Σαν σήμερα, 3 Ιανουαρίου του 1911, έφυγε από τη ζωή ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ο «κοσμοκαλόγερος» της πεζογραφίας μας γεννήθηκε στις 4 Μαρτίου 1851 στη Σκιάθο από πατέρα ιερέα και θεοσεβούμενη μητέρα. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά αδέλφια, τα δύο εκ των οποίων πέθαναν σε μικρή ηλικία. Γοητευμένος από τα ξωκλήσια της Σκιάθου, τα συμπεριέλαβε σε πολλά έργα του, ενώ το λογοτεχνικό του έργο είναι ευρύ και από τα σημαντικότερα της νεοελληνικής πεζογραφίας. Γράφει ο ίδιος σε ένα σύντομο βιογραφικό του:
” Εγεννήθην εν Σκιάθω, τη 4 Μαρτίου 1851. Εβγήκα απο το ελληνικόν Σχολείον εις τώ 1863, αλλά μόνον τώ 1867 εστάλην εις το Γυμνάσιον Χαλκίδος, όπου ήκουσα την Α΄ και Β΄ τάξιν. Την Γ΄ εμαθήτευσα είς Πειραιά, είτα διέκοψα τας σπουδάς μου και έμεινα είς την πατρίδα. Κατά τον Ιούλιον του 1872 υπήγα είς το Αγιον Ορος χάριν προσκυνήσεως, ‘οπου έμεινα ολίγους μήνας. Τώ 1873 ήλθα εις Αθήνας καί εφοίτησα εiς την Δ΄ του Βαρβακείου. Τώ 1874 ενεγράφην εις την Φιλοσοφικήν Σχολήν, ‘οπου ήκουα κατ’ εκλογήν ολίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ιδίαν δε ησχολούμην εις τας ξένας γλώσσας. Μικρός εζωγράφιζα αγίους, είτα έγραφα στίχους, καί εδοκίμαζα να συντάξω κωμωδίας. Τώ 1868 επεχείρησα να γράψω μυθιστόρημα. Τώ 1879 εδημοσιεύθη «Η Μετανάστις» έργον μου εις το περιοδικόν «Σωτήρα». Τώ 1882 εδημοσιεύθη «Οι έμποροι των εθνών» εις τώ «Μη χάνεσαι». Αργότερα έγραψα περί τα εκατόν διηγήματα, δημοσιευθέντα εις διάφορα περιοδικά καί εφημερίδας”.
Λόγω της οικονομικής του κατάστασης ωστόσο δεν κατάφερε να ολοκληρώσει τις σπουδές του. Τα οικονομικά του Παπαδιαμάντη καλυτέρευσαν όταν άρχισε να απασχολείται στην εφημερίδα «Ακρόπολη», του Βλάση Γαβριηλίδη, με μισθό 250 δραχμών το μήνα, καθώς και να συνεργάζεται και με άλλες εφημερίδες και περιοδικά. Παρόλο που εισέπραττε αρκετά χρήματα που του επέτρεπαν αξιοπρεπή διαβίωση, τα ξόδευε εξ’ ολοκλήρου στην… ταβέρνα του Κεχριμάνη όπου σύχναζε επί 27 συναπτά έτη, έστελνε στη Σκιάθο, μοίραζε στους φτωχούς και ίσα που μπορούσε να καλύψει τα έξοδά του.
Ζούσε φτωχικά σε φτηνά δωμάτια ενώ οι περιγραφές συνθέτουν το προφίλ ενός ανθρώπου σχεδόν κουρελή, εξαρτημένου από το ποτό και το τσιγάρο, ο οποίος βυθιζόταν στη μοναξιά του και είχε ελάχιστους φίλους. Αγαπημένη του συνήθεια να ψάλλει στον Άγιο Ελισαίο στην Πλάκα.
Τον Μάρτιο του 1908 εγκατέλειψε την Αθήνα και επέστρεψε στο αγαπημένο του νησί, εξακολουθώντας να δουλεύει ως μεταφραστής έργων για λογαριασμό του Γιάννη Βλαχογιάννη. Η υγεία του άρχισε να επιδεινώνεται ώσπου στις 3 Ιανουαρίου 1911 άφησε την τελευταία του πνοή και μαζί με αυτήν, έναν λογοτεχνικό θησαυρό αποτελούμενο από 180 διηγήματα, ποιήματα, μελέτες και άρθρα. Το έργο-σταθμός στην καριέρα του που ενέπνευσε κινηματογραφιστές και σκηνοθέτες ήταν «Η φόνισσα».
