Εν τω μηνί Αθύρ…

 

Μεσάνυχτα στην έρημη πόλη πήρε στα χέρια του την άρπα του φεγγαριού ο Νίκος Γιανναδάκης, κάθισε στα σκαλιά της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης Ηρακλείου, παίζοντας τη μουσική των Προσωκρατικών φιλοσόφων. Βαθύφωνοι Λόγοι φιλοσοφικών σπαραγμάτων, πουλιά των ελεύθερων οικουμενικών ιδεών φτερούγιζαν στην πόλη, ξυπνώντας στις ψυχές κρυμμένους ήλιους του παρελθόντος και του μέλλοντος.

Ως αρπιστής κυκλαδικού ειδωλίου καλούσε τα ομηρικά κύματα να πλημμυρίσουν τους άγονους δρόμους, να γεμίσουν τις στραγγισμένες φλέβες με το ομηρικό «ύδωρ» ως αρχή γενέσεως ή ως «πλήρη θεών» κατά Θαλή. Γι’ αυτό όταν ανεβοκατέβαινε τα σκαλιά της «Βικελαίας» με το αέρινο περπάτημα αγγέλου, πάφλαζε αθέατα η παλίρροια των ιδεών, ο Θαλής «αστρονομούσε» το θείο φέγγοντας στην ψυχή της πόλης. Υστερα έπαιρνε το μέτρον για να μετρήσει το αναξιμάνδρειο «άπειρον» στον χώρο και στον χρόνο. «Το άπειρον ως την φύσιν ή αρχήν όλων των υπαρχόντων πραγμάτων» διαστέλλει στο μέλλον και στο παρελθόν το πάνω μεσοδόκι της «Βικελαίας», το έκανε κατάρτι μουσικό για μεγάλα ταξίδια του πνεύματος. Οποιος βάδιζε από κάτω ένιωθε τον ρεμβασμό της μυστικής πλοήγησης σε τόπους αυτογνωσίας ή αλλιώς το άπειρον, «αγέννητον, αθάνατον και ανώλεθρον», διότι δεν υπόκειται στη γέννηση και στη φθορά, είναι πεμπτουσία της αθανασίας, «πάντα κυβερνάν».

Ο μαγικός αρπιστής συνέχισε να παίζει μελωδικότερα τον Λόγο του Αναξιμένη ο «αήρ», μεταθέτοντας την αρχή της φύσης των υπαρχόντων πραγμάτων από τη μεταφυσική στη φυσική. Ο «αήρ» έγινε κρύσταλλο και θυμιατό της μνήμης. Φυσούσε έμπνευση, όνειρο και αδερφοσύνη. Οι τζαμαρίες της «Βικελαίας» θυμιάτιζαν αενάως την πύκνωση και την αραίωση του μελωδού σκοπού. Αίφνης τα δάχτυλα του αρπιστή γέμισαν έλλογες φλόγες, «γινομένων πάντων κατά τον λόγον τόνδε», «Ηλιος ουχ υπερβήσεται μέτρα». Στο κεντρικό μεσοδόκι της βιβλιοθήκης σφηνώθηκε το ηρακλείτειον «πυρ». Εκτόπιζε την ύβρη από κάθε γωνιά του Λόγου και της πράξης. Το καταλάβαινες όταν περπατούσες κάτω από το μεσοδόκι, ηλέκτριζε το σώμα και την ψυχή ως συμπαντική όπερα φωτός. Φαινόταν όταν διάβαινε ο Αντρέας Σαββάκης με τα σημάδια των βασανιστηρίων της χούντας να μεταβάλλονται στο «πυρ» σε μουσικές κλίμακες καθολικής αξιοπρέπειας, αλλά αλίμονο, δεν υπήρχε συνθέτης να γράψει τις φλεγόμενες νότες μιας εγερτικής οικουμενικής σύνθεσης. Πυρ ελευθερίας, πυρ δικαιοσύνης, πυρ ισότητας, πυρ αδερφοσύνης. Πυρ αγάπης των λαών. Καρδιά διάπυρη ευτυχίας μεταναστεύει διαρκώς στο φως, καθολικός ναός προσφύγων για να μην υπάρχει προσφυγιά. Ο αρπιστής μελωδεί τη θεϊκή ουσία του Ξενοφάνη, διαρρυθμίζει αρχιτεκτονικά το «ον» του Παρμενίδη, στο απέναντι δοκάρι από το «πυρ» του Ηράκλειτου. Συγχορδίες διαρκούς μεταβολής και ακινησίας παλεύουν να βρουν αρμονία. Πάνω στην πάλη ο αρπιστής προσθέτει τα «ριζώματα» του Εμπεδοκλή, τις δυνάμεις της Φιλότητος και του Νείκους. Συνεγείρεται το οικοδόμημα από δονήσεις, προσθέτει τον «νουν» του Αναξαγόρα και τα «άτομα» του Δημόκριτου. Ερωτας της Κνωσού απογειώνει τη «Βικελαία».

Το 1998 ο Νίκος Γιανναδάκης αναχωρεί από τον κόσμο ετούτο «εν τω μηνί Αθύρ…»,όπως έγραφε στο τελευταίο σημείωμα: «…Εν τούτοις, κάτι έρχεται συνεχώς και μου λέει ψιθυριστά ότι καλά έκανα και ότι όλα τελικώς θα πάνε καλά. Και με αυτά που συνδέουν τη ζωή μου με τούτο τον κόσμο και τη στιγμή κατά την οποία θα γίνει η ‘‘συνεπαφή’’ με όλα εκείνα τα παντοτινά απλησίαστα». O καθολικός αρπιστής της θυσίας.

 

Το κείμενο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στην “Εφημερίδα των Συντακτών” του 2015

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί