«Η ελληνική οικονομία παραμένει σε θετική τροχιά, η ανεργία μειώνεται, η απασχόληση και οι αμοιβές αυξάνονται, ενώ με βάση τα σημερινά δεδομένα το πρωτογενές πλεόνασμα εμφανίζεται υψηλότερο κατά 1 δισ. ευρώ σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα πέρυσι.
Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί περιθώρια για σημαντικό κοινωνικό μέρισμα στο τέλος του έτους. Ωστόσο παραμένουν εστίες αβεβαιότητας που αφορούν την πορεία της παγκόσμιας οικονομίας, τις εμπορικές εντάσεις και την Ιταλία, αλλά και την κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις». Αυτά, μεταξύ άλλων, προκύπτουν από όσα τόνισε ο επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή Φραγκίσκος Κουτεντάκης, παρουσιάζοντας την έκθεση του Γραφείου για την πορεία της ελληνικής οικονομίας το τρίτο τρίμηνο του έτους. Ο ίδιος προέβλεψε σημαντική υπέρβαση και φέτος του πρωτογενούς πλεονάσματος από τον στόχο του προϋπολογισμού, αφού ήδη το εννεάμηνο κινείται κατά 1 δισ. ευρώ υψηλότερα από πέρυσι. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις, αν δεν υπάρξει ανατροπή των σημερινών δεδομένων, το πρωτογενές πλεόνασμα του 2018 μπορεί να φθάσει και το 4,5% του ΑΕΠ (έναντι στόχου 3,5%), που σημαίνει ότι δημιουργούνται περιθώρια για υψηλό κοινωνικό μέρισμα.
Σε ό,τι αφορά τις δικαστικές αποφάσεις για τα αναδρομικά των συνταξιούχων, όπως επισημαίνεται στην έκθεση, μπορούν να εγείρουν «επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο. Η αβεβαιότητα αυτή, σημειώνεται, «θα μπορούσε να ενισχυθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό, ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί». Ο κ. Κουτεντάκης αν και αναγνώρισε το ρίσκο, προέβλεψε πάντως ότι δεν προβλέπεται να δημιουργηθεί «τσουνάμι» υποχρεώσεων του Δημοσίου που θα ανατρέψει τους δημοσιονομικούς στόχους. Επίσης, σε ό,τι αφορά τις εξαγγελίες των κομμάτων είπε ότι εντάσσονται στο πλαίσιο των δημοσιονομιών στόχων και δεν δημιουργούν πρόβλημα. Ανέφερε χαρακτηριστικά ότι μέχρι στιγμής κανένα από τα κόμματα που διεκδικεί την εξουσία δεν διαταράσσει με τις εξαγγελίες του την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων της χώρας.
Αναλυτικά τα συμπεράσματα της έκθεσης του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής για το Γ’ τρίμηνο του έτους είναι τα ακόλουθα:
Η πορεία της ελληνικής οικονομίας διατηρεί τα θετικά στοιχεία και στο τρίτο τρίμηνο του έτους. Ο ρυθμός μεγέθυνσης (δεύτερο τρίμηνο) παραμένει θετικός στο 1,8% (έναντι 2,5% στο πρώτο τρίμηνο), η απασχόληση τον Αύγουστο αυξήθηκε 2,3% σε ετήσια βάση, η ανεργία μειώθηκε στο 18,9% και οι μισθοί αυξάνονται (2,6% στο δεύτερο τρίμηνο). Η εκτέλεση του προϋπολογισμού είναι βελτιωμένη κατά περίπου 1 δις ευρώ σε σχέση με πέρυσι.
Λιγότερο ενθαρρυντική είναι η εξέλιξη του πληθωρισμού (ΕΔΤΚ) που βρίσκεται στο 1,1% ενώ ο πυρήνας του πληθωρισμού παραμένει ιδιαίτερα χαμηλός στο 0,4%. Το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών έχει διευρυνθεί στα 910 εκατ. ευρώ σε σχέση 52 εκατ. ευρώ πέρυσι, κυρίως λόγω των πληρωμών και εισπράξεων εισοδημάτων από και προς το εξωτερικό αλλά και της ταχύτερης αύξησης των εισαγωγών από τις εξαγωγές.
