Οταν ακούς αρχικά για κάποιον Γερμανό δημοσιογράφο της τηλεόρασης, ο οποίος αποφασίζει να μεταφράσει και να διασκευάσει κλασικά ρεμπέτικα και λαϊκά, γίνεσαι αυτόματα δύσπιστος, για να μην πούμε… καχύποπτος. Κι ας είναι πια ρουτίνα το «πείραγμα» του παραδοσιακού ρεπερτορίου σχεδόν από όλους: τζαζίστες, ρόκερ, dj κ.ο.κ. Αλλοι τα καταφέρνουν καλύτερα κι άλλοι χειρότερα, όμως η περίπτωση του Κρίστιαν Ρόνιγκ είναι πραγματικά ξεχωριστή. Ερασιτέχνης μουσικός και με υπέροχη φωνή, κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό το άλμπουμ «Greece is Mine» κι εμείς τον συναντήσαμε για να τον ρωτήσουμε το προφανές: Πώς του ήρθε;
«Πριν από 6-7 χρόνια ένας φίλος μου Ελληνογερμανός μού ζήτησε να μπω στη ρεμπέτικη κομπανία του, έψαχναν κιθαρίστα. Τότε ήρθα για πρώτη φορά σε επαφή με τα τραγούδια και μου φάνηκαν τρομερά ενδιαφέροντα, εξωτικά. Ηταν σαν να άνοιξε η πόρτα σε έναν καινούργιο κόσμο κι όταν ανακαλύπτεις κάτι τέτοιο θες να το μοιραστείς με τους φίλους σου. Το πρόβλημα ήταν πως μόλις άκουσαν το μπουζούκι άρχισαν να δυσανασχετούν. Δεν τα εκτίμησαν όπως εγώ κι αυτό με στεναχώρησε, οπότε αποφάσισα να τα μεταφράσω και να τα διασκευάσω ώστε να τους βοηθήσω να δουν αυτό που έβλεπα εγώ», λέει ο Κρίστιαν Ρόνιγκ.
Μιλάει χαμηλόφωνα στα αγγλικά, παρεμβάλλοντας και αρκετές ελληνικές λέξεις εδώ κι εκεί. Αν κάποιος ακούσει τις διασκευές του σε κομμάτια όπως το «Μινόρε της Αυγής», το «Ξημερώνει» ή το «Θεέ μου μεγαλοδύναμε», θα μείνει έκπληκτος από την επιτυχή μουσική μετάβαση στα δυτικότροπα πρότυπα αλλά και από την ευφυή απόδοση των στίχων στα αγγλικά. Ποιο από τα δύο όμως είναι το πιο δύσκολο κομμάτι; «Πιο δύσκολη ήταν η έρευνα. Προτού κάνω τον δίσκο, ήρθα στην Ελλάδα και πήγα σε καφενεία, ρεμπετάδικα, πανηγύρια, ακόμη και στα μπουζούκια, για να μπορέσω να συλλάβω την αίσθηση. Μετά πρέπει να βρεις μια εικόνα, προφανώς δεν γίνεται να μεταφράσεις κατά λέξη. Στο “Θεέ μου μεγαλοδύναμε”, για παράδειγμα, η λύση ήρθε από την από την αγγλική αργκό για τη μαριχουάνα που είναι “Mary Jane”. Κάπως έτσι έγινε ένα τραγούδι που μιλά για ναρκωτικά αλλά επίσης και για την αγάπη», παρατηρεί γελώντας ο Κρίστιαν Ρόνιγκ.
Η μετατροπή βέβαια του ρεμπέτικου-λαϊκού σε τζαζ δεν θα ήταν εφικτή χωρίς μια εξαιρετική ομάδα μουσικών. «Ημουν πολύ τυχερός που στην ηχογράφηση είχα μαζί μου μουσικούς, όπως, για παράδειγμα, ο Ανδρέας Πολυζωγόπουλος. Ηθελα να ηχογραφήσω με Ελληνες, επειδή γνωρίζουν καλά τις ρίζες των κομματιών κι όταν αυτά πηγαίνουν κάπου αλλού, εκείνοι μπορούν να διατηρούν την ουσία τους. Θυμάμαι όταν φτιάχναμε το “Δεν ξέρω πόσο σ’ αγαπώ” και δεν μου άρεσε όπως έβγαινε. Τότε ήρθε ο Γιώργος Τσιατσούλης από τους Gadjo Dilo (παίζει ακορντεόν) και ζήτησε να το μελετήσει. Την επόμενη μέρα το έφερε πίσω και έμεινα άφωνος· ακουγόταν ακριβώς όπως το είχα φανταστεί, σαν μαγικό…».
Οι διασκευές του Ρόνιγκ γίνονται σιγά σιγά γνωστές (κάποια τραγούδια παίζονται ήδη στα αθηναϊκά ραδιόφωνα), ενώ και οι αντιδράσεις του κοινού είναι πολύ θετικές. «Οι περισσότεροι άνθρωποι με τους οποίους έρχομαι σε επαφή καταλαβαίνουν πως ο δίσκος έχει φτιαχτεί με σεβασμό και μεράκι. Μια γυναίκα μου έγραψε πως η γιαγιά της της τραγουδούσε το “Μινόρε της Αυγής” κι αφότου εκείνη πέθανε δεν άντεχε να το ακούσει ξανά. Βρήκε όμως αυτή την εκδοχή και μου είπε πως τη βοήθησε να γυρίσει πάλι πίσω στο τραγούδι».
«Οι Ελληνες με δίδαξαν»
Προτού, βέβαια, τον γνωρίσουν οι Ελληνες, τους έμαθε και τους αγάπησε ο ίδιος: «Οταν γνωρίσεις μια κουλτούρα, διαφορετική από τη δική σου, ανακαλύπτεις πολλές διαφορές αλλά και κοινά. Οι Ελληνες μου δίδαξαν έννοιες όπως η φιλοξενία, η αξιοπρέπεια και η παρέα (σ.σ. προφέρει και τις τρεις λέξεις στα ελληνικά)». Ο τίτλος του άλμπουμ του, πάντως, «Greece is Mine», θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι ελαφρώς… προκλητικός. «Ο τίτλος είναι αφενός εμπνευσμένος από τον στίχο “Δική μου είναι η Ελλάς” και αφετέρου από έναν πιο προσωπικό λόγο. Οταν μαθαίνεις κάτι, πρέπει να το κάνεις δικό σου. Το ίδιο συμβαίνει και με τα τραγούδια. Ειναι απαραίτητο να τα κάνεις πρώτα δικά σου, ώστε να μπορέσεις να τα δώσεις πίσω. Αλλωστε, αν δεις και το εξώφυλλο του άλμπουμ, δεν είναι ότι στέκομαι και πάνω στην Ακρόπολη ή τίποτα τέτοιο!», απαντά εκείνος σχετικά.
Στους Γερμανούς, αλήθεια, πώς φαίνονται αυτές οι διασκευές; «Παίξαμε σε ένα φεστιβάλ τον περασμένο Νοέμβριο και είχα πολύ άγχος, κυρίως γιατί δεν ήθελα να απογοητεύσω αυτούς τους φοβερούς Ελληνες μουσικούς που είχα μαζί μου. Ολα πήγαν μια χαρά, όμως, και το γερμανικό κοινό το απόλαυσε εξίσου».