Παρόλο που γράφτηκε το 1902, μοιάζει τόσο σύγχρονο όσο και διαχρονικό. Η είδηση του θανάτου του γέμισε πένθος όχι μόνο τους συντοπίτες του, αλλά όλη την Ελλάδα. Πολλοί λογοτέχνες, που όσο ήταν εν ζωή δεν είχαν γράψει κουβέντα για το έργο του, συνέθεσαν εγκωμιαστικά κείμενα.
Ο εκδοτικός Οίκος Φέξη ξεκίνησε το 1912-1913 την έκδοση 11 τόμων με τα έργα του. Μέχρι τότε, κανένας άλλος οίκος δεν είχε εκδώσει σε βιβλίο τα πεζογραφήματά του και οι αναγνώστες του τα διάβαζαν από τις εφημερίδες και τα περιοδικά.
Σήμερα, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης διδάσκεται στα σχολεία, σε πανεπιστήμια και σεμινάρια, ενώ εξακολουθεί να συγκινεί μικρούς και μεγάλους με το μεγαλείο της πένας του.
Η φωτογράφισή του
Ο Παύλος Νιρβάνας διηγείται πώς έπεισε τον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη να φωτογραφηθεί: “Ο καημένος ο Αλέξανδρος! Καινούριες ανησυχίες θα είχε πάλι η ασκητική του με τη συρροή τόσων ξένων και δικών μας μουσαφιρέων στο ταπεινό του σπιτάκι του ωραίου νησιού. Τον ετρόμαζε τόσο πολύ “η περιέργεια του Κοινού”. Είχα διηγηθεί άλλοτε την ανησυχία του αυτή, όταν πήγα, κλέφτικα, με χίλιες προφάσεις, να τον φωτογραφίσω απάνω στο καφενεδάκι της Δεξαμενής. Δεν υπήρχε ως τότε φωτογραφία του Παπαδιαμάντη. Και συλλογιζόμουν ότι απ’ τη μια μέρα στην άλλη μπορούσε να πεθάνει ο μεγάλος Σκιαθίτης, και μαζί του να σβήσει για πάντα η οσία μορφή του. Και πότε αυτό; Σε μια εποχή που δεν υπάρχει ασημότητα που να μην έχει λάβει τις τιμές του φωτογραφικού φακού. Και πώς θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μια τέτοια παράλειψη της γενεάς μας σ’ εκείνους που θα ‘ρθουν κατόπι μας να συνεχίσουν το θαυμασμό μας για τον απαράμιλλο λυρικό ψυχογράφο των καλών και των ταπεινών και τον αγνότατο ποιητή των νησιώτικων γιαλών; Αλλά ο αγνός αυτός χριστιανός, με την ψυχή του αναχωρητή, δεν εννοούσε, με κανένα τρόπο, να επιτρέψει στον εαυτό του μια τέτοια ειδωλολατρική ματαιότητα. “Ού ποιήσεις σεαυτώ είδωλον ουδέ παντός ομοίωμα” ήταν η άρνησή του και η απολογία του. Αποφάσισα όμως να πάρω την αμαρτία του στο λαιμό μου. Ο Θεός και η μακαρία ψυχή του ας μου συχωρέσουν το κρίμα μου. Ένας από τους ωραιότερους τίτλους που αναγνωρίζω στη ζωή μου, είνα ότι παρέδωσα στους μεταγενέστερους τη μορφή του Παπαδιαμάντη. Με τι δόλια και αμαρτωλά μέσα επραγματοποίησα τον άθλο μου αυτό, το διηγήθηκα, όπως είπα, αλλού. Εκείνο που μου θυμίζουν ζωηρότερα τώρα οι ευλαβητικές γιορτές της Σκιάθου, είναι η ανησυχία του για τη στιγμή που τον αποτράβηξα ως την προσήλια γωνίτσα του μικρού καφενείου, για να ποζάρει μπροστά στο φακό μου. Να “ποζάρει” είναι ένας λεχτικός τρόπος. Είχε πάρει μόνος του τη φυσική του στάση απάνω σε μια πρόστυχη καρέκλα, με τα χέρια σταυρωμένα στο στήθος, με το κεφάλι σκυφτό, με τα μάτια χαμηλωμένα, στάση βυζαντινού αγίου, σαν ξεσηκωμένη από κάποιο καπνισμένο παλιό τέμπλο ερημοκλησιού του νησιού του. Αυτή δεν ήταν στάση για μια πεζή φωτογραφία. Ήταν μια καλλιτεχνική σύνθεση, και θα μπορούσε να είναι ένα έργο του Πανσελήνου ή του Θεοτοκοπούλου. Αμφιβάλλω αν φωτογραφικός φακός έλαβε ποτέ μια τέτοια ευτυχία. Αλλά ο Αλέξανδρος ήταν βιαστικός να τελειώνουμε. Γιατί; Μου το ψιθύρισε, ανήσυχα, στο αυτί, και ήταν η πρώτη φορά που τον είχα ακούσει -ούτε φαντάζομαι πως θα τον άκουσε ποτέ κανένας άλλος- να μιλεί γαλλικά: -Nous excitons la curiosité du public. Ακούσατε; Ερεθίζαμε την περιέργεια του… Κοινού! Ποιου Κοινού; Δεν ήταν εκεί κοντά μας παρά ένα κοιμισμένο γκαρσόνι του καφενείου, ένας γεροντάκος που λιαζότανε στην άλλη γωνιά του μαγαζιού, και δυο λουστράκια που παίζανε παράμερα. Αυτό ήταν το Κοινό, που ανησυχούσε τον Παπαδιαμάντη η “περίεργειά” του. Και αυτή ήταν η διαπόμπευσή του, που βιαζότανε να της δώσει ένα τέλος. -Η φιλία ενίκησε το ζορμπαλίκι… μου είπε -αντιγράφω τα ίδια του τα λόγια- στο τέλος του μαρτυρίου του. Μήπως δεν ήταν στ’ αλήθεια, μια πραγματική θυσία που είχε κάνει στη φιλία μου; Μια θυσία της αγιότητάς του στην ειδωλολατρική ματαιότητα των εγκοσμίων (…)” Παύλος Νιρβάνας (περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, τ. 163, 1/10/1933).
(Από το μπλογκ Λογομνήμων… κατ’ ευφημισμόν).
Η πολιτική κριτική του
Στα σχολικά χρόνια μάς παρουσίασαν τον Παπαδιαμάντη κύρια σαν θρησκευτικό συγγραφέα. Δεν παρουσιάσθηκε η κριτική που ασκούσε με ένα ιδιαίτερα καυστικό ύφος, στην κοινωνία, τους πολιτικούς, το κράτος, γράφει ο toxotis.se. Ενοχλούσε…Ο Παπαδιαμάντης όμως, “(…) είναι ένας μεγάλος κοινωνικός και πολιτικός συγγραφέας, ο μεγαλύτερος πολιτικός συγγραφέας των γραμμάτων μας, ο βαθύτερος μελετητής της κοινωνικής και πολιτικής ζωής της δικής του εποχής αλλά και των μεταγενεστέρων εποχών μέχρι των σημερινών κακών μας των καιρών. Ως πολιτικός συγγραφέας ο Παπαδιαμάντης είναι και οξύτατος σατιριστής και γι’ αυτό ίσως ενόχλησε τότε, όπως ενοχλεί και νυν.(…)”. Ο οργισμένος πολιτικός του λόγος είναι, σήμερα, επίκαιρος όσο ποτέ.
“Μένεις έκθαμβος όταν (…) στηλιτεύει τους Ελληνες πολιτικούς για κομπίνες, λοβιτούρες, εξυπηρέτηση «δικών» τους, για επιδιωκόμενες εργολαβίες μεγάλων έργων. Δεν ξεχνάει να επικρίνει αιώνια ελαττώματα του Ελληνα, όπως ο ξενισμός και ο πιθηκισμός του. Ο πολιτικός λόγος του επίκαιρος όσο ποτέ για τους… εμπόρους των εθνών, για τους ανάλγητους κι ανεύθυνους πολιτικούς μας.”
“(…) Κι επειδή οι πολιτικοί στοχασμοί του Παπαδιαμάντη ήσαν άκρως ενοχλητικοί, καθότι ήσαν σωστοί, βρέθηκε και γι’ αυτόν η ταμπέλα του «συντηρητικού» και του «αντιδραστικού». Αλλ’ όμως κανείς προοδευτικός δεν μας έχει δώσει με τόση περιγραφική γλαφυρότητα την ευτέλεια του τότε και νυν πολιτικού μας βίου στο βαθμό που το πέτυχε ο Παπαδιαμάντης με το περίφημο αφήγημα «Οι Χαλασοχώρηδες», που δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην Ακρόπολι του Γαβριηλίδη τον Αύγουστο του 1892″.
