Δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015: Η συναισθηματική αποφόρτιση των μαζών, μέσω της “σαδιστικής φαντασίωσης” και η ανάγκη για την ανάδειξη του νέου πολιτικού ηγέτη.
Του Μανώλη Λ. Πασπαράκη*
Στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον η παρατήρηση της ψυχολογίας των μαζών, καθώς και η μελέτη των νοητικών διεργασιών, μέσω των οποίων οι μάζες συνεισφέρουν στην επιβεβαίωση προκαθορισμένων, πιθανότατα, αποφάσεων σε επίπεδο πολιτικής και οικονομίας. Σε μια περίοδο, η οποία αποτελεί, επί της ουσίας, το χρονικό πλαίσιο μετάβασης σε μία νέα κατάσταση οικονομικής, πολιτικής και κοινωνικής ομοιόστασης, η ελληνική κοινωνία συμπεριφέρεται με τρόπο, ίσως, αντιφατικό, κατά την αντίληψη ενός εξωτερικού παρατηρητή, ο οποίος προσεγγίζει με τρόπο επιφανειακό τα “φαινόμενα”, όπως αυτά εξελίσσονται στην καθημερινότητά του. Με άλλα λόγια, είναι δυνατόν να αναρωτηθεί κάποιος για το πώς είναι δυνατόν η άρχουσα αστική τάξη, να αναζητεί παράλληλα και τη ρήξη και την ηρεμία (επικράτηση της απορριπτικής τάσης ως προς την πρόταση των θεσμών, μέσω του δημοψηφίσματος και δημοσκοπική επικράτηση της τάσης για παραμονή στην ευρωζώνη), τόσο την “επανάσταση”, όσο και την ανακύκλωση όμοιων, με το παρελθόν, μοντέλων οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης.
Στην πραγματικότητα, η στάση της ελληνικής κοινωνίας έχει συνοχή, αναφορικά με την πορεία εξέλιξης των οικονομικών και πολιτικών μεταβολών και μπορεί να δεχθεί ερμηνεία. Τούτο, μπορεί να διαφανεί μέσω μιας προσεκτικής μελέτης των όσων διαδραματιστήκαν κατά το ελληνικό δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2015.
Το ελληνικό δημοψήφισμα, αποτελεί, κατά την άποψή μου, ένα κλασσικό παράδειγμα μέσου συναισθηματικής αποφόρτισης των μαζών, όταν η κοινωνία των αστών, της σύγχρονης οικονομίας δυτικού τύπου, υπεισέρχεται σε μία νέα κατάσταση αβεβαιότητας, η οποία αναπόφευκτα οδηγεί σε ένα νέο μοντέλο οικονομικής και κοινωνικής ιεραρχίας και μάλιστα στα πλαίσια μιας κατ’ επίφαση δημοκρατίας. Ειδικά, για τις περιστάσεις του πρόσφατου παρελθόντος και του παρόντος, το δημοψήφισμα αυτό απετέλεσε, πιθανότατα, το μέσο α) για τη δόμηση ενός συμπαγούς κομματικού σχηματισμού, ο οποίος, στο άμεσο μέλλον, θα πρέπει να διαχειριστεί το πείραμα μιας πορείας προς τον οικονομικό φιλελευθερισμό ή να έχει κεντρικό ρόλο σε αυτό, καθώς και β) το μέσο για τη διαμόρφωση της εικόνας ενός νέου ισχυρού πολιτικού ηγέτη, ο οποίος, δεδομένων των συνθηκών της ιστορικής συγκυρίας, θα πρέπει ικανοποιήσει την ψυχολογική ανάγκη της αστικής κοινωνίας τόσο για ανατροπή, όσο και για τάξη.
Η πρόταση για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ανακοινώθηκε από τον τότε Έλληνα Πρωθυπουργό τις πρώτες ώρες του Σαββάτου της 27ης Ιουνίου 2015, έπειτα από την – κατά τα φαινόμενα, όπως προσωπικά το αντιλαμβάνομαι- εμπλοκή των διαπραγματεύσεων της ελληνικής πλευράς και εκείνης των δανειστών της οικονομίας της Ελλάδος την 24η Ιουνίου. Βάσει της απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου και της σχετικής πρότασης «ο ελληνικός λαός εκλήθη να αποφασίσει με την ψήφο του εάν θα έπρεπε να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο στο Eurogroup, στις 25 Ιουνίου και το οποίο αποτελείτο από δύο έγγραφα, τα οποία συγκροτούσαν την πρόταση επί της οποίας κατετέθη η εισήγηση για δημοψήφισμα. Το πρώτο έγγραφο τιτλοφορείτο Reforms for the completion of the Current Program and Beyond (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού). Το δεύτερο κείμενο τιτλοφορείτο Preliminary Debt sustainability analysis (προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους). Όσοι από τους πολίτες της χώρας απέρριπταν την πρόταση των αποκαλούμενων ως “θεσμών” καλούνταν να ψηφίζουν ΔΕΝ ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΟΧΙ, ενώ όσοι από τους πολίτες της χώρας συμφωνούσαν με την πρόταση των θεσμών καλούνταν να ψηφίσουν ΕΓΚΡΙΝΕΤΑΙ/ΝΑΙ .
Η ελληνική κυβέρνηση και ειδικά ο πολιτικός φορέας της πλειοψηφίας τάχθηκε υπέρ του ΟΧΙ. Ο τέως Πρωθυπουργός, ο οποίος επικοινωνιακά ανέλαβε την πρωτοβουλία της κυβερνητικής πρότασης και των συνεπακόλουθων κινήσεων και αποφάσεων, απετέλεσε τον “ψύχραιμο” εκφραστή μιας θέσης που όπως ήταν αναμενόμενο προκάλεσε μια, κατά τη γνώμη μου, καλά μελετημένη και ελεγχόμενη “σοβαρή κρίση” με παγκόσμιο αντίκτυπο. Η περίοδος που ακολούθησε, από την ανακοίνωση της αποφάσεως για την πραγματοποίηση δημοψηφίσματος έως τη διεξαγωγή του και λίγο αργότερα, ήταν μία περίοδος “κρίσεως” ανάμεσα στην Ελλάδα και στα μέλη της διεθνούς κοινότητας και αυτό μπορεί να γίνει κατανοητό εάν ανατρέξουμε στον ορισμό της έννοιας: Ως “κρίσεις” ορίζουμε καταστάσεις μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών, κατά τις οποίες θεμελιώδεις αξίες και συμφέροντα βρίσκονται υπό απειλή, επικρεμάται ο κίνδυνος χρησιμοποιήσεως στρατιωτικής βίας και υπάρχει πίεση χρόνου. Στην περίπτωση της Ελλάδος, κατά την περίοδο του Ιουνίου-Ιουλίου 2015, θεμελιώδεις αξίες και συμφέροντα της Ελλάδος, των μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και άλλων μελών της διεθνούς κοινότητας, ήταν υπό απειλή, επικρεμάτο ο κίνδυνος χρησιμοποίησης όχι στρατιωτικής βίας, αλλά οικονομικού εκβιασμού και έντονων πολιτικών πιέσεων από ισχυρά κράτη και παράγοντες εντός και εκτός Ε.Ε. προς την Ελλάδα (αλλά και έως έναν βαθμό από την Ελλάδα προς ορισμένα κράτη της Ε.Ε.), ενώ, ταυτόχρονα, η πίεση χρόνου ήταν έντονη, εξαιτίας των οικονομικών υποχρεώσεων της Ελλάδος προς τους θεσμικούς παράγοντες του εξωτερικού, αλλά και προς το εσωτερικό περιβάλλον της (απαραίτητη στο σημείο αυτό, για περαιτέρω εμβάθυνση, η παραπομπή στο άρθρο “Η διαχείριση της κρίσης της Κούβας και τα συμπεράσματά της” του Υποστράτηγου ε.α. και διεθνολόγου κου Ιπποκράτη Δασκαλάκη, με ημερομηνία δημοσίευσης στο διαδίκτυο 30 Μαρτίου 2015 στο περιοδικό “Νέα Πολιτική”). Η “κρίση”, κατά τη γνώμη μου, ήταν, κατά πάσα πιθανότητα, καλά μελετημένη και ελεγχόμενη, κι αυτό προκύπτει ως δεδομένο, εάν λάβουμε υπόψη την ισχνή οικονομική και πολιτική ισχύ της Ελλάδος, εντός του παγκόσμιου πολιτικού χάρτη, καθώς και τους σκοπούς που εξυπηρέτησε η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, όπως αυτοί διαφαίνονται από το περιεχόμενο του παρόντος κειμένου.
Στο άκουσμα της πρότασης και ως εκ τούτου της απόφασης για δημοψήφισμα ήταν, κατά την άποψή μου, λογικό να προκύψουν τα ακόλουθα ερωτήματα:
1) Ποιο ακριβώς ήταν το ερώτημα ή το δίλημμα στο οποίο έπρεπε να απαντήσει και να εκφέρει άποψη ο Έλληνας πολίτης; Ποιο το περιεχόμενο των δύο κειμένων που αναφέρονται με αγγλική ορολογία, με τη συνοδό μετάφραση; (Η ασάφεια ήταν εμφανής). Ποια, αντιστοίχως, ήταν η πρόταση της Ελληνικής κυβέρνησης; (Το κενό ήταν, επίσης, εμφανές).