Οι ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις του δημοσίου μειώθηκαν τον Σεπτέμβριο ύστερα από μια παροδική αύξηση τον Αύγουστο, που οφείλεται στην ημερομηνία πληρωμής των φόρων εισοδήματος και τις συνακόλουθες επιστροφές. Για τον ίδιο λόγο καταγράφηκε αύξηση των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων των φορολογουμένων τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, ανατρέποντας την οριακή μείωση που καταγράφηκε στο δεύτερο τρίμηνο. Παρόλα αυτά οι εισπράξεις ληξιπρόθεσμων οφειλών συνεχίζουν να αυξάνονται και η δημιουργία νέων να μειώνεται.
Οι έως τώρα διαθέσιμοι βραχυχρόνιοι δείκτες οικονομικής δραστηριότητας καθώς και οι δείκτες οικονομικής εμπιστοσύνης υποδηλώνουν ότι θα συνεχιστεί η ανάκαμψη της οικονομίας, παρά την αύξηση της αβεβαιότητας για την πορεία της παγκόσμιας και ευρωπαϊκής οικονομίας. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, ο ρυθμός μεγέθυνσης προβλέπεται να διαμορφωθεί στο 2% το 2018. Ωστόσο, όπως επισημαίνει η εν λόγω έκθεση, ο ρυθμός μεγέθυνσης αναμένεται να παραμείνει σταθερός στο 2% την περίοδο 2019-2020 (έναντι 2,3% για το 2019 στην προηγούμενη πρόβλεψη) στο βαθμό που υλοποιηθούν όλα τα ψηφισμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής, τα οποία οδηγούν σε υπέρβαση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα (3,9% του ΑΕΠ έναντι στόχου 3,5% το 2019). Σύμφωνα πάντα με την έκθεση, η διατήρηση της προσωπικής διαφοράς στις συντάξεις είναι συμβατή με την επίτευξη του στόχου για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ και ταυτόχρονα συνεπάγεται ελαφρά δημοσιονομική χαλάρωση (όπως είχαμε επισημάνει και στη Γνώμη του Γραφείου για το Προσχέδιο του Κρατικού Προϋπολογισμού 2019) και άρα μεγαλύτερη ώθηση στην οικονομική μεγέθυνση, που σε αυτή την περίπτωση προβλέπεται στο 2,3% το 2019.
Η γενική εικόνα κρίνεται ως θετική, παραμένουν όμως κάποιες σημαντικές εστίες αβεβαιότητας. Η περαιτέρω κλιμάκωση των εμπορικών εντάσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας και κατ’ επέκταση να επηρεάσει αρνητικά τις εξαγωγές και τον ρυθμό μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας. Η συνέχιση των αναταράξεων στις διεθνείς χρηματοπιστωτικές αγορές εξαιτίας ταχύτερης ανόδου των αμερικανικών επιτοκίων και ανατίμησης του δολαρίου και οι συνεπακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις στις αναδυόμενες οικονομίες που έχουν μεγάλο μέρους του χρέους τους εκφρασμένο σε δολάρια, καθώς και η συνέχιση των εντάσεων στις σχέσεις ΕΕ-Ιταλίας, θα μπορούσαν να αυξήσουν την αποστροφή κινδύνου των διεθνών επενδυτών. Κάτι τέτοιο θα είχε αρνητικές επιπτώσεις, όπως εκτιμάται, καθώς θα οδηγούσε σε αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης του ελληνικού δημόσιου χρέους, γεγονός που θα αποθάρρυνε νέες εκδόσεις ομολόγων και θα δρούσε ανασταλτικά στην προσέλκυση ξένων επενδύσεων.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως σημειώνεται, ότι ακόμα και μετά την επιτυχή ολοκλήρωση του προγράμματος προσαρμογής τον περασμένο Αύγουστο, οι αποδόσεις των δεκαετών τίτλων του ελληνικού δημοσίου βρίσκονται σε επίπεδα άνω του 4%, κυρίως λόγω της Ιταλίας. Παρά τις υψηλές αποδόσεις, η ύπαρξη του ταμειακού αποθέματος ασφαλείας διασφαλίζει την κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών της γενικής κυβέρνησης για διάστημα τουλάχιστον δύο ετών και επιτρέπει την προσεκτική και καλά σχεδιασμένη επάνοδο στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου. Ωστόσο, αυτό δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε εφησυχασμό, καθώς η επιστροφή στις διεθνείς αγορές με βιώσιμους όρους είναι το τελικό κριτήριο για το εάν τελικά η χώρα θα καταφέρει να ξεπεράσει οριστικά τη μακρόχρονη κρίση.