Έχουν γραφεί τόσο αρνητικές όσο και θετικές κριτικές για το έργο του Παπαδιαμάντη. Να, πως αναφέρεται ο Κώστας Βάρναλης γι αυτόν:
«Αυτός ο “πτωχαλαζών, ο τρέφων αλλοκότους ιδέας”, είχε και την… αλλόκοτην ιδέα να ξέρει τη δημοτική περίφημα και να τη γράφει θαυμάσια (στα διαλογικά μέρη των διηγημάτων του κυρίως) κι όμως να προτιμά την καθαρεύουσα, ανάκατη με δημοτικά στοιχεία. Αλλ’ ήτανε τόσο μαέστρος σα συγγραφέας, που κατόρθωνε να ζωντανεύει ό,τι νεκρό άγγιζε με την πέννα του (…) Ο Παπαδιαμάντης όμως δε γίνεται δημοτικιστής χωρίς να είναι. Ητανε με τον τρόπο το δικό του. Οι ήρωές του, άνθρωποι του λαού μιλούνε σ’ όλα του τα διηγήματα τη γλώσσα του λαού (…)».
Ασκώντας κριτική στους «υβριστές» του Παπαδιαμάντη και ειδικά στον Πέτρο Βλαστό, ο Βάρναλης σημειώνει, μεταξύ άλλων: «(…) Εστω, ο Παπαδιαμάντης δεν ήξερε τι θα πει γλώσσα και δεμένο ύφος (…) Αλλ’ αυτό δεν μας ενδιαφέρει. Ο,τι μας ενδιαφέρει είναι, πως ένας λογοτέχνης σαν τον Βλαστό αποκαλεί τον Παπαδιαμάντη “ελεεινό” και το μυαλό του “χωριάτικο”. Γιατί απλούστατα ο Βλαστός έκαμνε Τέχνη του γραφείου κι ο Παπαδιαμάντης Τέχνη του ανοιχτού ορίζοντα. Ο ένας έκαμνε Τέχνη ψεύτικη κι ο άλλος Τέχνη αληθινή. Ο ένας έπλαθε την Τέχνη του με τα πιο εξεζητημένα στοιχεία κι ο άλλος με τα πιο απλά. Ο ένας αγαπούσε το λαό κι ο άλλος τόνε μισούσε (…)». Και αλλού: (…) Ο Παπαδιαμάντης είναι ο κατ’ εξοχήν αντιρρητορικός συγγραφέας. Ο φωνακλαδισμός, η πόζα, η επιτήδεψη κ’ η ανειλικρίνεια, που αποτελούνε τα κυριότερα γνωρίσματα της κακής Τέχνης (…) λείπουν ολότελα από τον Παπαδιαμάντη (…) Ο Παπαδιαμάντης είναι ο μεγαλύτερος νεοέλληνας συγγραφέας κι ο μόνος, που μπορεί κανείς να τον διαβάζει και πάντα να τόνε βρίσκει νέον κι αναπάντεχο (…)».
Ο Παπαδιαμάντης κατακεραυνώνει τους πολιτικούς
Ένα κείμενο του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη για το νέο έτος… 1896! Δημοσιεύθηκε πριν 115 χρόνια, την 1η Ιανουαρίου 1986, στην εφημερίδα “ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ”. Το 2011 η οικονομική και πολιτική εικόνα της χώρας, είναι “αντιγραφή” του 1896,. Ο Σκιαθίτης συγγραφέας έζησε τη χρεωκοπία, την πτώση του Τρικούπη και τον αποτυχημένο πόλεμο του 1897. Αληθινός πατριώτης και ζωντανός άνθρωπος, ο Παπαδιαμάντης, στηλιτεύει την κοινωνική διαφθορά και την πολιτική κατάσταση της χώρας. Σαν να μην άλλαξε τίποτε σ’ αυτό τον τόπο… Οι έλληνες πολιτικοί… “διαψεύδουν” “Τα πάντα ρεί”, του Ηράκλειτου.
Τις ημύνθη περί πάτρης; (Πρωτοχρονιά 1896)
“Το εκήρυξεν ο θείος Όμηρος προ ετών τρισχιλίων: Είς οιωνός άριστος!…Αλλά τις έβαλεν εις πράξιν την συμβουλήν του θειοτάτου αρχαίου ποιητού; Εκ της παρούσης ημών γενεάς τις ημύνθη περί πάτρης;
«Ημύνθησαν περί πάτρης οι άστοργοι πολιτικοί, οι εκ περιτροπής μητρυιοί του ταλαιπώρου ωρφανισμένου Γένους, του ‘’στειρεύοντος πριν, και ητεκνωμένου δεινώς σήμερον;’’
Άμυνα περί πάτρης δεν είναι αι σπασμωδικαί, κακομελέτητοι και κακοσύντακτοι επιστρατείαι, ουδέ τα σκωριασμένης επιδεικτικότητος θωρηκτά.