2) Με ποιες γνώσεις οικονομίας, διεθνών σχέσεων και στρατηγικής, σε επίπεδο πολιτικής, θα μπορούσε να απαντήσει ο μέσος Έλληνας στο ερώτημα;
3) Τι στ’ αλήθεια σημαίνουν, για το μέσο αστό, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά εκπαίδευσης και ηλικίας, καθώς για τον Έλληνα που παράγει στον πρωτογενή τομέα και κατοικεί στην επαρχία, οι φράσεις: α) Reforms for the completion of the Current Program and Beyond (Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού) και β) Preliminary Debt sustainability analysis (προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους);
4) Εφόσον, πριν από λίγους μήνες, διεξήχθησαν εκλογές και ο πρώτος σε προτίμηση πολιτικός φορέας σχημάτισε κυβέρνηση, με σκοπό να αναλάβει πρωτοβουλία για μια νέα στρατηγική στην οικονομία, τότε γιατί ο πολιτικός αυτός φορέας “φαίνεται” ότι μετέθεσε μια τόσο σοβαρή ευθύνη απόφασης στον ίδιο το λαό, μέσω δημοψηφίσματος;
Με βάσει τα ανωτέρω, γεννάται ένα επιπλέον σημαντικό ερώτημα:
Η κεντρική εξουσία της Ελλάδος, μέσω της συγκεκριμένης απόφασης, οδηγήθηκε στην έκφραση υγιούς επαναστατικότητας, με την ανάληψη υψηλού ρίσκου για το συλλογικό συμφέρον ή εξέφρασε πολιτική ανωριμότητα, παρορμητικότητα και αφέλεια;
Προσωπικά πιστεύω ότι η Ελληνική κυβέρνηση, καθοδηγούμενη από ανώτερα, στην ιεραρχία της, κέντρα λήψης αποφάσεων, ανακοίνωσε ότι ο ελληνικός λαός θα “αποφάσιζε”, μέσω δημοψηφίσματος, για την εξελικτική του πορεία, επιδιώκοντας και δημιουργώντας- πάντα υπό καθοδήγηση- την επικράτηση του “ΟΧΙ”. Ωστόσο, βέβαια, η κυβέρνηση είχε, ήδη, συμφωνήσει, με την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος και ως εκ τούτου κατά την πορεία προς αυτό, τις συνθήκες δανεισμού και τις προϋποθέσεις εξέλιξης της ελληνικής οικονομίας με τους δανειστές της. Με άλλα λόγια, πιστεύω ότι η ελληνική κυβέρνηση, κατά τα φαινόμενα και μόνον, “επαναστάτησε”. (Καθ)Οδηγήθηκε σε μία απόφαση, έπειτα από προσεκτική εξέταση όλων των παραμέτρων, προκαλώντας μια “τεχνητή κρίση” σε επίπεδο οικονομίας και πολιτικής, αλλά κυρίως μία “τεχνητή κρίση” σε επίπεδο ψυχολογίας της ελληνικής κοινωνίας (απαραίτητη και στο σημείο αυτό η παραπομπή στα συμπεράσματα του άρθρου “Η διαχείριση της κρίσης της Κούβας και τα συμπεράσματά της” του Υποστράτηγου ε.α. και διεθνολόγου κου Ιπποκράτη Δασκαλάκη).
Θα επιχειρήσω να αποδείξω με ποιον τρόπο και για ποιους λόγους η απόφαση του δημοψηφίσματος στόχευε στην καθοδήγηση της ψυχολογίας των μαζών προς τη συμμετοχή της σε μία κατάσταση παροδικής “σαδιστικής φαντασίωσης”, μία διαδικασία απαραίτητη για τη μετάβαση σε νέες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες, στο μέλλον, θα οδηγήσουν, πιθανότατα, σε ρυθμούς οικονομικού φιλελευθερισμού.
Θα ξεκινήσω το συλλογισμό μου, λαμβάνοντας υπόψη δύο βασικές παραμέτρους:
- i) Τη σχέση του Ελληνικού κράτους με τα υπόλοιπα κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Δυτικής Συμμαχίας (εννοώ τον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου) και ως εκ τούτου τη σχέση της άρχουσας πολιτικής τάξης με τα κέντρα λήψης αποφάσεων του εξωτερικού.
- ii) Τη σχέση του αστικού πολιτικού συστήματος της Ελλάδος με την ελληνική κοινωνία.
Πιο συγκεκριμένα,
- i) Το Ελληνικό κράτος ανήκει σε ένα σύστημα κρατών, την Ε.Ε., το οποίο χαρακτηρίζεται από συγκεκριμένους κανόνες, από συγκεκριμένη ιεραρχία και έχει συγκεκριμένους (οικονομικούς και πολιτικούς) στόχους. Το σύστημα αυτών των κρατών ομοιάζει με ένα νευρωνικό δίκτυο, εάν προσεγγίσουμε την έννοια υπό την οπτική γωνία των Επιστημών της ζωής (Life sciences), όπως είναι η βιολογία, δηλαδή με ένα κύκλωμα διασυνδεδεμένων νευρώνων, που έχει σαν σκοπό, εκ πρώτης, την επεξεργασία των ερεθισμάτων που προέρχονται από το εξωτερικό και από το εσωτερικό περιβάλλον του οργανισμού και σε δεύτερο χρόνο την επιβίωση του τελευταίου. Εάν προσεγγίσουμε την έννοια του νευρωνικού δικτύου – άρα και της Ε.Ε.- με τους όρους της υπολογιστικής νοημοσύνης, τότε αυτό ομοιάζει με ένα αφηρημένο αλγοριθμικό κατασκεύασμα, που έχει σαν στόχο την επίλυση κάποιου υπολογιστικού προβλήματος. Το Ελληνικό κράτος, παράλληλα, ανήκει σε ένα δεύτερο δίκτυο κρατών, εκείνο της Δυτικής Συμμαχίας, με όμοιους ή και επιπλέον στόχους, αλλά και με επιπλέον μέσα υλοποίησης των στόχων αυτών (οικονομικά, όπως το Δ.Ν.Τ., στρατιωτικά, διπλωματικά). Κεντρικό ρόλο ρυθμιστή της συμμαχίας αυτής έχει ο αμερικανικός παράγοντας.
Προσεγγίζοντας την έννοια του νευρωνικού δικτύου (άρα και της Ε.Ε.) με τους όρους της βιολογίας, αναρωτιέμαι: Πώς ένα κύτταρο, ένας νευρώνας του δικτύου, ο οποίος τείνει προς την απόπτωση, δηλαδή προς τον προγραμματισμένο κυτταρικό θάνατο, μπορεί να επιβιώσει ή να αναγεννηθεί εάν δεν υπάρξει συνεισφορά από άλλα τμήματα του δικτύου και κυρίως συνεισφορά από κάποιον εξωγενή παράγοντα; Στις νευροεκφυλιστικές νόσους, όπως είναι η νόσος Parkinson, ο προγραμματισμένος κυτταρικός θάνατος, απ’ όσο γνωρίζω, παρεμποδίζεται με την εξωγενή παρέμβαση των επιστημόνων και τη χρήση φαρμακευτικών ουσιών (κορτικοειδή), τα οποία ενισχύουν την δυνατότητα ανάπλασης του νευρικού ιστού. Έχοντας το παράδειγμα αυτό ως γνώμονα αναπροσαρμόζω το ερώτημα που έθεσα στην αρχή αυτής της παραγράφου ως εξής: Πώς το ελληνικό κράτος (ένα μέλος της Ε.Ε., το οποίο επί μακρόν και ειδικά κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, τείνει προς τον προβλεπόμενο ή τον προγραμματισμένο οικονομικό θάνατο) μπορεί να επιβιώσει ή να αναγεννηθεί εάν δεν υπάρξει η συνεισφορά από τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε. και κυρίως εάν δεν υπάρξει η συνεισφορά από τον κυρίαρχο εξωγενή παράγοντα του δικτύου, ευρύτερο σύμμαχο δε, δηλαδή τον αμερικανικό παράγοντα;
Παρά το ότι οι διεθνείς σχέσεις χαρακτηρίζονται ή φαίνεται ότι χαρακτηρίζονται από πλαστικότητα, δεδομένων των συνθηκών και των εξελίξεων, προτιμώ το ρεαλιστικό τρόπο προσέγγισης. Απαντώντας, δηλαδή στο τελευταίο ερώτημα της προηγούμενης παραγράφου, πιστεύω ότι το Ελληνικό κράτος βρίσκεται σε απόλυτη σχέση εξάρτησης με την Ε.Ε. και τον αμερικανικό παράγοντα. Ως εκ τούτου, ένα κράτος εξαρτώμενο και λίγο πριν από τον οικονομικό θάνατο, ανεξαρτήτως του πώς έφθασε ως εδώ, έχει μεγάλους περιορισμούς στην ανάληψη πρωτοβουλιών και στη λήψη αποφάσεων. Κατά την άποψή μου, η ελληνική κυβέρνηση, λίγο πριν από το δημοψήφισμα, είχε ελάχιστα περιθώρια ανάληψης πρωτοβουλιών.
