Του Δημήτρη Χ. Σάββα
Σίγουρα η περίοδος της κατοχής είναι η πιο συγκλονιστική περίοδος της σύγχρονης ιστορίας. Η χώρα μας έζησε έντονα τις μεγάλες νίκες του στρατού στο Αλβανικό μέτωπο, την τραγική υποχώρηση, το δράμα της πείνας καθώς και την ηρωική αντίσταση του λαού κατά των κατακτητών. Σίγουρα οι μεγαλύτεροι θυμούνται συγκλονιστικά γεγονότα που δύσκολα σβήνουν από τη μνήμη τους. Τέλη του Φλεβάρη στα 1943 και η Αθήνα κηδεύει το μεγάλο της ποιητή Κωστή Παλαμά. Ο θάνατός του το Σάββατο 27 Φεβρουαρίου έγινε αφορμή γενικού ξεσηκωμού. Κηρύχτηκε εθνικό πένθος από τον ίδιο το λαό που ήθελε να δώσει πάνω στο φέρετρό του τον όρκο ότι θα συνεχίσει την αντίσταση. Αυτό που έγινε εκείνη τη μέρα της κηδείας του ποιητή, η Αθήνα είχε να το ζήσει πολύ καιρό. Γυναίκες και άνδρες, νέοι και γέροι άφησαν τα σπίτια τους και τις δουλειές τους και πήγαν με τα πόδια στο Α’ νεκροταφείο, κατακλύσανε την εκκλησία, τον περίβολο και τα προπύλαια για να συνοδεύσουν στην τελευταία του κατοικία τον Κωστή Παλαμά. Η ζωή-παρά τα μεγάλα δράματα και τα ατέλειωτα προβλήματα-συνεχίζεται. Οι άνθρωποι των μεγαλουπόλεων και κυρίως οι Αθηναίοι βρίσκουν κάποιες στιγμές χαράς και διοργανώνουν μαζώξεις στα σπίτια τους. Εκεί χορεύουν, τραγουδάνε, τρώνε και πίνουν για ‘‘να πάνε κάτω τα φαρμάκια’’. Συνηθισμένο φαγητό οι ρεβυθοκεφτέδες αλλά και τα διάφορα κατασκευάσματα από πλιγούρι, σταφίδες και χαρούπια. Το γραμμόφωνο παίζει τα παθητικά τανγκό και τα ζωηρά φοξ τροτ. Η νεολαία χορεύει και ύστερα τα απαραίτητα ομαδικά παιχνίδια , όπως η μπουκάλα και άλλα πονηρά συνήθως. Έρωτες και ειδύλλια, εξομολογήσεις και αναστεναγμοί. Πολλές είναι οι αυτοσχέδιες ορχήστρες-χωρίς όργανα πολλές φορές, αλλά με κατασκευάσματα των μουσικόφιλων νεαρών- οι οποίες χαλάνε κόσμο. Δύο τραγούδια ακούγονται πάρα πολύ αυτή την περίοδο. Το πρώτο είναι το τραγούδι του Χρήστου Χαιρόπουλου « ‘Ελα γι’ απόψε». Ο ίδιος ο Χαιρόπουλος έγραψε στις 2 του Γενάρη του 1983 στο ‘‘Έθνος της Κυριακής’’: « Για το ‘‘Έλα γι’ απόψε’’ θυμάμαι ότι γράφτηκε μια φοβερή κατοχική νύχτα: Κρύο, έλλειψη οποιασδήποτε θέρμανσης-της σόμπας ή του έρωτα-μοναξιά… Ήμουν μόνος μου στο γραφείο μου που είχε περίπου θερμοκρασία Γροιλανδίας! Και μέσα από όλη αυτή τη μελαγχολική σκηνοθεσία ανάβλυσε με αβίαστο αίσθημα το ερωτικό παράπονο: Έλα γι’ απόψε-μόνο απόψε λίγη ώρα-‘Εξω φυσάει-κι είναι κρύο κι είναι μπόρα- Μα εδώ μέσα είναι ζεστά-κ’ είναι τα ξώφυλλα κλειστά-κι είναι τα φώτα λιγοστά-μισοσβηστά…» Ανακρίβεια τερατώδης: Μέσα στο κατοχικό σπίτι μου στο μοναχικό μου δωμάτιο, κάθε άλλο παρά ζεστά ήτανε… Η θερμοκρασία ήτανε πιο κατάλληλη για Εσκιμώους και Λάπωνες, παρά για μεσογειακές αγαπημένες…Η ακρίβεια όμως δεν είναι προσόν της ποίησης όταν μάλιστα συνοδεύεται από μουσική…».
