Η υποκριτική προσπάθεια της Νέας Δημοκρατίας να εμφανιστεί ως υπέρμαχος της προστασίας του περιβάλλοντος καταρρίπτεται αμέσως μόλις διαβάσει κανείς τις προτάσεις του κόμματος για την αναθεώρηση του συντάγματος.
Αν και ο Κυριάκος Μητσοτάκης προσπαθεί με κάθε τρόπο να αποφύγει τη συζήτηση, scripta manent και είναι εξόχως αποκαλυπτικά των προθέσεων του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Και αυτό γιατί η Νέα Δημοκρατία προτείνει την κατάργηση επί της ουσίας της έννοιας της δασικής έκτασης αλλά και την άρση του χαρακτηρισμού χιλιάδων στρεμμάτων δασών μέσα από την αναθεώρηση του συντάγματος.
Η πρόταση της ΝΔ παρουσιάστηκε τον Δεκέμβριο του 2014 και μέχρι σήμερα δεν έχει δει το φως της δημοσιότητας καμιά αλλαγή προθέσεων. Μάλιστα, η πρόταση των 53 σελίδων κατατέθηκε και στη Βουλή, με τον τότε πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά να καλεί τα κόμματα της αντιπολίτευσης να συμμετάσχουν στη μεγάλη εθνική προσπάθεια.
Κάποιοι ίσως σπεύσουν να πουν ότι τότε αρχηγός της ΝΔ ήταν άλλος και όχι ο Κυριάκος. Επιχείρημα που προκαλεί τον γέλωτα εντός του κόμματος αφού, όπως σχολιάζουν φιλοσαμαρικοί και όχι μόνο, «και σήμερα σκιώδης αρχηγός ο ίδιος είναι».
Η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας σχετικά με την αναθεώρηση των προστατευτικών για το περιβάλλον άρθρων του συντάγματος αφορά το άρθρο 24 και τις παραγράφους 3 και 4 του άρθρου 117. Ω του θαύματος, η ρητορική της Νέας Δημοκρατίας, τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί, είναι copy paste με εκείνα του ΣΕΒ για την αναθεώρηση του συντάγματος. Τώρα ποιος έκανε copy από ποιον μικρή σημασία έχει.
Δάση, ποια δάση;
Το θεμελιώδες για την προστασία του περιβάλλοντος άρθρο 24 προβλέπει στην παράγραφο 1 ότι: «Απαγορεύεται η μεταβολή του προορισμού των δασών και των δασικών εκτάσεων, εκτός αν προέχει για την εθνική οικονομία η αγροτική εκμετάλλευση ή άλλη τους χρήση, που την επιβάλλει το δημόσιο συμφέρον».
Σύμφωνα με τη Νέα Δημοκρατία όμως, «η νομολογία, ερμηνεύοντας το άρθρο 24 σε συνδυασμό με το άρθρο 117 παράγραφος 3 και κάνοντας σημαντική προσπάθεια να περισώσει τον δασικό πλούτο της χώρας, είχε οδηγηθεί, σ’ ορισμένες περιπτώσεις, σ’ ανελαστικές παραδοχές ως προς τις δασικές εκτάσεις, που παραγνώριζαν πραγματικές καταστάσεις διαμορφωμένες εδώ και δεκαετίες, μην εξυπηρετώντας πάντοτε το δημόσιο συμφέρον με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και καταλήγοντας συχνά σ’ ανεπιεικείς λύσεις. Για τους λόγους αυτούς χρειάζεται μια διορθωτικού χαρακτήρα παρέμβαση».
Και για την ακρίβεια δύο παρεμβάσεις, που εάν υιοθετηθούν θα οδηγήσουν σε τεράστια απώλεια δασών και δασικών εκτάσεων. Συγκεκριμένα:
Σύμφωνα με τη νομοθεσία, για τον χαρακτηρισμό μιας έκτασης ως δάσους ή δασικής χρησιμοποιούνται οι αεροφωτογραφίες του 1945. Η Νέα Δημοκρατία προτείνει όμως να αναφέρεται ρητά στο σύνταγμα ότι θα θεωρούνται δάση και θα προστατεύονται οι εκτάσεις που «ήταν αναμφισβητήτως δάση ή δασικές εκτάσεις κατά την 11η Ιουνίου 1975, οπότε και τέθηκε σε ισχύ το σύνταγμά μας».