Αναφορικά με τη δεύτερη παράμετρο, τη σχέση, δηλαδή, του αστικού πολιτικού συστήματος της Ελλάδος με την ελληνική κοινωνία, είναι σημαντικό, να λάβουμε υπόψη μας τα ακόλουθα:
- ii) Από τη δόμησή του το σύστημα της Προεδρευομένης Κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, στην Ελλάδα, διατηρώντας την κληρονομιά του παρελθόντος όσον αφορά τη σχέση εξουσίας-κοινωνίας, βρίσκεται σε μία σταθερή σχέση “αμοιβαίων ανταλλαγών” με το εκλογικό σώμα. Η κοινωνία, σίγουρα, δεσμεύει και περιορίζει το πολιτικό σύστημα, με σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών της αναγκών, όμως, το αστικό πολιτικό σύστημα, με τη σειρά του, καλλιεργεί τη διατήρηση μιας συγκεκριμένης τυπολογίας συναισθηματικής αντίδρασης της κοινωνίας, στη σχέση του με αυτό. Η καλλιεργούμενη συναισθηματική αυτή αντίδραση, ομοιάζει, στα χαρακτηριστικά της, με ένα μοντέλο συσχέτισης τριών κατηγοριών πάσχουσας συναισθηματικής επεξεργασίας δεδομένων και τάσης δόμησης δυαδικών σχέσεων (με ένα μοντέλο, δηλαδή, τριών κατηγοριών διαταραχής της ανθρώπινης προσωπικότητας). Οι κατηγορίες αυτές είναι οι εξής: Πρώτον, η εξαρτητική διαταραχή της προσωπικότητας, δεύτερον η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή και τρίτον η παρανοειδής διαταραχή της προσωπικότητας. Για να γίνει κατανοητό το παραπάνω, θα παραθέσω ένα παράδειγμα, το οποίο, πολλές φορές, συναντάται στην κλινική πράξη της ψυχιατρικής:
Υπάρχουν γονείς, οι οποίοι, ως άνθρωποι, εμφανίζουν συναισθηματικά ελλείμματα, τα οποία τους οδηγούν σε αδυναμία συναισθηματικής πληρότητας, σε προβληματικές διαπροσωπικές σχέσεις και ως εκ τούτου σε έναν ρόλο πάσχοντος εντός του κοινωνικού συνόλου. Για να αναπληρώσουν τα κενά τους, καλλιεργούν μία εξαρτητικού τύπου σχέση με το παιδί τους. Του προσφέρουν τα πάντα και προσπαθούν να ικανοποιούν κάθε είδους απαίτηση. Εάν, μάλιστα, το παιδί είναι υποβόλιμο (δε λαμβάνει δηλαδή εύκολα πρωτοβουλίες, αρέσκεται να δέχεται και να απολαμβάνει τις παροχές και τη φροντίδα, αποφεύγοντας, παράλληλα, το στρες), τότε εύκολα ο γονέας επιτυγχάνει τη δόμηση μιας σχέσης εξάρτησης με το παιδί, έχοντας, ήδη μεγαλώσει ένα άτομο με εξαρτητικού τύπου διαταραχή της προσωπικότητας. Κάθε προσπάθεια απομάκρυνσης του παιδιού από τον γονέα, κάθε σύλληψη ιδέας για τα πράγματα, δίχως την έγκριση του γονέα, γεννά στο ίδιο το παιδί άγχος. Προσπαθεί, λοιπόν, να αναζητήσει τους μηχανισμούς αντιμετώπισης και μείωσης του άγχους του, δίχως επιτυχία, καταλήγοντας, πάντοτε, με έναν τρόπο σταθερό και επαναλαμβανόμενο, στον πάροχο όλων των λύσεων, στο γονέα του. Το παιδί, δηλαδή, ανακυκλώνει έναν φαύλο κύκλο, ο οποίος θα τον οδηγήσει, από την ώριμη εφηβεία και στο εξής, στη λεγόμενη ιδεοψυχαναγκαστικού τύπου διαταραχή της προσωπικότητας. Πλάι στα ανωτέρω, ο γονέας, συνειδητά ή ασυνείδητα, φοβάται μια πιθανή “εξέγερση” και απομάκρυνση του παιδιού, η οποία, δυνητικά, θα οδηγούσε στη δική του ψυχολογική του κατάρρευση. Δίχως το παιδί στο πλάι του, ακόμα και στη βαθειά ενήλικη ζωή του τελευταίου, ο ίδιος δεν θα είχε λόγο ύπαρξης. Φροντίζει, λοιπόν, συστηματικά, να περνά μηνύματα στο παιδί ότι “κάπου εκεί έξω” υπάρχουν “κάποιοι” – γνωστοί και άγνωστοι- οι οποίοι επιβουλεύονται την ύπαρξή του, επιθυμούν να το βλάψουν. Επομένως, μόνο ο ίδιος ο γονέας θέλει το καλό του και μόνον αυτόν μπορεί το παιδί να εμπιστεύεται. Το παιδί, υπό αυτό το περιβάλλον ανάπτυξης, δομεί έναν τρόπο σκέψης, βάσει του οποίου, ως ενήλικας πλέον, συνεχώς υποπτεύεται ότι οι άλλοι τον εκμεταλλεύονται, έχει αδικαιολόγητες αμφιβολίες για την πίστη ή την αξιοπιστία φίλων και συνεργατών, “διαβάζει” κρυμμένα απειλητικά μηνύματα σε γεγονότα που τον αφορούν, αντιλαμβάνεται επιθέσεις κατά της φήμης του που δεν είναι εμφανείς στους άλλους και γρήγορα αντιδρά με θυμό. Χαρακτηρίζεται δηλαδή από αυτήν που αποκαλείται παρανοειδής διαταραχή της προσωπικότητας. Η διαταραχή αυτή, ανήκει σε ένα φάσμα διαταραχών (το λεγόμενο Cluster A), οι οποίες, υπό συνθήκες έντονου στρες, μπορούν να οδηγήσουν στην εκδήλωση παραληρηματικής επεξεργασίας της αντικειμενικής πραγματικότητας (τα άτομα δηλαδή αυτά επεξεργάζονται με έναν εντελώς παθολογικό τρόπο την πραγματικότητα, εκφράζοντας ιδέες δίωξης και υπό επιπρόσθετες συνθήκες, ιδέες μεγαλείου).
Το πολιτικό σύστημα της Ελλάδος, συστηματικά, ως “γονέας” της κοινωνίας, καλλιεργεί σε αυτήν τα ανωτέρω χαρακτηριστικά συναισθηματικής αντίδρασης στα ερεθίσματα, για να επιτυγχάνει, σε βάθος χρόνου, την επιβίωσή του. Παρέχει κάθε ικανοποίηση ατομικών και συλλογικών συμφερόντων, για να κερδίσει τη σχέση εξάρτησης, ενώ παράλληλα ενισχύει, με κάθε μέσο α) της ιδεοληψίες που γεννούν άγχος (“αν δεν ανήκεις στην κομματική ομάδα, δεν επιτυγχάνεις τίποτε, γιατί αξιοκρατία δεν υπάρχει”, “άλλα μοντέλα διακυβέρνησης ή οικονομικής οργάνωσης- φιλελευθερισμός ή κομμουνισμός- έχουν αποτύχει ή θα αποτύχουν”), καθώς και β) την παρανοειδή στάση ως προς την αντικειμενική πραγματικότητα. Μια στάση, η οποία μετατρέπεται, υπό συνθήκες στρες (οικονομική κρίση), σε παραληρηματική, αν και θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι, συχνά, κατά την παραληρηματική επεξεργασία, οι ιδέες βασίζονται σε πραγματικά δεδομένα (“οι εταίροι μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κάποιοι άγνωστοι οικονομικοί κύκλοι μας επιβουλεύονται”, “Όλες οι μεγάλες δυνάμεις και τα οικονομικά συμφέροντα επιθυμούν τον αφανισμό μας ως έθνος και την πλήρη οικονομική εκμετάλλευσή μας. Υπάρχει σχέδιο γι’ αυτό”, “Επιθυμούν να μας καταστρέψουν, γιατί είμαστε ιδιαίτερος λαός. Από εμάς ξεκίνησε ο πολιτισμός και μας φθονούν για την ιδιαιτερότητά μας”, “Εάν φύγουμε ΕΜΕΙΣ από το ευρώ θα καταστραφεί το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα”, “Υπάρχει κάπου μακριά ένας ισχυρός λαός, ο οποίος, στο τέλος θα μας σώσει, μέσω ενός τραπεζικού συστήματος που θα δημιουργηθεί στο μέλλον” ).
Έχοντας λάβει υπόψη μου τις ανωτέρω δύο παραμέτρους και θεωρώντας ότι αμφότερες αντιστοιχούν σε δύο απαραίτητους περιορισμούς, για την ερμηνεία της σχετικής με το ελληνικό δημοψήφισμα απόφασης, επανέρχομαι στην ανάλυσή μου:
Υπό τις συνθήκες πλήρους εξάρτησης από τους εταίρους και τους συμμάχους και δεδομένων των χαρακτηριστικών που, κατά τη γνώμη μου, επικρατούν στο εσωτερικό περιβάλλον της κοινωνίας και της πολιτικής, ο τέως Πρωθυπουργός της Ελλάδος, μέσω του δημοψηφίσματος, έθεσε στον Ελληνικό λαό ένα ερώτημα το οποίο, επί της ουσίας, αντιστοιχούσε σε ένα ασαφές ηθικό δίλημμα, με ιδιαίτερη σημασία για την οικονομική, την κοινωνική και την πολιτική ζωή της χώρας, δηλαδή για το συλλογικό συμφέρον. Δεδομένης της εξάρτησης του κράτους από τους εξωτερικούς παράγοντες, η κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να κινηθεί ανεξάρτητα από αυτούς. Αντιθέτως, είναι πολύ πιθανόν ότι, σε επίπεδο διπλωματίας, θα υπήρχαν οι απαραίτητες συμφωνίες και καθοδηγήσεις (από την πλευρά, κατά κύριο λόγο, του αμερικανικού παράγοντα), έως την ανακοίνωση του δημοψηφίσματος.