Άμυνα πετρί πάτρης θα ήτο η ευσυνείδητος λειτουργία των θεσμών, η εθνική αγωγή, η χρηστή διοίκησις, η καταπολέμησις του ξένου υλισμού και του πιθηκισμού, του διαφθείραντος το φρόνημα και εκφυλίσαντος σήμερον το έθνος, και η πρόληψις της χρεωκοπίας.
Τις ημύνθη περί πάτρης;
Και τι πταίει η γλαυξ, η θρηνούσα επί ερειπίων; Πταίουν οι πλάσαντες τα ερείπια. Και τα ερείπια τα έπλασαν οι ανίκανοι κυβερνήται της Ελλάδος.
Και σήμερον, νέον έτος έρχεται. Και πάλιν τι χρειάζονται οι οιωνοί; Οιωνοί είναι τα πράγματα.
Μόνον ο λαός λέγει. Κάθε πέρσυ και καλλίτερα.
Ας ευχηθώμεν το ερχόμενον έτος να μη είναι χειρότερον από το έτος το φεύγον”.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης
Και αυτά τα λέει ο πολιτικώτατος Παπαδιαμάντης την ώρα που η Ελλάδα ζούσε το πολιτικό μεθύσι που πρόσφεραν οι Ολυμπιακοί αγώνες. Ένα χρόνο μετά ήλθε η επονείδιστη ήττα του 1897. Ο Παπαδιαμάντης, η γλαυξ που θρηνούσε επί των ερειπίων, είχε δικαιωθεί. Αλλά πόσοι ακούνε τις γλαύκες τις τότε και της παρούσης εποχής;
Εφημερίς “Ακρόπολις”, 1 Ιαν. 1896.
Οι Έμποροι των Εθνών
Ένα από τα τέσσερα μυθιστορήματα που έγραψε, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Δημοσιευόταν κάθε εβδομάδα του 1882 σε συνέχειες στο περιοδικό «Μη Χάνεσαι». Διαδραματίζεται στο Αιγαίο πέλαγος μεταξύ 1199 και 1207, δηλαδή λίγο πριν και, λίγο μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το 1204, από τους Σταυροφόρους της τέταρτης Σταυροφορίας. “Οι έμποροι των Εθνών” είναι μια διεισδυτική μελέτη για της αδυναμίες της ανθρώπινης σάρκας, Υπερβαίνει τα όρια της ανθρώπινης φύσης, βασανίζεται στη δίνη μιας ερωτικής παρόρμησης.
«Τι εζήτει η Βενετία πέμπουσα τους στόλους τούτους εις το Αιγαίον; Ο,τι ζητεί ο σφαγεύς παρά του θύματος, τας σάρκας αυτού, ίνα κορέση την πείναν του. Διατί αι ιδιωτικαί αύται και κεκυρωμέναι με τα σήματα του Αγίου Μάρκου επιχειρήσεις; Διατί οι τοσούτοι εργολάβοι των κατακτήσεων, των ως διά δημοπρασίας εκτελουμένων;
Η Βενετία προσηγόρευεν εαυτήν Πολιτείαν, και είχεν υιούς τυράννους. Τοις έδιδε το χρίσμα της και τους έπεμπεν ίνα κατακυριεύσωσι της γης. Η γενεαλογία της πολιτικής είναι συνεχής και γνησία κατά τους προγόνους.
Η αργία εγέννησε την πενίαν.
Η πενία έτεκε την πείναν.
Η πείνα παρήγαγε την όρεξιν.
Η όρεξις εγέννησε την αυθαιρεσίαν.
Η αυθαιρεσία εγέννησε την ληστείαν.
Η ληστεία εγέννησε την πολιτικήν.
Ιδού η αυθεντική καταγωγή του τέρατος τούτου. Τότε και τώρα, πάντοτε η αυτή. Τότε διά της βίας, τώρα διά του δόλου… και διά της βίας.
