Του Δημήτρη Σάββα
Όλοι γνωρίζουμε τον μεγάλο μας ποιητή Γιώργο Δροσίνη, τον ποιητή της ανθισμένης αμυγδαλιάς, τον ποιητή με τους αμέτρητους λυρικούς στίχους. Αυθόρμητος, ρομαντικός, γελαστός μπροστά στην ανθρώπινη κακία, ανάλαφρος στο να αντιμετωπίζει προβλήματα και σκοτούρες. Μεγάλος, πραγματικά, λογοτέχνης και γι’ αυτό πολλά από τα έργα του όπως η «Αμαρυλλίς» και «Το βοτάνι της αγάπης» ταξίδεψαν στο εξωτερικό και μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες. Για πολλούς ο ποιητής Δροσίνης αξίζει τον τίτλο του Εθνικού ποιητή, παρόλο που οι εθνικές περιπέτειες και τα γεγονότα του καιρού του δεν παίρνουν μεγάλη θέση στο έργο του. Αξίζει τον τίτλο του Εθνικού ποιητή, όχι μόνο γιατί έμεινε πιστός στο γνήσιο πνεύμα του λαού και αγωνίστηκε με το έργο του με το έργο του για το γυρισμό μας στη λαϊκή παράδοση αλλά και γιατί, μετά τη συμφορά του 1897, δούλεψε μ’ αληθινό και βαθύ εθνικό αίσθημα με τα περιοδικά «Εθνική Αγωγή» και «Μελέτη», αλλά και με τις εκδόσεις ωφέλιμων βιβλίων για τη λαϊκή διαφώτιση και την αναγέννηση του τόπου. Αυτός, όμως, ο μεγάλος μας ποιητής, τη νύχτα της 2ας προς την 3η Ιανουαρίου 1951, εγκατέλειψε τούτο το μάταιο κόσμο, κλείνοντας για πάντα τα μάτια του, κάνοντάς μας φτωχότερους. Αυτά τα μάτια που κοιτούσαν τα παιδιά, τα οποία συχνά τον επισκέπτονταν στο ερημητήριό του στην Κηφισιά, προσφέροντάς του ένα μπουκέτο λουλούδια, απ’ αυτά της Αττικής γης, της τόσο αγαπημένης του που τόσο πολύ την είχε τραγουδήσει με τους στίχους του. Και ήταν πραγματικά μεγάλη η χαρά και η ικανοποίηση του γέρου ποιητή! Δυστυχώς, με τον θάνατό του εμφανίστηκε αυτό το συχνό φαινόμενο, της μετά θάνατον αναγνώρισης του έργου του. Πολλοί είναι εκείνοι που συνειδητοποίησαν ότι ο Δροσίνης δόνησε με μεγαλύτερη δύναμη τη λαϊκή ψυχή από τον συνοδοιπόρο του Κωστή Παλαμά. Πράγματι δύσκολα ξεχνιέται η «ανθισμένη αμυγδαλιά»!
Όμως…ο Γιώργος Δροσίνης υπηρέτησε τόσο σεμνά και υπεύθυνα- όσο λίγοι- την Παιδεία μας. Το 1908, επί υπουργίας Στάη (υπουργός Παιδείας και συμμαθητής του Δροσίνη από το Βαρβάκειο), προσλαμβάνεται από τον ίδιο τον υπουργό ως Γενικός Επιθεωρητής Δημοτικής Εκπαίδευσης και τμηματάρχης του Υπουργείου. Επόμενο ήταν να γίνει αισθητή η παρουσία του, αλλά και η πολύτιμη προσφορά του. Υλοποιήθηκαν φιλόδοξα σχέδια, όπως το ιστορικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας που άρχισε από τότε σιγά -σιγά και με την ίδρυση της Ακαδημίας πέρασε στη δικαιοδοσία της. Το γραφείο σχολικής υγιεινής ή, όπως μπορεί να λέγεται σήμερα, σχολιατρική υπηρεσία, μ’ όλα εκείνα τα πρωτόγνωρα τότε όργανα μέτρησης, ζύγισης και παρακολούθησης της υγείας των μαθητών. Ο Δροσίνης καθιέρωσε τη σχολική γιορτή για τη σημαία, μια γιορτή που απέβλεπε στην τόνωση του πατριωτικού αισθήματος των μαθητών! Όλα περνούσαν από τα χέρια του Δροσίνη. Διορισμοί, μεταθέσεις-ακόμα και παύσεις των δασκάλων. Ετοίμασε με μεγάλη επιτυχία αλλά είχε και την ανάλογη διορατικότητα για τον οργανισμό του υπουργείου Παιδείας, το νέο, φυσικά, οργανισμό. Με εισήγησή του και ύστερα από έγκριση του Ελευθερίου Βενιζέλου καθιερώθηκε επί των ημερών του το βασιλικό μετάλλιο των Γραμμάτων και των καλών τεχνών, αυτό που, μετά την πολιτειακή μεταβολή, ονομάστηκε Εθνικό Αριστείο και μέχρι σήμερα απονέμεται από την Ακαδημία Αθηνών. Ο Δροσίνης υπήρξε φανατικός φυσιολάτρης και λάτρεψε υπερβολικά τη θάλασσα:
Απ’ τις μεγάλες αγάπες μου εισ ‘εσύ της θάλασσας αγάπη κι όχι
γλυκειά και γελαστή κι ατάραχτη σαν άλλες.