Το δίλημμα που ετέθη ήταν ηθικό, καθώς, για να ορισθεί ως τέτοιο, κατά την αντίληψη της φιλοσοφίας και της ψυχολογίας, θα πρέπει να τηρούνται οι ακόλουθες προϋποθέσεις:
- Το άτομο (ο συμμετέχων στο δημοψήφισμα) καλείται να πράξει δύο ή περισσότερες κινήσεις (ο συμμετέχων εκλήθη να ψηφίσει ΝΑΙ ή ΟΧΙ).
- Το άτομο έχει την δυνατότητα να πράξει τις κινήσεις αυτές (ο καθένας είχε τη δυνατότητα να ψηφίσει είτε ΝΑΙ είτε ΟΧΙ).
- Το άτομο δεν μπορεί να πράξει και τις δύο (ή όλες) τις κινήσεις (ο συμμετέχων ΔΕΝ μπορούσε να ψηφίσει ΚΑΙ ΝΑΙ ΚΑΙ ΟΧΙ).
Στα ηθικά διλήμματα, τα οποία είναι σύνθετα στη φύση τους, υπάρχει μια συγκρουσιακή κατάσταση στον ψυχισμό μας (Εικόνα 2). Σε αυτά, το προσωπικό μας συμφέρον (π.χ. “εάν στο μέλλον χρησιμοποιώ το ευρώ, δεν θα ευνοούμαι, γιατί με τη συμφωνία, τα εισοδήματά μου θα μειωθούν και οι υποχρεώσεις μου προς το κράτος θα αυξηθούν”) έρχεται σε αντίθεση με το προσωπικό συμφέρον ενός άλλου ατόμου (π.χ. “Οι καταθέσεις μου στην τράπεζα είναι σε ευρώ. Εάν δεν επιτευχθεί συμφωνία, τότε, θα αποκτήσουμε εθνικό νόμισμα και η αξία των καταθέσεών μου θα καταρρεύσει”) ή με μία αξία η οποία είναι αποδεκτή από το σύνολο των ατόμων (π.χ. “επιθυμώ την επαναφορά του εθνικού νομίσματος, όμως, η πλειοψηφία επιθυμεί το ευρώ, ως νόμισμα”). Επίσης, στα ηθικά διλήμματα, είναι δυνατόν να έλθουν σε αντίθεση δύο αξίες τις οποίες ένα άτομο σέβεται κατά τον ίδιο τρόπο (για παράδειγμα: “Για εμένα έχει σημασία η ποιότητα ζωής. Είτε ευρώ, είτε δραχμή, είναι το ίδιο”). Κατά τη συμμετοχή στην επίλυση ενός ηθικού διλήμματος, το άτομο έχει υπεισέλθει σε μία κατάσταση, βάσει της οποίας φαίνεται να είναι καταδικασμένο για την ηθική του κατάρρευση (“τι πρέπει να ψηφίσω ΝΑΙ ή ΌΧΙ; Ποια είναι η πιο σωστή επιλογή για το δικό μου και για το συλλογικό συμφέρον; Ό, τι κι αν επιλέξω είναι λάθος”). Οποιαδήποτε κίνηση και αν κάνει θα είναι σαν να οδηγείται σε κάτι το λανθασμένο από ηθικής απόψεως.
Το ηθικό δίλημμα το οποίο ετέθη από τον πρώην Πρωθυπουργό και την κυβέρνηση ήταν, παράλληλα, ασαφές, καθώς αναφερόταν αποκλειστικά και μόνο στην πρόταση των “θεσμών” και ειδικά σε μία παρελθοντική πρόταση ως προς το σημείο στο οποίο είχαν περιέλθει οι διαπραγματεύσεις. Στις συνθήκες εκείνης της χρονικής περιόδου ήταν λογικό να επαναπροσδιοριστούν από την αρχή- ή σχεδόν από την αρχή- οι προτάσεις των δύο πλευρών- όπως μάλιστα μας αποδεικνύουν οι εξελίξεις που ακολούθησαν. Άρα, το δίλημμα το οποίο ετέθη υπό την κρίση του λαού, αναφερόταν αφενός αποκλειστικά και μόνο στη μία εκ των προτάσεων, αφετέρου η τελευταία αποτελούσε, ήδη, τμήμα του παρελθόντος. Προεκτείνοντας το προαναφερθέν, είναι δυνατόν να υποστηρίξουμε ότι απουσίαζαν οι εκτενείς αναφορές ή η παράθεση των βασικών σημείων ή εν τέλει η σύγκριση των δύο προτάσεων (της ελληνικής και εκείνης των “θεσμών”). Επιπλέον, το δίλημμα ήταν ασαφές, καθώς το περιεχόμενο των προτάσεων Μεταρρυθμίσεις για την ολοκλήρωση του τρέχοντος προγράμματος και πέραν αυτού και προκαταρκτική ανάλυση βιωσιμότητας χρέους δεν παρέπεμπε άμεσα σε συγκεκριμένη νοητική δομή, δηλαδή σε μία σαφώς προσδιορισμένη αναφορά, ενώ ακόμα και ως πρόταση, για τον μέσο Έλληνα, δεν μπορούσε να σημαίνει κάτι πολύ συγκεκριμένο. Την ασάφεια, δε, ερχόταν να ενισχύσει η αγγλική εκδοχή, η οποία, επί της ουσίας, ερχόταν, ως περιεχόμενο λόγου και ως σύμβολο, να ενισχύσει την αποστροφή του μέσου Έλληνα ως προς το ο,τιδήποτε εκτός των συνόρων, το “ξένο”, το μη “Ελληνικό”, το “αντίπαλο”.
Εάν η κυβέρνηση επιθυμούσε να θέσει ένα σαφές ηθικό δίλημμα, τότε θα έπρεπε: i) να παραθέσει ένα συγκεκριμένο ερώτημα (για παράδειγμα “Επιθυμείτε ή όχι την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη;”), ii) να προσφέρει στον ψηφοφόρο την εύκολη και άμεση πρόσβαση στην ανάγνωση και στη μελέτη της ελληνικής πρότασης και της πρότασης των “θεσμών”, τόσο κατά την περίοδο πριν από την ψηφοφορία όσο και κατά την προσέλευσή του ψηφοφόρου στο εκλογικό κέντρο (δεν είχαν όλοι τη δυνατότητα ή την ικανότητα πρόσβασης στο διαδίκτυο ή στον έντυπο τύπο, επομένως, δεν υπήρξε η τήρηση της αρχής της ισότητας του δικαιώματος προς την ενημέρωση) και iii) θα έπρεπε να εξασφαλίσει τον απαραίτητο χρόνο, τόσο για τον πολιτικό κόσμο, όσο και για την κοινωνία, ώστε να αναπτυχθεί η κατάλληλη γνωσιακή (λογική) και συναισθηματική επεξεργασία του ερωτήματος, καθώς και ο διάλογος, υπό τις συνθήκες αντικειμενικής ενημέρωσης και επικοινωνιακής διαχείρισης της διαδικασίας (ο χρόνος από την ανακοίνωση έως τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος ήταν εξαιρετικά βραχύς).