Με απλά λόγια, παρανομίες, καταπατήσεις, εκχερσώσεις, καταστροφικές πυρκαγιές που έλαβαν χώρα από το 1945 και επί τριάντα χρόνια η Νέα Δημοκρατία προτείνει να θεωρούνται καλώς καμωμένες.
Ολα για τους «επενδυτές»
Το δεύτερο χτύπημα αφορά τις δασικές εκτάσεις που ούτε λίγο ούτε πολύ η Νέα Δημοκρατία προτείνει να απολέσουν τον χαρακτήρα τους και να δοθούν για πάσα χρήση.
Συγκεκριμένα προτείνει: «Κάνοντας την επιβαλλόμενη –και με βάση την αρχή της αναλογίας– διάκριση μεταξύ δασών και δασικών εκτάσεων προτείνουμε, προκειμένου για τις δασικές εκτάσεις, την υπαγωγή τους στην ίδια ρύθμιση μ’ εκείνη των περιπτώσεων χωροταξικού και πολεοδομικού σχεδιασμού της χώρας, που καταστρώνεται στην παράγραφο 2 του άρθρου 24. Ετσι ώστε σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις να θεωρείται μεν δεδομένη η συνδρομή δημόσιου συμφέροντος, αλλά να επιτρέπεται η μεταβολή του προορισμού των δασικών εκτάσεων μόνον με την ταυτόχρονη διασφάλιση όρων καλύτερης διαβίωσης».
Παράλληλα η Νέα Δημοκρατία προτείνει να αλλάξει ο όρος «αρχή της αειφορίας» και να επιλεγεί ο όρος «βιώσιμη ανάπτυξη», μια και όπως υποστηρίζει επιβάλλει μεν τη διαφύλαξη του φυσικού περιβάλλοντος «χωρίς όμως ν’ αποκλείει και την αξιοποίησή του, δηλαδή τη λήψη εκείνων των μέτρων που είναι σε κάθε περίπτωση αναγκαία για την περαιτέρω ανάπτυξη, ιδίως οικονομική, της παρούσας γενεάς».
Και σε αυτό ακριβώς το σημείο είναι που ταυτίζεται πλήρως με τον ΣΕΒ, ο οποίος πριν από περίπου έναν χρόνο συμπεριέλαβε στις προτάσεις του για την αλλαγή του συντάγματος και αυτή για το άρθρο 24: «Αντικατάσταση της έννοιας της “αειφορίας” από την έννοια της “βιώσιμης ανάπτυξης”, προκειμένου η προστασία του φυσικού και πολιτιστικού περιβάλλοντος να ασκείται ταυτόχρονα με την υποχρέωση προστασίας του δικαιώματος στην ιδιοκτησία, την οικονομική ελευθερία και την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων».
Οι καταστροφικές προτεινόμενες αλλαγές συμπληρώνονται με το ξεπάτωμα των προβλέψεων του άρθρου 117 και συγκεκριμένα των παραγράφων 3 και 4. Το άρθρο αυτό του συντάγματος προβλέπει ότι: «Δημόσια ή ιδιωτικά δάση και δασικές εκτάσεις που καταστράφηκαν ή καταστρέφονται από πυρκαγιά ή που με άλλο τρόπο αποψιλώθηκαν ή αποψιλώνονται δεν αποβάλλουν για τον λόγο αυτό το χαρακτήρα που είχαν πριν καταστραφούν, κηρύσσονται υποχρεωτικά αναδασωτέες και αποκλείεται να διατεθούν για άλλο προορισμό».
Προβλέπει επίσης ότι η αναγκαστική απαλλοτρίωση δασών ή δασικών εκτάσεων που ανήκουν σε φυσικά ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου επιτρέπεται μόνο υπέρ του δημοσίου, σύμφωνα με τους ορισμούς για λόγους δημόσιας ωφέλειας· διατηρείται πάντως η μορφή τους αμετάβλητη ως δασική.