Ξέχωρη απ’ όλες . Και στις χαρές και στους καϋμούς και στις λαχτάρες
και στο ξελόγιασμα και στο μεθύσι του κινδύνου και στου χαμού την
καταφρόνεση, ξέχωρη απ’ όλες είσαι εσύ και πρώτη…
Επίσης, λάτρεψε το βουνό, τους κάμπους και τα λιβάδια. Υπήρξε τραγουδιστής των λουλουδιών και των πουλιών. Μανιώδης ερασιτέχνης ψαράς, απλώνει στη θάλασσα του Αιγαίου τα δίχτυα του. Στενά συνδεδεμένος με το Πήλιο, το βουνό των κενταύρων. Στις ακτές του Πηλίου και συγκεκριμένα στη μαγευτική παραλία του Χορευτού περνούσε τα καλοκαίρια του. Ήταν παντρεμένος με τη Μαρία Κασσαβέτη, κόρη του Δημητρίου Κασσαβέτη, γνωστής και σημαίνουσας οικογένειας της Ζαγοράς! Είχε τη φήμη του καλού ψαρά ο Δροσίνης και κάποτε τον συνάντησε και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης για να ψαρέψουν μαζί, σ’ έναν φημισμένο ψαρότοπο του Βόλου ανάμεσα στις τοποθεσίες Γορίτσα-Πευκάκια και ανοιχτά στις αλυκές. Μέχρι τα βαθιά του γεράματα ο ποιητής θυμόταν την πηλιορείτικη ακρογιαλιά, εκεί που γνώρισε αληθινά και αγάπησε τη θάλασσα.
Θα κλείσω, όμως, την αναφορά μου αυτή για το μεγάλο μας ποιητή με το πέρασμά του από το υπουργείο Παιδείας, όπως και έχω προαναφερθεί. Ο Δροσίνης διεκπεραίωσε σπουδαίες αρχαιολογικές υποθέσεις. Πολυασχολήθηκε με τη συντήρηση και τον καθαρισμό των μνημείων της Ακρόπολης και από την προσωρινή του δικαιοδοσία στην Ακρόπολη, ο Δροσίνης έμαθε και κάτι που κανείς αρχαιολόγος δεν είχε ανακαλύψει πριν: πως, εκτός της Αθηνάς, και άλλος θεός, ο Διόνυσος είχε δικαιώματα επί του Ιερού Βράχου και ότι σε μικρή απόσταση από το δέντρο της ελιάς του Ερεχθείου είχε φυτρώσει το κλίμα, το αγαπημένο φυτό του Διονύσου! Ποτέ, όμως, και σ’ αυτή την τόσο σημαντική του διαδρομή δεν ξέχασε την αγαπημένη του ποίηση και, όπως ο ίδιος έλεγε, σ’ ένα καφενεδάκι που εκείνα τα χρόνια βρισκόταν απέναντι από το θέατρο του Ηρώδου του Αττικού, έγραψε πολλά από τα ποιήματά του, αλλά και από τα πεζά του. Πόσο ζωντανά μας περιγράφει τον φαναρά στα «Σκόρπια φύλλα της ζωής του»! Τότε που η ανθρώπινη Αθήνα, με τις πλακιώτικες αυλές, με τις γαζίες, με τον ακατοίκητο Υμηττό και την πανέμορφη Πεντέλη, ήταν πραγματικά όμορφη! Τότε που συνήθιζαν ακόμα και οι Θεοί να «κατεβαίνουν» στην Πλάκα για να πιούνε ρετσίνα, όπως λέει και το τραγούδι.
Κάπως έτσι ο Δροσίνης ‘‘αγγίζει’’ αυτή την εποχή: «Έξω από το σπίτι μας, ψηλά στο πλάι της καμαρωτής εξώπορτας κρέμουνταν ένα μεγάλο, φανάρι από μακρύ σιδερένιο κοντάρι καρφωμένο στον τοίχο. Και κάθε βράδυ ήρχουνταν ένας άνθρωπος ψηλός, αμίλητος, κουκουλωμένος σα μάγος του παραμυθιού μ’ ένα μακρύ σίδερο στα χέρια κι ένα τενεκεδένιο δοχείο γεμάτο λάδι. Με το σίδερο ξεγάντζωνε και κατέβαζε το κοντάρι και αφού γέμιζε το φανάρι λάδι και το καθάριζε μ’ ένα πανί, το άναβε και το ανέβαζε πάλι ψηλά για να φέγγει το δρόμο».