Επιπρόσθετα, οι αποδόσεις των τίτλων του δημοσίου επηρεάζουν το σύνολο των εγχώριων επιτοκίων και διατηρούν σε υψηλά επίπεδα το κόστος δανεισμού των επιχειρήσεων και των νοικοκυριών, δρώντας αποτρεπτικά για την υλοποίηση των επενδυτικών σχεδίων. Συμπληρωματικά σε αυτό, το υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων των τραπεζών, περιορίζει τις δυνατότητες του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει τις εγχώριες επενδύσεις και την ανάκαμψη της οικονομίας. Το ενδεχόμενο μιας βραδύτερης από την αναμενόμενη αύξησης των επενδύσεων το 2019, σε συνδυασμό με μία ταχύτερη επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης για τα εγχώρια αγαθά και υπηρεσίες θα μπορούσε να οδηγήσει σε επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης για το επόμενο έτος.
Σημαντική πηγή αβεβαιότητας αποτελεί, σύμφωνα πάντα με την Έκθεση, και η κλιμάκωση των δημοσιονομικών πιέσεων υπό το βάρος δικαστικών αποφάσεων που ακυρώνουν εφαρμοσμένες μισθολογικές και συνταξιοδοτικές ρυθμίσεις. Η πρόσφατη νομοθετική παρέμβαση για καταβολή των αναδρομικών ποσών σε μισθωτούς και συνταξιούχους των ειδικών μισθολογίων που προέκυψαν από τις δικαστικές αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας αποτελεί μια πράξη συμμόρφωσης στη συνταγματική νομιμότητα. Ωστόσο, προκύπτουν ζητήματα ίσης μεταχείρισης καθώς δεν είναι απόλυτα σαφές γιατί οι μισθολογικές και συνταξιοδοτικές περικοπές ήταν συνταγματικές σε κάποιες κατηγορίες δημόσιων λειτουργών αλλά αντισυνταγματικές σε κάποιες άλλες. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να εγείρει επιπλέον δικαστικές διεκδικήσεις από άλλες κατηγορίες μισθωτών ή συνταξιούχων με σημαντικό δημοσιονομικό ρίσκο.
Η αβεβαιότητα αυτή θα μπορούσε να ενισχυθεί λαμβάνοντας υπόψη ότι η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε εκλογικό κύκλο με εντεινόμενο πολιτικό ανταγωνισμό ο οποίος μπορεί να στείλει αντιφατικά μηνύματα όσον αφορά τις δεσμεύσεις της οικονομικής πολιτικής και να διαταράξει τις ευνοϊκές προσδοκίες που έχουν διαμορφωθεί.
Μια ακόμα εστία αβεβαιότητας προέκυψε, όπως επισημαίνεται, από πρόσφατες υποθέσεις που έλαβαν ιδιαίτερη δημοσιότητα και σε διεθνές επίπεδο. Αυτές αφορούν, όπως συμπληρώνεται, «στις δημοσιευμένες λογιστικές καταστάσεις της εισηγμένης εταιρείας Folli Follie και την παραβίαση των κεφαλαιακών ελέγχων της Κίνας από ελληνική επιχείρηση με τη χρήση των συστημάτων πληρωμών POS ελληνικής συστημικής τράπεζας». Τέτοιες υποθέσεις δημιουργούν αμφιβολίες για τις διαδικασίες εταιρικής διακυβέρνησης και την επάρκεια των εποπτικών αρχών και δεν συνεισφέρουν στην εμπέδωση κλίματος εμπιστοσύνης στην επενδυτική κοινότητα, εκτιμάται.
Συναφές με το παραπάνω είναι και το γεγονός ότι η διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας παραμένει χαμηλή σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες και εμφανίζει τάσεις επιδείνωσης (παρά τη σημαντική βελτίωση της ανταγωνιστικότητας κόστους), όπως αναφέρεται. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την Παγκόσμια Τράπεζα (Doing Business Report, Οκτώβριος 2018), η Ελλάδα κατατάσσεται στην 72 θέση μεταξύ 190 χωρών το 2018 έναντι της 67ης και 61ης θέσης αντίστοιχα το 2017 και το 2016. Επίσης, ο Δείκτης Παγκόσμιας Ανταγωνιστικότητας (Global Competitiveness Index) του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (World Economic Forum, Οκτώβριος 2018), κατατάσσει την Ελλάδα στην 57η θέση ανάμεσα σε 140 χώρες καταγράφοντας υποχώρηση 4 θέσεων σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο.
Η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης είναι πρωτίστως ζήτημα θεσμικού πλαισίου και διαμόρφωσης των κατάλληλων μηχανισμών ρύθμισης και ελέγχου που διασφαλίζουν ότι τόσο ο δημόσιος όσο και ο ιδιωτικός τομέας λειτουργούν με διαφανείς κανόνες ώστε να αποφεύγονται φαινόμενα δημοσιονομικής ανευθυνότητας, χειραγώγησης αγορών και μονοπωλιακές καταστάσεις.
