Με αφορμή δημοσίευμα της «Εφημερίδας των Συντακτών» για αλλαγή της εμπορικής πολιτικής του πρακτορείου «Άργος» έναντι των διακινούμενων εντύπων, καθώς και των όρων συνεργασίας και τιμολόγησης αυτών εντός του προσεχούς διαστήματος.
Μετά από δημοσιεύματα σχετικά με την πρόθεση συγκεκριμένου πρακτορείου διανομής τύπου (σ.σ.: του «Άργους», συμφερόντων Μαρινάκη) για την αλλαγή της εμπορικής του πολιτικής έναντι των διακινούμενων εντύπων, καθώς και των όρων συνεργασίας και τιμολόγησης αυτών εντός του προσεχούς διαστήματος, ο Υπουργός Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης, Νίκος Παππάς, και ο Υφυπουργός, Λευτέρης Κρέτσος, απέστειλαν σήμερα, όπως ανακοινώθηκε, κοινή επιστολή τους στην Επιτροπή Ανταγωνισμού ζητώντας τις άμεσες ενέργειές της επί του θέματος στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων της.
Επισημαίνεται στην ίδια ανακοίνωση ότι αυτό έγινε σε συνέχεια της από 30.8.2017 κοινής επιστολής των Υπουργών Οικονομίας και Ανάπτυξης και Ψηφιακής Πολιτικής, Τηλεπικοινωνιών και Ενημέρωσης προς την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Σε εκείνη την επιστολή, οι δύο Υπουργοί ζητούσαν τη γνώμη της Επιτροπής σχετικά με τη λειτουργία του ανταγωνισμού σε περίπτωση που παύσει τη δραστηριότητά της η μία εκ των δύο υφιστάμενων επιχειρήσεων (πρακτορείων) διανομής Τύπου, καθιστώντας de facto μονοπωλιακή τη θέση του μοναδικού ανταγωνιστή της, ο οποίος μάλιστα ελέγχεται από εκδότες που κατέχουν σημαντικό μερίδιο στην αγορά των εντύπων (σ.σ.: τον Β. Μαρινάκη).
Από την Επιτροπή Ανταγωνισμού είχε ζητηθεί ακόμα, σε περίπτωση που η γνωμοδότηση καταδεικνύει μη ικανοποιητική λειτουργία του ανταγωνισμού, να υποδειχθούν τα κατάλληλα μέτρα που θα πρέπει να ληφθούν από την Πολιτεία.
Στην επιστολή γινόταν αναφορά στην ανάγκη ανεμπόδιστης άσκησης της συνταγματικά κατοχυρωμένης ελευθερίας του Τύπου, που συνδέεται άρρηκτα με την ελευθερία κυκλοφορίας του, όπως προστατεύεται από το Σύνταγμα, καθώς και στη θεσμοθετημένη αρχή της επαγγελματικής ελευθερίας και την κατάργηση των αδικαιολόγητων περιορισμών αναφορικά με τη διαδικασία άσκησης της οικονομικής δραστηριότητας της λειτουργίας Πρακτορείου Εφημερίδων και Περιοδικών.
Επίσης, σημειωνόταν ότι η ελευθερία του Τύπου και ειδικότερα σε ό,τι αφορά τη διανομή του προϋποθέτει συνθήκες υγιούς ανταγωνισμού, προκειμένου να διασφαλίζεται επαρκώς: α) η δυνατότητα πρόσβασης όλων των εκδοτών σε σύστημα διανομής των εντύπων τους, στο οποίο δεν θα εφαρμόζονται άνισοι όροι, β) η δυνατότητα των εκδοτών να επιλέγουν ποιοτικές υπηρεσίες διανομής και γ) η επί ίσοις όροις διανομή των εντύπων (εφημερίδων και περιοδικών) προς το καταναλωτικό κοινό.
Η καταγγελία της «Εφ.Συν.»
Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι, αυτή τη στιγμή, η εταιρεία Αλτερ Εγκο, συμφερόντων του Β. Μαρινάκη, έχει αποκτήσει τα περιουσιακά στοιχεία του πρώην ΔΟΛ (Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη Α.Ε.), αλλά, δι’ αυτών, και το πλειοψηφικό πακέτο των μετοχών (περίπου 70%) της «ΑΡΓΟΣ Ανώνυμη Εταιρεία Πρακτορεύσεως, Διαχειρίσεως και Μεταφορών», η οποία ασκεί πλέον μονοπωλιακά το έργο της διανομής του Τύπου, εφόσον έχει καταρρεύσει το άλλο πρακτορείο που υπήρχε («Ευρώπη»).