Η ασάφεια του ηθικού διλήμματος, προφανώς, δεν ήταν τυχαία. Είχε έναν σκοπό, κι αυτός δεν ήταν άλλος παρά η σχεδόν παραληρηματική επεξεργασία της αντικειμενικής πραγματικότητας, από την πλευρά της κοινωνίας, δεδομένης της σχέσης του πολιτικού συστήματος με την τελευταία, όπως την περιέγραψα σε προηγούμενο σημείο του παρόντος κειμένου. Πάντοτε ή σχεδόν πάντοτε, η ασάφεια και η παρουσία ισχυρών στρεσσογόνων παραγόντων οδηγούν ένα άτομο στην ενίσχυση της παραληρηματικής επεξεργασίας και στην απόσχιση του από την πραγματικότητα, όταν ενυπάρχουν στην προσωπικότητα και στο συναισθηματικό του κόσμο, στοιχεία εξαρτητικά, ιδεοψυχαναγκαστικά, καθώς και στοιχεία παρανοειδούς υφής. Έτσι συμβαίνει και στην ελληνική κοινωνία. Έτσι, πιθανότατα, στόχευαν να συμβεί σε αυτήν, κατά την περίοδο πέριξ του δημοψηφίσματος, τα κέντρα λήψης αποφάσεων, εκτός και εντός συνόρων. Το (καθοδηγούμενο) ελληνικό πολιτικό σύστημα φρόντισε, στην εξαρτητικού τύπου σχέση του με την κοινωνία, να ενισχύσει, αυτή τη φορά έντονα, προϋπάρχουσες ιδεοληψίες ή σχεδόν παραληρηματικές ιδέες δίωξης, με σκοπό να μεταθέσει ευθύνες του ιδίου και της κοινωνίας αποκλειστικά και μόνον στους “άλλους” (“στους Γερμανούς, στους εταίρους, στους οικονομικούς κύκλους που διαχειρίζονται την παγκόσμια οικονομία”). Η συλλογική ψυχολογία, κατ’ αυτόν τον τρόπο, διασώζεται από την κατάρρευση. Τούτο, διότι το άγχος της μάζας μειώνεται εάν οι ευθύνες των υπόγειων συναλλαγών με το πολιτικό σύστημα, της φοροδιαφυγής, της τάσης προς τη διατήρηση του νεποτισμού, της αποφυγής της αριστείας και της αέναης υιοθέτησης του δόγματος “επιδιώκω το μέγιστο όφελος με την παράλληλη αποφυγή της προσπάθειας, των ατομικών και συλλογικών θυσιών”, μετατίθενται στους “άλλους”. Η κυβέρνηση και πιο συγκεκριμένα η πλειοψηφούσα πολιτική τάση, απευθυνόμενη στον λαό, μέσω ενός ασαφούς διλήμματος, ήταν σα να επιδίωκε τη διάχυση της ακόλουθης ιδέας, με το επικάλυμμα του διλήμματος οικονομικής φύσεως:
“Υφίστασαι μία τεράστια αδικία. Σε διώκουν για την ιδιαιτερότητά σου. Οι “άλλοι”, οι οικονομικά ισχυροί, επιδιώκουν μια άνιση οικονομική συναλλαγή και επιθυμούν τον οικονομικό μας θάνατο. Αυτό δεν είναι ηθικό και δίκαιο. Θα το ανεχθείς; ΌΧΙ ή ΝΑΙ;”
Η κυβέρνηση της πλειοψηφούσας τάσης, έθεσε το δίλημμα αυτό, έχοντας φροντίσει, από την εκλογή της έως το δημοψήφισμα, να καλλιεργεί την εικόνα της πολιτικής δύναμης που υποστηρίζει την “ηθική αποκατάσταση” της κοινωνίας, λαμβάνοντας τις κατάλληλες αποστάσεις από τους πολιτικούς φορείς που κυβέρνησαν τη χώρα επί δεκαετίες. Η εικόνα αυτή σφυρηλατήθηκε, κατά το διάστημα των πρώτων έξι μηνών διακυβέρνησης, τόσο μέσω της ρητορικής, όσο και μέσω του συμβολισμού των πολιτικών της επιλογών και πράξεων, ώστε η πλειοψηφούσα τάση να αποκτήσει το ρόλο του εισηγητή με ισχυρή “ηθική υπόσταση”. Θα εξηγήσω με συγκεκριμένα παραδείγματα:
Αναφερόμενη, κάθε φορά, μέσω της ρητορικής, στους διαλόγους με τους εξωτερικούς παράγοντες, η κυβέρνηση της πλειοψηφίας υποστήριζε ότι συνομιλεί με τους “θεσμούς” (διαχείριση συμβόλων) , δηλαδή με νόμιμους θεσμικούς φορείς των συστημάτων στα οποία ανήκει η Ελλάδα (Ε.Ε., Δ.Ν.Τ.) και όχι με μία “αυθαίρετη δομή”, χωρίς νόμιμη θεσμική υπόσταση που ονομάζεται “τρόικα” και με την οποία συνομιλούσαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις της οικονομικής κρίσης. Σε επίπεδο (συμβολικών) πολιτικών πράξεων υποστήριξε έντονα την απόδοση των γερμανικών αποζημιώσεων. Μία διεκδίκηση απολύτως δίκαιη, η οποία ευαισθητοποιεί το θυμικό της κοινωνίας, αν και αμφιβάλλω για το αν η ελληνική πλευρά έχει, στην παρούσα φάση, την πολιτική ισχύ για να διεκδικήσει και να επιτύχει την οικονομική και ηθική της αποκατάσταση. Σε επίπεδο εσωτερικής διαχείρισης, με μία απόφαση που είναι, κυρίως, συμβολική, ο τέως Πρωθυπουργός “ακύρωσε” την απόφαση του προκατόχου του, αναφορικά με τη δημόσια ραδιοφωνία και τηλεόραση και όρισε την επαναλειτουργία της Ε.Ρ.Τ. . Με αυτόν τον τρόπο ικανοποίησε το “αίσθημα δικαίου”, στη συνείδηση της κοινωνίας, ικανοποιώντας την ανάγκη για ανατροπή και για “αποκατάσταση της δικαιοσύνης” (ανεξάρτητα από την οικονομική πλευρά της απόφασης αυτής ή την πλευρά των εργασιακών συνθηκών).
Στο σημείο αυτό, είναι απαραίτητο να εστιάσουμε στον τρόπο με τον οποίο εκλήθη να επεξεργασθεί το κάθε άτομο, αλλά και η κοινωνία στο σύνολό της, το ασαφές ηθικό δίλημμα το οποίο ετέθη από τον Έλληνα Πρωθυπουργό της πρώτης περιόδου του τρέχοντος έτους. Θα βασίσω την επιχειρηματολογία μου στα δεδομένα των τομέων της έρευνας που έχουν ως αντικείμενο μελέτης τη λήψη αποφάσεων στο πεδίο της ηθικής, καθώς και στις απόψεις του πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ.
Ας δούμε, εκ νέου, το ηθικό δίλημμα το οποίο, κατά την άποψή μου, ετέθη, σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο, στον ελληνικό λαό:
“Υφίστασαι μία τεράστια αδικία. Σε διώκουν για την ιδιαιτερότητά σου. Οι “άλλοι”, οι οικονομικά ισχυροί, επιδιώκουν μια άνιση οικονομική συναλλαγή και επιθυμούν τον οικονομικό μας θάνατο. Αυτό δεν είναι ηθικό και δίκαιο. Θα το ανεχθείς; ΌΧΙ ή ΝΑΙ”
Σκοπός του Έλληνα Πρωθυπουργού, σε ένα πρώτο στάδιο, ήταν η ενεργοποίηση του θυμικού των πολιτών και πιο συγκεκριμένα των συναισθημάτων αγανάκτησης και οργής έναντι της αδικίας που, σε ένα υποσυνείδητο επίπεδο, αποτυπωνόταν στο ερώτημα/ηθικό δίλημμα του δημοψηφίσματος. Το δεύτερο στάδιο της στρατηγικής, κατά την προσωπική μου γνώμη, ήταν η συναισθηματική αποφόρτιση της αστικής τάξης, μέσω της ικανοποίησης της σαδιστικής πλευράς της ανθρώπινης φύσεως, σε ένα φαντασιακό επίπεδο, καθώς η μαζική συμμετοχή σε μία διαδικασία δημοψηφίσματος θα ικανοποιούσε το αίσθημα ισχύος της μάζας έναντι των προσώπων, των ομάδων και των συμβόλων που αποκτούσαν εκείνη τη δεδομένη στιγμή το ρόλο του “εχθρού”. Τούτο ήταν απαραίτητο να γίνει μέσω της επικράτησης του “ΟΧΙ” (της εξουδετέρωσης δηλαδή των “εχθρών” σε ένα φαντασιακό επίπεδο).
Στην προσπάθειά μου να υποστηρίξω τον παραπάνω ισχυρισμό μου, θα παραθέσω, στο σημείο αυτό, τα δεδομένα της έρευνας που θα μπορούσαν να εξηγήσουν το πρώτο στάδιο της στρατηγικής, η οποία, πιθανότατα, ετέθη σε εφαρμογή:
Είναι γνωστό ότι, κάθε φορά που βρισκόμαστε μπροστά από ηθικού τύπου διλήμματα, η ικανότητα κρίσεώς μας βασίζεται στη διάκριση δύο διαφορετικών τύπων ηθικής σκέψεως, καθένας από τους οποίους συσχετίζεται με διεργασίες οι οποίες προέρχονται από διαφορετικές φάσεις της εξελικτικής πορείας του είδους μας. Το δεδομένο αυτό αποτελεί προϊόν έρευνας διαφόρων ερευνητών ένας από τους οποίους είναι ο Joshua Greene, Καθηγητής Πειραματικής Ψυχολογίας, Νευροεπιστημών και Φιλοσοφίας, στο Πανεπιστήμιο του Harvard.
Ο Greene υποστηρίζει ότι το ανθρώπινο όν διαθέτει δύο τυπολογίες ηθικής σκέψεως. Ο πρώτος τύπος βασίζεται σε εγκεφαλικές δομές οι οποίες είναι εξειδικευμένες για την επεξεργασία πληροφοριών που σχετίζονται με τον τομέα της προσωπικής/κοινωνικής ζωής και σε δομές που σχετίζονται με την επεξεργασία του συναισθήματος. Φαίνεται ότι αυτό τον τύπο ηθικής σκέψεως τον κληρονομήσαμε από τα πρωτεύοντα τα οποία προηγούνται από εμάς στην ιστορία της εξέλιξης των ειδών.
Ο δεύτερος τύπος ηθικής σκέψεως βασίζεται στην ιδιαίτερη ικανότητα του είδους μας να διαθέτει συλλογισμό αφηρημένων εννοιών, ικανότητα η οποία τίθεται σε εφαρμογή σε πολύ διαφορετικές περιπτώσεις. Σε όλες εκείνες τις περιπτώσεις στις οποίες η εξέλιξη δεν μας έδωσε την δυνατότητα, μέσω εξειδικευμένων μηχανισμών, να ανταποκρινόμαστε άμεσα, θα πρέπει να εμπιστευόμαστε, επομένως, την ικανότητα της συλλογιστικής μας σκέψης για να καθορίσουμε τι είναι σωστό και τι είναι λάθος, αξιολογώντας κέρδη και απώλειες.
