Του Σήφη Φανουράκη
Τι ακριβώς εννοούμε με τον όρο Κιτς; Μπορούμε να πούμε ότι είναι η «άσχημη» τέχνη που καταστρέφει τις εικαστικές αξίες και προωθεί τις ψευδαισθήσεις της αισθητικής;
Σύμφωνα με τον Walter Benjamin, το κιτς σε αντίθεση με την τέχνη, αναφέρεται σε ένα χρηστικό αντικείμενο το οποίο προσφέρει άμεση συναισθηματική ανακούφιση χωρίς πνευματική προσπάθεια.
Σύμφωνα δε με τον Κούντερα και τον Γκρήνμπεργκ μπορούμε επίσης να πούμε ότι κίτς ή κακογουστιά είναι: όλα όσα είναι κίβδηλα στη σύγχρονη ζωή και αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ανθρώπινης φύσης, προσδιορίζοντας ανθρώπινες καταστάσεις και κοινωνικές συμπεριφορές, αλλά και μία καλλιτεχνική «τάση» στα στενά πλαίσια της αισθητικής αντίληψης στην τέχνη.
Γενικά, με τον όρο Κιτς εννοούμε, όχι μόνο την έλλειψη καλού γούστου, αλλά την πνευματική, την πολιτισμική και την κοινωνική «έκπτωση».
Άλλωστε, η μετα-μοντέρνα τέχνη έχει κατακλυστεί από καλλιτεχνικές προσεγγίσεις του Κιτς που κινούνται ανάμεσα στην υπερβολή και σε μια «αβάσταχτη» ελαφρότητα.
Όταν μια κοινωνία ενδιαφέρεται μόνο για τα υλικά αγαθά με άκρατη καταναλωτική μανία, υιοθετεί μοιραία εκφράσεις του Κιτς, τόσο στην αισθητική όσο και στην καθημερινή συμπεριφορά της.
Αυτή ακριβώς η αντίληψη έχει «εμφιλοχωρήσει» τώρα και χρόνια στη σκέψη και πράξη των Δημοτικών αρχών της πόλης.
Μπορούμε να καταλάβουμε ότι, τα πάντα γίνονται στο όνομα της «είσπραξης» και του κέρδους, αλλά δεν κατανοούμε καθόλου, το μέγεθος της «ξεφτίλας» και της εκκωφαντικής έλλειψης κουλτούρας :γενικά όλες οι αξίες και οι έννοιες, ηθικές, θρησκευτικές και αισθητικές, της κοινωνίας στην οποία ζούμε.
Όταν αυτές οι αξίες και οι έννοιες καταστρέφονται, χωρίς να αντικαθίστανται από καινούργιες ισάξιες, τότε υπάρχει μια «κοινωνική καταστροφή» της κουλτούρας από το υπάρχον οικονομικό σύστημα, με στόχο, την ολική υποκατάστασή τους με άλλες αξίες που προάγουν αποκλειστικά τα παραγωγικά και καταναλωτικά πρότυπα, τα οποία υιοθετούνται και αναπαράγονται κύρια από την μικροαστική τάξη.
Βέβαια αυτά τα πρότυπα γίνονται αποδεκτά σαν τυπικά πλαίσια αναφοράς χωρίς περιεχόμενο και χωρίς αναφορά στην κοινωνία από την οποία γεννιούνται. Και έτσι, η κακογουστιά (το Κιτς) κυριαρχεί ως αυθόρμητη πολιτιστική πρωτοπορία της κοινωνίας, που επιβιώνει ανάλογα με τον ρυθμό της ενδεχόμενης κατανάλωσης.
Αυτή η ολική υποταγή του προϊόντος στην κατανάλωση και τη «χρησιμότητα», χωρίς αυτό να είναι ωραίο, οδηγεί σταδιακά στο κακό γούστο των καταναλωτών, μόνο για εμπορικούς λόγους.
Κατά τον ίδιο τρόπο τα διάφορα «δρώμενα» στην πόλη, μετατρέπονται σε «ομοιώματα» πολιτιστικών δράσεων στην υπηρεσία της κατανάλωσης των μαγαζιών.
Στην περίπτωση των κακόγουστων εφήμερων γιορτινών κατασκευών στην πλατεία Ελευθερίας, για τις οποίες δεν υπάρχει έγκριση από κανένα φορέα που προστατεύει αυτή την πόλη, υποθέτω ο Δήμος θα έχει κάποιο οικονομικό όφελος, ενοικιάζοντας την Πλατεία, ενώ η γύρω περιοχή (τα καφέ, τα σουβλατζίδικα κ.α), θα «συμμετάσχουν» οικονομικά στο όλο event.
Σε αυτά τα δρώμενα του Δήμου, υιοθετούνται και προάγονται τα «ομοιώματα» της καταναλωτικής κοινωνίας που διαμορφώνουν μια απατηλή εικόνα, του γούστου, της αισθητικής του πρέποντος, του ορθού ή του λάθους.
Μια εικόνα που αντλεί τη δύναμή της από το μοντέλο της Disney Land. Μια εικόνα–ομοίωμα, που τόσο θαυμάσια αλληλοτροφοδοτεί τα media και έχει σαν λαϊκιστικό άλλοθι: – “αυτά αρέσουν στα παιδιά”.
Έτσι «το φωτεινό χωριό – χριστουγεννιάτικο κάστρο» που στήθηκε στην πλατεία, ως ψευδαίσθηση γιορτινής «αναψυχής» σε συνδυασμό με την «ειρήνευση μέσω ενός καφέ», καταναλώνεται μαζί με τα πλαστά πρότυπα της αισθητικής των κακόγουστων κατασκευών του.
Η επίκληση της αρεσκείας των παιδιών ή του κόσμου αποτελεί εργαλείο εμπέδωσης του λαϊκισμού.
Μήπως αυτά τα «παιδιά» δεν αξίζουν καλλίτερα αισθητικά πρότυπα και παιδεία;
Γιατί να καθηλώνονται από μικρά σε τέτοια κίβδηλα αισθητικά πρότυπα της εφήμερης κατανάλωσης;Μήπως για να ενσωματώνουν καλλίτερα την επιβολή της εξουσίας, χωρίς διαμαρτυρία;
Όμως έτσι, προωθείται η ανάγκη ύπαρξης του παραμορφωτικού καθρέφτη της ωραιοποίησης και της αυτοϊκανοποίησης, που ενισχύει την στάση του νέου ανθρώπου που θέλει να αρέσει. Επίσης προωθείται η ανάγκη της όποιας εξουσίας που για να είναι αρεστή, πρέπει να επιβεβαιώσει όλα όσα ο κόσμος θέλει να ακούσει.
H συγκεκριμένη χρήση της πλατείας από την Δημοτική αρχή, έστω και για ένα μήνα, μας δείχνει ότι ο δημόσιος χώρος έχει χειραγωγηθεί από τις οικονομικές δυνάμεις. Έχει απολέσει τα χαρακτηριστικά του, ως «δημόσια σφαίρα» και πεδίο πολιτικής συμμετοχής, που αποτελούν το θεμέλιο μιας δημοκρατικής δημοτικής διακυβέρνησης.
Από την άλλη βέβαια σύμφωνα με τον Σωκράτη, «το καλόν συμπίπτει με το αγαθόν ενώ αμφότερα συμπίπτουν με το ωφέλιμον».
Για τον Σωκράτη λοιπόν, η Αισθητική (το κάλλος) και η Ηθική (το αγαθόν), συμπληρώνονται από το Ωφέλιμον, ενώ και τα τρία μαζί συνιστούν αυτό που κοινά λέμε «Αισθητικόν».
Άλλωστε στην αρχαιότητα, με το κάλλος, το αγαθόν και το ωφέλιμον – μέσα στην απλότητα και στο απέριττο – πραγματώθηκε η πιο υψηλή έκφραση της ισορροπίας του Απολλώνιου και Διονυσιακού πνεύματος η οποία απεικονίζεται στον πολιτισμό του Παρθενώνα, ο οποίος μνημονεύεται και από τον Περικλή ως: «Φιλοκαλούμεν τε γαρ μετ΄ευτελείας και φιλοσοφούμεν άνευ μαλακίας».
Θυμάμαι δε, έναν καθηγητή μου στην Αρχιτεκτονική, που όταν μας επέβλεπε τις εργασίες, μας έλεγε πάντα : να απεχθάνεστε την μετριότητα, αλλά ούτε και να αρκείστε στην απλή ομορφιά. Πάντα θα πρέπει να αναζητείτε το θεσπέσιο, στην τέχνη, στην αρχιτεκτονική και σε όλα τα επίπεδα της ζωής σας.
Ο Σήφης Φανουράκης είναι αρχιτέκτονας. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στις “Ρωγμές”