα κτήριά της και χτίσαμε καινούργια και άσχημα. Τι κι΄αν κάποτε «κάποιοι» εκλεγμένοι τα τείχη θέλαν να γκρεμίσουν. Όμως διόλου αυτή η πόλη δεν πέθανε.
Πολλοί την εγκατέλειψαν κατά καιρούς ψάχνοντας άλλη καλλίτερη απ΄αυτή. Διόλου όμως δεν την ξέχασαν γιατί ζούσε στη μνήμη τους και μια μέρα θα γυρνούσαν πάλι στις πλατείες της με τις γεμάτες πλαστικές τέντες και καρέκλες στους πεζόδρομους, που είναι και χώροι στάθμευσης.
Κάθε φορά που περπατώ στους δρόμους αυτής της πόλης φέρνω στη θύμησή μου τα λόγια του ποιητή :
«Γιατί τα σπάσαμε τ’ αγάλματά των,
γιατί τους διώξαμε απ’ τους ναούς των,
διόλου δεν πέθαναν γι’ αυτό οι θεοί[…]
Σαν ξημερώνει επάνω σου πρωί αυγουστιάτικο
την ατμοσφαίρα σου περνά σφρίγος απ’ την ζωή των•
και κάποτ’ αιθέρια εφηβική μορφή,
αόριστη, με διάβα γρήγορο,
επάνω από τους λόφους σου περνά».
Τι κι΄αν αυτή η επαρχιακή πόλη είναι «άσχημη», βρώμικη, γεμάτη τραπεζοκαθίσματα και πλαστικές τέντες, με κτήρια κακοσυντηρημένα, με κυκλοφοριακό χάος, παράνομη στάθμευση και ασύδοτους οδηγούς.
Πάλι ο ποιητής μου ψιθυρίζει :
«…Καινούργιους τόπους δεν θα βρεις, δεν θάβρεις άλλες θάλασσες.
Η πόλις θα σε ακολουθεί. Στους δρόμους θα γυρνάς
τους ίδιους. Και στες γειτονιές τες ίδιες θα γερνάς•
και μες στα ίδια σπίτια αυτά θ’ ασπρίζεις.
Πάντα στην πόλι αυτή θα φθάνεις. Για τα αλλού -μη ελπίζεις-
δεν έχει πλοίο για σε, δεν έχει οδό.
Ετσι που τη ζωή σου ρήμαξες εδώ
στην κώχη τούτη την μικρή, σ’ όλην την γη την χάλασες».
* Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας μηχανικός
Επίτιμος Διευθυντής του Υπουργείου Πολιτισμού