Κατά τον Greene το αίσθημα οργής και αγανάκτησης απέναντι σε συμπεριφορές εγωιστικές και άδικες θα πρέπει να ήταν ένας βασικός παράγοντας που είχε ως αποτέλεσμα την συνεργασία και τον κοινό αγώνα της ομάδας, στα πρωτεύοντα, τα οποία απετέλεσαν τους προγόνους μας κατά την εξέλιξη των ειδών. Στο ανθρώπινο είδος το αίσθημα αυτό είναι δυνατόν να κωδικοποιείται, μέσω της γλώσσας, σε ηθικούς κανόνες και αξίες, τις οποίες μεταδίδει η μία γενιά στην άλλη.
Ας εστιάσουμε, στο σημείο αυτό, την προσοχή μας στον πρώτο τύπο ηθικής σκέψεως, κατά Greene, σε εκείνον ο οποίος χαρακτηρίζεται από αυτοματισμό και βασίζεται στα συναισθήματα.
Μέχρι την δεκαετία του ’80 το επιστημονικό ενδιαφέρον δεν είχε στρέψει την προσοχή του στην αξία του συναισθήματος, όταν χάρη στην συνεισφορά της εξελικτικής ψυχολογίας και της πρωτευοντολογίας, επανεξετάστηκε η θέση του Hume, του σημαντικότερου στοχαστή του σκωτικού διαφωτισμού, η οποία είχε διατυπωθεί, εκ μέρους του, τον δέκατο όγδοο αιώνα. Βάσει αυτής, η προέλευση της ηθικής αντίληψης στον άνθρωπο μπορεί να προσδιοριστεί στα συναισθήματα τα οποία μας καθοδηγούν, ώστε να επιδιώκουμε τη συνεργασία με τους άλλους και να υποστηρίζουμε τον αλτρουισμό, γιατί η δική μας καλή ποιότητα ζωής εξαρτάται από εκείνη των άλλων ανθρώπων.
Από τη δεκαετία του ’80 και εξής, η έρευνα, η σχετική με την ηθική αντίληψη των πραγμάτων, εστιάζει, όλο και περισσότερο, στην αξία των συναισθημάτων.
Πειραματικές μελέτες, οι οποίες έχουν λάβει χώρα στο Emory University, από τους ερευνητές, στον τομέα πρωτευοντολογίας, (κα) Sarah Brosnan και (κο) Frans de Waal, υπογραμμίζουν πόσο βαθιές ρίζες έχουν, στη γενετική μας προδιάθεση, τα ένστικτα περί ηθικής και περί ισότητας.
Ένα πείραμα το οποίο διεξήχθη στα πρωτεύοντα Cebus Apella φέρνει στην επιφάνεια τις αντιδράσεις οργής των μελών της κοινότητας, υπό την μορφή άρνησης για συνεργασία και επιθετικής συμπεριφοράς απέναντι στους ερευνητές, όταν αυτά έρχονταν αντιμέτωπα με άδικες συμπεριφορές.
Οι Brosnan και De Waal, στα πλαίσια του πειράματος, το οποίο διεξήχθη το έτος 2003, στρατολόγησαν μία ομάδα από πιθήκους και τους εκπαίδευσαν. Κατά την έναρξη του πειράματος, οι πίθηκοι προμηθεύονταν μικρές πέτρες τις οποίες επέστρεφαν στους ερευνητές, ενώ ως ανταμοιβή ελάμβαναν ένα οπωροκηπευτικό.
Η ανταλλαγή επαναλαμβανόταν, κατά τον ακόλουθο τρόπο: Οι ερευνητές τοποθετούσαν ανά ζεύγη τους πιθήκους μέσα σε κλουβιά με τρόπο ώστε ο ένας να είναι σε θέση να βλέπει τον άλλο απέναντί του. Με την επιστροφή της μικρής πέτρας στον ερευνητή, ο ένας πίθηκος συνέχιζε να λαμβάνει το οπωροκηπευτικό, ενώ ο άλλος ελάμβανε μία ανταμοιβή πιο αρεστή, όπως ένα φρούτο.
Το 50%, περίπου, των πιθήκων που συνέχιζαν να δέχονται ως ανταμοιβή το οπωροκηπευτικό, άρχισε να παρουσιάζει άρνηση για την ανταλλαγή, δεδομένου του ότι οι πίθηκοι αυτοί παρατηρούσαν ότι άλλα μέλη της κοινότητάς τους ελάμβαναν μια πιο αρεστή αμοιβή (φρούτο). Πιο συγκεκριμένα, δεν επέστρεφαν στους ερευνητές τη μικρή πέτρα ή θρυμμάτιζαν το οπωροκηπευτικό μετά την απόδοσή του σε αυτούς, πετώντας το στους ερευνητές.
Η υπόθεση των ερευνητών ήταν ότι η αντίδραση των πιθήκων αντιστοιχούσε σε μία διαμαρτυρία για την αδικία την οποία έρχονταν να υποστούν σε σχέση με τους ομοίους τους.
Επιπροσθέτως, παρατηρήσεις του De Waal σε χιμπατζήδες ενός ζωολογικού κήπου, έφεραν στο φως ότι η κριτική ικανότητα, σε θέματα ηθικής, μπορεί να εκφραστεί από ζώα τα οποία δεν διαθέτουν την “ψυχρή λογική”, ως εργαλείο, με σκοπό την αξιολόγηση κοινωνικών καταστάσεων. Οι χιμπατζήδες, στη συγκεκριμένη περίπτωση, τρέφονταν από τον φύλακα του ζωολογικού κήπου μόνον όταν συγκεντρώνονταν όλοι σε έναν συγκεκριμένο χώρο με περίφραξη. Ο De Waal παρατήρησε ότι, μία μέρα, μία ομάδα νέων, σε ηλικία, αρσενικών χιμπατζήδων, καθυστέρησε να βρεθεί στο σημείο συγκέντρωσης. Κι αυτό, διότι τα μέλη της ομάδας αυτής βρίσκονταν σε διαδικασία συλλογικού παιχνιδιού. Τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας βρίσκονταν στο σημείο συγκέντρωσης και περίμεναν, επί μακρόν, την ομάδα των νέων, αρσενικών, ώστε να μπορέσουν να λάβουν την τροφή τους. Την επόμενη ημέρα, η ομάδα των αρσενικών δέχθηκε επίθεση από την ομάδα των υπάκουων μελών της κοινότητας ως αντίποινα για την συμπεριφορά τους.
Με βάση τα ανωτέρω, προκύπτει ότι, κάποια στιγμή, κατά την εξέλιξη της συνεργασίας, πρέπει να απέκτησε σημασία, για τα άτομα μιας κοινότητας, η τάση να συγκρίνουν τη συμμετοχή τους σε μία διαδικασία και τη σχετική ανταμοιβή τους σε σχέση με τα άλλα μέλη της κοινότητας. Όταν οι προσδοκίες δεν βρίσκουν ανταπόκριση, μπορούν να προκύψουν αρνητικές αντιδράσεις. Αυτό το αίσθημα ισότητας είναι, πιθανότατα, ένα πανανθρώπινο χαρακτηριστικό, αν και η κουλτούρα της κάθε κοινωνίας επιδρά σημαντικά στο πώς αυτό θα εκφραστεί. Οι αντιδράσεις, από την πλευρά των πρωτευόντων, κατά την διάρκεια των προαναφερθέντων πειραμάτων, αποδεικνύουν ότι οι συμπεριφορές αυτές συμβαδίζουν με την εξέλιξη των ειδών και εμφανίζονται σε είδη τα οποία υστερούν εξελικτικά σε σχέση με το ανθρώπινο είδος.
Με τα δεδομένα και τα συμπεράσματα των πειραμάτων που περιέγραψα προηγουμένως είναι πλήρως συμβατό το μοντέλο του κοινωνικού διαισθητισμού (όπως περιγράφεται από τον Haidt το έτος 2001), το οποίο υποστηρίζει πως η κριτική μας, σε θέματα ηθικής, προκύπτει με τον ίδιο αυτοματισμό με τον οποίο επιλέγουμε, όταν τα κριτήρια μας είναι σχετικά με την αισθητική των πραγμάτων. Η αποδοχή ή η αποστροφή μας για ένα γεγονός εκφράζονται άμεσα και δεν απαιτούν την επεξεργασία, όπως την έρευνα, την σύγκριση και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Με άλλα λόγια, αυτή η ικανότητα, της άμεσης ανταπόκρισης μας για ένα ζήτημα του συλλογικού βίου, αποτελεί κληρονομιά του είδους μας, μέσω της εξέλιξης των ειδών. Ο ρόλος της συλλογιστικής σκέψης, κατά την συγκεκριμένη διαδικασία, είναι βοηθητικός. Ουσιαστικά, αυτό που συμβαίνει είναι ότι ζητάμε λογικές επιβεβαιώσεις γι’ αυτό που νιώσαμε ως συναίσθημα.
Μία άλλη έρευνα, η οποία προκαλεί το ενδιαφέρον και η οποία σχετίζεται άμεσα με την ανάλυσή μου, στο παρόν κείμενο, είναι η ακόλουθη:
Στο Πανεπιστήμιο του Princeton, κατά το πρόσφατο παρελθόν, μία ομάδα ερευνητών καθοδηγούμενη από τον Alan Sanfey (στον παρόντα χρόνο καθηγητή του Πανεπιστημίου της Arizona), μελέτησε τα νευρωνικά κυκλώματα τα οποία συνδέονται i) με τις γνωσιακές λειτουργίες (της “ψυχρής λογικής” δηλαδή) και ii) με το συναίσθημα, κατά την λήψη αποφάσεων σε θέματα οικονομικής φύσεως. Ο Sanfey την περίοδο 2001–2003 υπήρξε μεταδιδακτορικός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο του Princenton. Οι προαναφερθείσες μελέτες πραγματοποιήθηκαν εκείνη την περίοδο και είχαν σαν σκοπό την κατανόηση του τρόπου ηθικής σκέψεως του ανθρώπου, εφόσον αφορούσαν στη μελέτη του αισθήματος της ισότητας.