Πάντοτε αμετάβλητοι οι σχοινοβάται ούτοι, οι Αθίγγανοι, οι γελωτοποιοί ούτοι πίθηκοι (καλώ δε ούτω τους λεγομένους πολιτικούς). Μαύροι χαλκείς κατασκευάζοντες δεσμά διά τους λαούς εν τη βαθυζόφω σκοτία του αιωνίου εργαστηρίου των».
Οι Χαλασοχώρηδες
«Οι Χαλασοχώρηδες» (δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» 12-22 Αυγούστου 1892). Σ’αυτό καταγράφει τα εκλογικά ήθη της εποχής, την υφαρπαγή ψήφων με υποσχέσεις, ρουσφέτια, εκβιασμούς, περιγράφοντας παράλληλα κομματάρχες και υποψήφιους βουλευτές.
“(…)Η πλουτοκρατία δεν έχει χρώμα ή κομματικό στέκι, είναι παρούσα παντού, χρησιμοποιεί κάθε μέσο και οποιαδήποτε ρητορική ώστε να σκοτεινιάζει τον τόπο και να κρύβει τον ήλιο. Πλέον, όμως, δεν υπάρχει ο μπαμπακόσπορος, τον οποίο απαιτούσαν οι ήρωες των Χαλασοχώρηδων του Παπαδιαμάντη για να πουλήσουν την ψήφο τους. Τη θέση του πια έχουν καταλάβει οι διορισμοί σε δημόσιες θέσεις(…)” (Το κείμενο ολόκληρο εδώ)
«Ο Λάμπρος ο Βατούλας και ο Μανώλης ο Πολύχρονος είχαν το λύειν και το δεσμείν εις τα δύο κόμματα, έταζαν “φούρνους με καρβέλια”(…). Πέφτουν με τα μούτρα στη λαδιά, ηξεύρουν πώς να κυνηγούν το πλιάτσικο(…).
Κατά την πρώτην σύνοδον της Βουλής, ο Γεροντιάδης εφρόντισε να διορίση εις μικράς ή μεγάλας θέσεις όλους τους ανεψιούς του, επτά τον αριθμόν, καθώς και δύο εξαδέλφους του και τρεις δεύτερους εξαδέλφους του, ως και δύο κουμπάρους, και τον υιόν της κουμπάρας του, και τον αδελφόν της υπηρετρίας του, και άλλους.
Κατά την δευτέραν σύνοδον κατώρθωσε να ακυρώση δικαστικώς όλα τα ενοικιαστήρια των οικιών των αντιπάλων του, ως δημοσίων γραφείων, και να ενοικιάση την μίαν οικίαν του ως επαρχείον, την άλλην ως ελληνικόν σχολείον, καθώς και της τρίτης μεγάλης παραθαλασσίας οικίας του, το μεν άνω πάτωμα ως εφορίαν, το δε κάτω πάτωμα ως λιμεναρχείον…
Κατά την τρίτην σύνοδον επρόφθασε κ’ έβαλε δύο εκ των υιών του υποτρόφους δύο διαφόρων κληροδοτημάτων… Οσον δια την κόρην του, αυτήν την εισήγαγε εις το “Σκολειό της Αμαλίας”, ως ασφαλέστερον(…). Και άλλα ακόμη θα κατόρθωνε, διότι η Βουλή εκείνη παραδόξως εφαίνετο έχουσα “μέρες απ’ το Θεό” δια να ζήση. Δυστυχώς, και παρ’ελπίδα, διελύθη, τέταρτον μήνα της Γ’ συνόδου άγουσα…
Ο,τι απετέλει την δύναμιν του Αλικιάδου ήτο ο πόθος υφ’ ου εφλέγετο να φανή χρήσιμος εις την εκτέλεσιν των δημοσίων έργων της επαρχίας. Εν πρώτοις, υπήρχεν η εθνική οδός, η προκηρυσσομένη εκάστοτε ως μέλλουσα να κατασκευασθή παρά την πρωτεύουσαν της επαρχίας πόλιν.
Εκείθεν, αν εξελέγετο βουλευτής, θα είχε τη μερίδα του λέοντος. Από τώρα είχεν αρχίσει να συνεταιρίζεται κρυφά με τους εργολάβους. Κατά την πρώτην βουλευτείαν του ολόκληρον δάσος το είχε κάμει ιδικόν του, δικαιώματι κατακτήσεως. Με τον έφορον, τον οποίον είχε φέρει εις την επαρχίαν του, είχε προεξηγηθή σαφέστατα: “Θα σε διορίσω, αλλά φόρον δεν θα βεβαιώσης από την ξύλευσιν του δάσους”».