Μία άλλη επιτυχία που γράφτηκε αυτό τον καιρό από τον Ριτσιάρδη σε στίχους Δ. Γιαννουκάκη είναι το ‘‘Σφυρίζω, σφυρίζω’’:
«Περνώ κάθε βράδυ
στο σπίτι σου απ’ έξω
και μέσ’ στο σκοτάδι
χωρίς να προσέξω τους περαστικούς
σφυρίζω, σφυρίζω
για να βγεις, μα δε βγαίνεις
και τότε δακρύζω
που τάχα επιμένεις
και ούτε μ’ ακούς.»
Ακούγονται πολλά τραγούδια. Του Κώστα Γιαννίδη και του Μιχάλη Σουγιούλ, του Μίμη Κατριβάνου και του Θόδωρου Παπαδόπουλου, του Ζοζέφ Κορινθίου, του Μεν. Θεοφανίδη, του Γιάννη Βέλλα, του Γιάννη Μυρογιάννη και άλλων. Η παρουσία του Γιάννη Σπάρτακου στα μουσικά πρωϊνά , που οργανώνει στο «Σινέ Νιούς» (σημερινό «Αστορ»), της οδού Σταδίου, ξεσηκώνει τη νεολαία στα τελευταία χρόνια της κατοχής. Γίνεται κάθε Κυριακή συλλαλητήριο. Και οι νεαροί και νεαρές Αθηναίες τραγουδάνε και χορεύουν με τις μελωδίες του. Εκεί είναι η Ηρώ Χαντά, η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Βάγγος, που ερμηνεύουν τις επιτυχίες του δεξιοτέχνη της ελαφράς μουσικής τζαζ Γιάννη Σπάρτακου.
Ο Αλέκος Σακελλάριος έχει γράψει πολλά για τα κατοχικά εκείνα χρόνια. Ανέφερε κάποτε μια χαριτωμένη ιστορία με τη Μαρίκα Κοτοπούλη και μια νεαρή ηθοποιό, που τα είχε φτιάξει μ’ ένα μαυραγορίτη. Αυτός εφοδίαζε τη φίλη του με πολλά τρόφιμα και η Μαρίκα που το είχε διαπιστώσει της είπε μια μέρα:
-Πώς τα πήρες αυτά χρυσό μου;
-Με το δελτίο κ. Μαρίκα.
Μια άλλη μέρα που είχε μαζί της η νεαρή ηθοποιός ένα μπουκάλι λάδι, δέχτηκε πάλι τον έλεγχο της Κοτοπούλη:
-Και το λάδι πού το βρήκες παιδί μου;
-Με το δελτίο κ. Μαρίκα.
Ένα πρωϊνό, που η Κοτοπούλη καθόταν κοντά στο μαγκάλι της σκηνής του θεάτρου «Ρεξ», ώσπου ν’ αρχίσει η πρόβα, ήρθε τουρτουρίζοντας η μικρή και πήγε κατ’ ευθείαν στο μαγκάλι. Έπεσε κυριολεκτικά επάνω του και για να ζεσταθεί το αγκάλιασε σχεδόν με τα πόδια της. Τότε η Κοτοπούλη την κοίταξε πονηρά και της είπε:
-Πρόσεξε παιδάκι μου.
-Τι να προσέξω κ. Μαρίκα;
-Μη κάψεις το δελτίο!
Το θέατρο, δίνει τη μάχη του στα χρόνια της κατοχής. Προσπαθεί να περάσει το πνεύμα της αντίστασης από τα έργα. Τα κείμενα είναι συχνά δυναμίτες. Ξεφεύγουν από την αυστηρή λογοκρισία και δίνουν κουράγιο στο λαό της Αθήνας, που γεμίζει τις θεατρικές αίθουσες χειμώνα καλοκαίρι. ‘Ενα παράδειγμα αυτής της αξιέπαινης προσπάθειας είναι η μετατροπή του περιοδικού της Ενώσεως Συντακτών «Ο φανός» σε θέαμα. Και ο πρώτος «Φανός των Συντακτών» ανεβαίνει στη σκηνή του θεάτρου «Ρεξ» το Φεβρουάριο του 1942. Παρουσιάζεται ένα σατιρικό και μουσικό έργο αξιώσεων. Δημιουργοί του πολλοί συγγραφείς και δημοσιογράφοι, μουσικοσυνθέτες και ηθοποιοί. Το 1943 δόθηκε ο δεύτερος «Φανός των Συντακτών».
Χρόνια δύσκολα εκείνα…Περίοδος κατοχής! Η χώρα μας υπέστη πολλά. Καταστροφή, πείνα, θάνατος, όλεθρος. Όλα μαζί πηγαίνουν αυτά. Όμως υπήρχε μία χαραμάδα φωτός, όπως πάντοτε. Υπήρχε μία ελπίδα ανάπτυξης, αναγέννησης αλλά και προόδου για τον τόπο μας. Κάτι που άρχισε να επιβεβαιώνεται σιγά-σιγά.