Ας θυμηθούμε στο σημείο αυτό το πείραμα των Brosnan και De Waal. Όπως ανέφερα παραπάνω, οι χιμπατζήδες αντιδρούσαν με ευερεθιστότητα στην περίπτωση που αισθάνονταν θύματα μιας αδικίας.
Οι άνθρωποι αντιδρούν με τον ίδιο τρόπο, με τη διαφορά ότι γίνονται περισσότερο ευερέθιστοι, σε σχέση με αυτό που θα ήταν αναμενόμενο. Για να φέρει στην επιφάνεια αυτό το φαινόμενο της “μη αναμενόμενης” αγανάκτησης, όταν ο άνθρωπος βρίσκεται μπροστά από μία αδικία, ο Sanfey, το έτος 2003, ζητούσε από τα υπό εξέταση άτομα να συμμετάσχουν στο λεγόμενο παιχνίδι του ultimatum (ultimatum game).
Στο παιχνίδι αυτό, δύο υποκείμενα (Α και Β) πρέπει να μοιραστούν ένα χρηματικό ποσό. Το υποκείμενο Α αποφασίζει, βάσει της θέλησής του, πώς θα κατανείμει το αρχικό ποσό. Το υποκείμενο Β, με την σειρά του, μπορεί να αποδεχθεί ή να απορρίψει το ποσό το οποίο του έχει προσφέρει το υποκείμενο Α. Εάν απορρίψει την προσφορά και τα δύο υποκείμενα μένουν, στο τέλος, χωρίς κάποιο χρηματικό ποσό.
Οι ερευνητές γνώριζαν ότι εάν τα υποκείμενα Α και Β έπαιζαν με καθαρά λογικό τρόπο, το αποτέλεσμα θα ήταν απολύτως προβλέψιμο:
Το υποκείμενο Α θα προσέφερε στο υποκείμενο Β το μικρότερο ποσό και το υποκείμενο Β θα δεχόταν (καλύτερα να κερδίσει ένα μικρό ποσό παρά να μείνει με άδεια χέρια).
Στην πραγματικότητα, ο καταμερισμός είχε την τάση να προσεγγίζει το 50%. Το υποκείμενο Α, προσέφερε στο υποκείμενο Β ένα ποσό το οποίο ήταν παρόμοιο με το ποσό που το ίδιο είχε κρατήσει.
Το ενδιαφέρον, όμως, έγκειται στην ακόλουθη παρατήρηση:
Εάν το ποσό, το οποίο προσφερόταν από το υποκείμενο Α στο υποκείμενο Β, ήταν πολύ μικρότερο σε σχέση με το ποσό που κρατούσε το υποκείμενο Α, τότε, συνήθως, το υποκείμενο Β απέρριπτε την προσφορά και κανείς δεν κέρδιζε κάποιο ποσό.
Κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού οι ερευνητές μελετούσαν τη λειτουργία του εγκεφάλου των υποκειμένων μέσω fMRI, της λειτουργικής, δηλαδή, μαγνητικής τομογραφίας, μέσω της οποίας, σε πραγματικό χρόνο, απεικονίζεται η λειτουργία του εγκεφάλου σε συγκεκριμένες περιοχές του. Το υποκείμενο Β αντιστοιχούσε πάντα στον εξεταζόμενο. Το υποκείμενο Α ήταν είτε ένας υπολογιστής είτε ένας άνθρωπος.
Τα αποτελέσματα των ερευνών αυτών αποδεικνύουν ότι οι προτάσεις που εμπεριείχαν έναν άδικο καταμερισμό, προκαλούσαν, στους ανθρώπους που συμμετείχαν, ενεργοποίηση τόσο σε περιοχές του εγκεφάλου οι οποίες συνδέονται με τα συναισθήματα (στη λεγόμενη Νήσο του εγκεφάλου -του Reil-) όσο και σε περιοχές οι οποίες συνδέονται με τις γνωσιακές λειτουργίες (στο φλοιό του ραχιαίου και πλευρικού προμετωπιαίου λοβού).
Είναι αξιοσημείωτο ότι όσο μεγαλύτερη ήταν η ενεργοποίηση της πρόσθιας Νήσου του εγκεφάλου (η οποία προτείνεται ως η περιοχή ενεργοποίησης στην περίπτωση που βιώνουμε συναισθήματα όπως είναι η οργή και η αποδοκιμασία), τόσο μικρότερη ήταν η πιθανότητα αποδοχής της προσφοράς του παίχτη Α από τον παίχτη Β.
Αυτό ακριβώς αποδεικνύει τον σημαντικό ρόλο των συναισθημάτων στη λήψη αποφάσεων.
Εάν συσχετίσουμε τα αποτελέσματα των προαναφερόμενων ερευνών με το ελληνικό δημοψήφισμα και με το ασαφές ηθικό δίλημμα το οποίο ετέθη στους πολίτες, τότε προκύπτει ότι ο τέως Έλληνας Πρωθυπουργός έθεσε σε εφαρμογή, κατά έναν τρόπο, το παιχνίδι του ultimatum (ultimatum game) (Εικόνα 3) σε πραγματικές συνθήκες και όχι σε συνθήκες εργαστηρίου. Στην περίπτωση του ελληνικού δημοψηφίσματος, ο παίκτης Α αντιστοιχούσε στους “άλλους”, δηλαδή στους δανειστές, στον γερμανικό παράγοντα, στους οικονομικά ισχυρούς εντός και εκτός συνόρων και ο παίκτης Β αντιστοιχούσε στο εκλογικό σώμα, στο λαό. Τα κέντρα λήψης αποφάσεων του εξωτερικού, τα οποία, προφανώς, είχαν το ρόλο του καθοδηγητή, γνώριζαν ότι όσο περισσότερο θα ενεργοποιούνταν, στο εκλογικό σώμα, τα συναισθήματα οργής και αγανάκτησης, τόσο περισσότερο θα αυξάνονταν οι πιθανότητες επικράτησης του ΟΧΙ.
Πώς, όμως, επετεύχθη η ενίσχυση των συναισθημάτων αυτών, πέραν από τη φύση του ερωτήματος αυτού καθαυτού;
Η απάντηση προκύπτει από τον εντοπισμό των συνθηκών που ενίσχυσαν το υφιστάμενο στρες, το οποίο βίωσαν οι πολίτες, πριν από το δημοψήφισμα και ως εκ τούτου των συνθηκών που ενίσχυσαν την οργή και την αγανάκτηση. Οι συνθήκες αυτές ήταν οι ακόλουθες: i) το βραχύ χρονικό διάστημα, από την ανακοίνωση έως τη διεξαγωγή της ψηφοφορίας την 5η Ιουλίου 2015, ii) η διατήρηση, σε σταθερά επίπεδα, (στα 89 δις ευρώ) του ανώτατου ορίου δανεισμού των ελληνικών τραπεζών, μέσω του μηχανισμού έκτακτης ρευστότητας και iii) η επιβολή της τραπεζικής αργίας και του ελέγχου κεφαλαίων (capital controls).
Η φύση, επομένως, του ερωτήματος και οι διαμορφούμενες συνθήκες, από τους εξωγενείς παράγοντες, οδηγούσαν τα κέντρα λήψης αποφάσεων- εσωτερικού και εξωτερικού- στο να αναμένουν την επικράτηση του ΟΧΙ. Επιπλέον, ένας επιπρόσθετος παράγοντας, συνηγορούσε υπέρ της επικράτησης του ΟΧΙ και αυτό ελήφθη σίγουρα υπόψη. Ο παράγοντας αυτός αντιστοιχεί στο πρόσφατο αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015. Η επικράτηση, εκείνη τη χρονική στιγμή, της απερχόμενης, πλέον, μετά την προκήρυξη εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015, πλειοψηφικής τάσης, απέδειξε ότι, μετά την παρέλευση κάποιων ετών οικονομικής κρίσης (ουδός, από την άποψη του χρόνου) και δεδομένων των συνοδών συνεπειών της (ουδός κοινωνικής ανοχής), το αίσθημα της αγανάκτησης επικρατεί έναντι του φόβου και του άμεσου συμβιβασμού, άνευ όρων. Παράλληλα, η επικράτηση, τότε, του ισχυρότερου, πλέον, πολιτικού φορέα, δεν επέφερε ρήξη με τους παράγοντες του εξωτερικού. Το γεγονός αυτό εισήλθε, διά του συλλογικού ασυνειδήτου, στη συλλογική μνήμη της ελληνικής κοινωνίας και απετέλεσε μια σημαντική, πρότερη, γνώση πριν από το δημοψήφισμα.
Σε τι εξυπηρετούσε, όμως, στο επίπεδο της ψυχολογίας της μάζας, η επικράτηση του ΟΧΙ;
Στο σημείο αυτό, υπεισέρχομαι στο δεύτερο στάδιο της στρατηγικής που, πιθανότατα, ετέθη, βάσει της προσωπικής μου παραδοχής.