Όπως, μάλιστα, καταγγέλλει σήμερα η «Εφ.Συν.», η εταιρεία Αργος, μέσω επιστολής της στην εφημερίδα, την ενημερώνει για τους νέους όρους συνεργασίας που αποφάσισε μονομερώς η ίδια και θεωρεί ότι θα ισχύουν από την 1η Δεκεμβρίου 2018.
Οι όροι αυτοί είναι επαχθέστεροι για την «Εφημερίδα των Συντακτών» από αυτούς που προβλέπει η ισχύουσα σύμβαση, ενώ και ο πολύπλοκος μηχανισμός τιμολόγησης που προτείνεται, αποκλείει κάθε δυνατότητα ορθολογικού ελέγχου.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η απόφαση αυτή της Αργος Α.Ε. συνιστά μονομερή τροποποίηση των όρων μιας σύμβασης ορισμένου χρόνου διετούς διάρκειας που υπογράφηκε μόλις τον Αύγουστο του 2017 και λήγει τον Αύγουστο του 2019!
Η πρωτοφανής αυτή μονομερής παραβίαση των όρων μιας ισχύουσας σύμβασης δεν μπορεί φυσικά να γίνει ανεκτή. Και πρόκειται για το πιο κραυγαλέο παράδειγμα της κατάστασης στην οποία οδηγεί η επικράτηση ενός παρόμοιου μονοπωλίου.
Το γεγονός ότι οι εταιρείες συμφερόντων του κ. Μαρινάκη ελέγχουν «de facto» (σύμφωνα με την Επιτροπή Ανταγωνισμού) το πρακτορείο διανομής, ενώ ταυτόχρονα είναι και ιδιοκτήτες ανταγωνιστικών εντύπων σηματοδοτεί πλέον θανάσιμο κίνδυνο για την ελευθερία του Τύπου, εφόσον με τον μηχανισμό της «νέας εμπορικής πολιτικής» μπορεί το πρακτορείο κατά βούληση να προκαλεί άμεσο οικονομικό στραγγαλισμό σε ανεπιθύμητους ανταγωνιστές.
Ηδη έχουν παρουσιαστεί πολλά κρούσματα επιλεκτικής αντιμετώπισης των εντύπων κατά τη διανομή τους, καθώς και αδικαιολόγητη συρρίκνωση σημαντικών σημείων πώλησης. Αλλά, με την ανακοίνωση αυτής της «νέας εμπορικής πολιτικής», το μονοπωλιακό πρακτορείο ξεπέρασε κάθε όριο.
Παρόμοιες επιστολές έλαβαν και άλλες εκδοτικές επιχειρήσεις που συμβάλλονται κατ’ ανάγκη με το πρακτορείο Αργος, εφόσον δεν υπάρχει εναλλακτική λύση διανομής του Τύπου.
Η «Εφημερίδα των Συντακτών», όπως αναφέρει, υφίσταται τη δυσμενέστερη αντιμετώπιση σε σχέση με τις άλλες εφημερίδες, εφόσον είναι η μόνη για την οποία το πρακτορείο αποφάσισε μονομερώς να παραβιάσει ισχύουσα σύμβαση. Για άλλα έντυπα πρότεινε να ισχύουν οι νέοι όροι μετά τη λήξη των σχετικών συμβάσεων.
Είναι σαφές ότι, αν γίνει δεκτός αυτός ο τρόπος λειτουργίας μιας επιχείρησης με «δεσπόζουσα θέση» σε κάποιον οικονομικό τομέα, τότε καθιερώνονται όροι «νόμιμης» μονοπωλιακής λειτουργίας σε αυτόν τον τομέα και καταργούνται όσα προβλέπει ο σχετικός νόμος περί ανταγωνισμού.
Όπως εύστοχα σημειώνει η «Εφ.Συν.», η υπόθεση δεν αφορά μόνο τις επιχειρήσεις του Τύπου, τους εργαζομένους σε αυτές και τους αναγνώστες των εφημερίδων. Πρόκειται για κορυφαίο ζήτημα λειτουργίας της δημοκρατίας. Βάλλεται ευθέως η ελευθερία του λόγου, η ελευθερία διακίνησης ιδεών και η κατοχυρωμένη ελευθερία του Τύπου.