Η προτιθέμενη αναθεώρηση του Συντάγματος αποτελεί μια ιστορική ευκαιρία να εκσυγχρονιστεί το ανώτατο θεσμικό πλαίσιο της χώρας προκειμένου να προστατεύει τα δικαιώματα των πολιτών, να διασφαλίζει την ισότητα απέναντι στο νόμο, να προάγει τη διαφάνεια και τη λογοδοσία και εν τέλει να ενισχύει την αξιοπιστία της Πολιτείας. Είναι άλλωστε ευρέως αποδεκτό ότι το Σύνταγμα μιας χώρας συνδέεται με την οικονομική της ανάπτυξη εξασφαλίζοντας σταθερότητα, αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα της διοίκησης και των θεσμών.
Η φορολογία στην Ευρώπη και την Ελλάδα
Σε ιδιαίτερα κεφάλαιο της έκθεσης παρουσιάζονται τα ευρήματα της Έκθεσης του ΟΟΣΑ «Tax Policy Reforms 2018».
Αναλυτικότερα μεταξύ των συμπερασμάτων που επισημαίνονται είναι τα ακόλουθα:
Σε επίπεδο χωρών της Ευρωζώνης τις πρώτες θέσεις της κατάταξης των φόρων εισοδήματος φυσικών προσώπων καταλαμβάνουν η Φινλανδία (13%), το Βέλγιο (12,3%) και η Ιταλία (11,1%), ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στη δέκατη τέταρτη θέση, με τα έσοδά της από το συγκεκριμένο είδος φόρου στο 5,5% αρκετά χαμηλότερα από το μέσο όρο της Ευρωζώνης, ο οποίος αγγίζει το 8%.
Σε σχέση με τα έσοδα από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης η Γαλλία και η Αυστρία συγκεντρώνουν τα υψηλότερα έσοδα ως ποσοστό του ΑΕΠ (16,7% και 14,9% αντίστοιχα), ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στη 12η σε σχέση με τις 16 χώρες της Ευρωζώνης, με τα έσοδα από εισφορές κοινωνικής ασφάλισης να ανέρχονται για το 2016 στο 11% του ΑΕΠ, κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (12,2%).
Στους φόρους εισοδήματος νομικών προσώπων, την πρώτη θέση σε επίπεδο Ευρωζώνης καταλαμβάνει το Λουξεμβούργο (4,5%) και ακολουθούν η Σλοβακία (3,8%) και το Βέλγιο (3,4%), ενώ η Ελλάδα βρίσκεται στη δέκατη θέση με 2,2%, οριακά κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης (2,6%).
Σε σχέση με τους φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες (ΦΠΑ, Ειδικοί φόροι κατανάλωσης, δασμοί) η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση σε επίπεδο Ευρωζώνης με 15,8%, ενώ ακολουθούν η Εσθονία (14,9%) και η Σλοβενία (14,6%). Στις τελευταίες θέσεις της κατάταξης βρίσκονται η Ιρλανδία (7,5%) και το Λουξεμβούργο (9,1%). Ο μέσος όρος στην Ευρωζώνη είναι 11,9%.
Τέλος, στα έσοδα από φόρους στην περιουσία (ιδιοκτησία, μεταβίβαση, χρηματοοικονομικές συναλλαγές) στην πρώτη θέση της Ευρωζώνης βρίσκεται η Γαλλία με 4,1% και ακολουθούν το Βέλγιο και το Λουξεμβούργο με 3,5%. Στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται Εσθονία (0,3%), Σλοβακία (0,4%) και Αυστρία και Σλοβενία (0,6%). Η Ελλάδα καταλαμβάνει την πέμπτη θέση με 2,6%, στο ίδιο ύψος με την Ισπανία και πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (1,8%).
Συμπερασματικά, τονίζεται στην έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, «η Ελλάδα βρίσκεται κοντά στο μέσο της κατάταξης μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης αναφορικά με τα έσοδα από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές σαν ποσοστό του ΑΕΠ. Σε κάποιες κατηγορίες εσόδων, όπως το εισόδημα φυσικών προσώπων και οι ασφαλιστικές εισφορές, η χώρα μας είναι στις χαμηλές θέσεις της κατάταξης, ενώ στους φόρους σε αγαθά και υπηρεσίες βρίσκεται στην πρώτη θέση».