Η επικράτηση του ΟΧΙ είχε σαν σκοπό, κατά την άποψή μου, την ικανοποίηση της σαδιστικής πλευράς της ανθρώπινης φύσεως, σε ένα φαντασιακό επίπεδο και ως εκ τούτου τη συναισθηματική αποφόρτιση της αστικής τάξης που στο υπάρχον κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό σύστημα είναι εκείνη που επικρατεί και κατέχει προεξέχοντα ρόλο. Εδώ είναι απαραίτητο να λάβουμε υπόψη την άποψη του πατέρα της ψυχανάλυσης, για να γίνει κατανοητός ο προαναφερόμενος ισχυρισμός. Ο Σίγκμουντ Φρόυντ είχε την πεποίθηση ότι ακόμα και οι φαινομενικά πιο πολιτισμένοι άνθρωποι τρέφουν φαντασιώσεις βίας, κακοποίησης και λεηλασίας. Οι δυνάμεις που διαχωρίζουν τον άνθρωπο από τις ενοχλητικές του επιθυμίες- το Εγώ, ο Λόγος, ο πολιτισμός- είναι ασφαλώς ισχυρές. Όπως υποστήριζε, όμως, ο Φρόυντ, η ισχύ τους φθίνει όταν οι ασύνειδες επιθυμίες ερεθίζονται από εξωτερικά συμβάντα. Αντιμέτωποι, επομένως, με την επερχόμενο οικονομικό θάνατο, με ένα ασαφές ηθικό δίλημμα και με συνθήκες εκβιασμού που στο σύνολό τους προκαλούσαν συναισθήματα οργής και αγανάκτησης (εξωτερικά συμβάντα), οι πολιτισμένοι αστοί της ελληνικής κοινωνίας, καλλιέργησαν, εντός βραχέως χρονικού διαστήματος, φαντασιώσεις βίας, κακοποίησης και λεηλασίας έναντι των “εχθρών” με τους οποίους, ατομικά και συλλογικά, ήρθαν αντιμέτωποι. Ποιο το μέσο για να τις εκφράσουν; Η συμμετοχή στο δημοψήφισμα. Ποια η καταλληλότερη επιλογή για την ικανοποίηση των ασύνειδων επιθυμιών; Το ΟΧΙ.
Στο σημείο αυτό, είναι δυνατόν να αναρωτηθεί ο αναγνώστης:
Εφόσον, κατά την παραδοχή της ερμηνείας που κατατίθεται, μέσω του παρόντος κειμένου, η συμφωνία είχε ήδη καθορισθεί, σε ένα αθέατο διπλωματικό επίπεδο, η αντίφαση ανάμεσα στην επικράτηση του ΟΧΙ και στην υπογραφή μιας συμφωνίας που στην ουσία ήταν όμοια ή δυσμενέστερη σε σύγκριση με την “απορριφθείσα”, από το εκλογικό σώμα, τί συνέπειες θα είχε; Δεν θα προκαλούσε απογοήτευση, εκφράσεις κοινωνικής οργής και εν τέλει κατάρρευση της πλειοψηφούσας πολιτικής τάσης στις επόμενες εκλογές;
Είναι αναμενόμενο ότι σε πρώτο χρόνο και σε ένα τμήμα της κοινωνίας θα καλλιεργούνταν τα αισθήματα της απογοήτευσης και της οργής έναντι των κυβερνόντων. Τούτο, άλλωστε, είναι διακριτό, δεδομένου του χρόνου που έχει παρέλθει και των συνθηκών, οι οποίες, σε πολιτικό επίπεδο διαμορφώνονται. Εδώ, όμως, είναι απαραίτητο να σταθούμε στο ρόλο του ηγέτη. Αξίζει, μάλιστα, να προσεγγίσουμε τα γεγονότα, όπως έχουν εξελιχθεί και όπως εξελίσσονται, για άλλη μια φορά, βασιζόμενοι στις απόψεις του Φρόυντ (Εικόνα 4). Στο έργο του Ψυχολογία των μαζών και ανάλυση του Εγώ (1921), μια μελέτη μαζικής συμπεριφοράς, είχε κεντρική θέση η ανάλυση του ρόλου ενός ηγέτη. Κατά τον Φρόυντ, ο κόσμος είναι ένα οχληρό, σύνθετο και ενίοτε χαοτικό μέρος στο οποίο καθετί στέρεο και ακλόνητο το παίρνει ο άνεμος. Οι αξίες, αν υπάρχουν, βρίσκονται σε ροή. Κάποια στιγμή καταφθάνει ο ηγέτης, ο οποίος φαίνεται να είναι βέβαιος για τα πάντα. Όταν οι άλλοι ταλανίζονται από αμφιβολίες, ο ηγέτης είναι πάντα βέβαιος ότι το όραμά του είναι το ένα και αληθινό όραμα. Ειδικά στις περιόδους κατά τις οποίες ο κόσμος μοιάζει περισσότερο διαταραγμένος, χωρίς συνέπεια και συνοχή και όταν η ανθρώπινη κοινωνία μοιάζει να πνίγεται στην ίδια της τη σύγχυση, τότε η έλευση μιας προσωπικότητας που μπορεί να ικανοποιήσει και την ανάγκη για εκτροπή και την ανάγκη για τάξη είναι ιδιαίτερα έντονη. Στις περιόδους αυτές, η ανθρώπινη κοινωνία επιθυμεί την παρουσία ενός ισχυρού άνδρα με ένα απλό δόγμα που να εξηγεί τις οδύνες που εκείνη βιώνει, να προσδιορίζει τους εχθρούς της και να συγκεντρώνει τις δυνάμεις των μελών της.
Η τρέχουσα αλληλουχία κρίσεων σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο έχει οδηγήσει, σε τελική ανάλυση, στην ανάδειξη ενός νέου πολιτικού ηγέτη, κατά τις υποδείξεις, πάντοτε, βάσει της υπόθεσής μου, των κέντρων αποφάσεων του εξωτερικού (κυρίως, κατά πάσα πιθανότητα, του αμερικανικού παράγοντα). Αυτός δεν είναι άλλος από τον υποψήφιο, εκ νέου, Πρωθυπουργό και πρόεδρο της πλειοψηφούσας πολιτικής τάσης. Ο πολιτικός ηγέτης, ο οποίος με μία πορεία, δίχως ηθικά παραπτώματα, παρουσιάζεται, βάσει των εξελίξεων, ότι μπορεί να προσδιορίζει τους εχθρούς της κοινωνίας του (ήταν ο εισηγητής του δημοψηφίσματος και ο θεσμικός παράγοντας που το ανακοίνωσε, προσδιορίζοντας τους “εχθρούς” του λαού του), είναι ψύχραιμος ακόμα και στην πιο δύσκολη στιγμή (για παράδειγμα κατά την περίοδο κατά την οποία δεν επετεύχθη συμφωνία και οδηγηθήκαμε σε δημοψήφισμα ή κατά την τρέχουσα περίοδο με την προκήρυξη εκλογών και την απόσχιση τμήματος του πολιτικού φορέα στον οποίο προεδρεύει), είναι βέβαιος για το όραμά του και είναι ικανός να ικανοποιήσει, ταυτόχρονα, τόσο την ανάγκη για εκτροπή (εισήγηση για την επικράτηση του ΟΧΙ) όσο και την ανάγκη για τάξη (απομάκρυνση εν μία νυκτί του Υπουργού Οικονομικών που αποτελούσε τροχοπέδη για τη συμφωνία, συμβιβασμός και αποφυγή ενός αβέβαιου οικονομικού και κοινωνικού μέλλοντος, έμμεση απομάκρυνση των μελών του πολιτικού του φορέα, τα οποία έχουν διαφορετική αντίληψη της πραγματικότητας από τη δική του).
Η διεξαγωγή του δημοψηφίσματος και η συνεπακόλουθη καλλιέργεια των συναισθημάτων οργής και αγανάκτησης που με τη σειρά τους οδήγησαν, αρχικά, στην ικανοποίηση της σαδιστικής φαντασίωσης της αστικής τάξης και στη συνέχεια στο συμβιβασμό της, από συναισθηματικής απόψεως, έχουν έναν συγκεκριμένο πολιτικό σκοπό, πιθανότατα, κατά την οπτική γωνία εκείνων που ελέγχουν τα κέντρα αποφάσεων:
Τη διαμόρφωση ενός συμπαγούς πολιτικού φορέα, ο οποίος, απαλλαγμένος από μέλη που παραμένουν εγκλωβισμένα σε ιδεοληψίες, στο ναρκισσισμό τους ή σε άλλες ψυχολογικές τάσεις και καθοδηγούμενος από έναν ισχυρό πολιτικό ηγέτη, με ηθικό ανάστημα, θα μπορέσει να εκπροσωπήσει την πλειοψηφία του εκλογικού σώματος και να διαδραματίσει κεντρικό ρόλο στην πολιτική σκηνή της Ελλάδος, κατά τα επόμενα έτη. Ο πολιτικός αυτός φορέας θα πρέπει να αντανακλά, κυρίως, το όραμα των μετριοπαθών του εκλογικού σώματος, οι οποίοι με έναν ρεαλιστικό τρόπο προσέγγισης θα επιδιώκουν τη μετάβαση από τη θεωρητική προσέγγιση της ριζοσπαστικής αριστεράς, στην πραγματιστική αντίληψη της σοσιαλδημοκρατίας και εν τέλει, μετά την παρέλευση του κατάλληλου χρόνου, στη φιλελεύθερη εκδοχή οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνίας. Παράλληλα, ο πολιτικός αυτός φορέας θα πρέπει να ικανοποιήσει, μέσω της διακυβέρνησης που επιδιώκεται να εξασφαλίσει, τους στόχους της δανειακής σύμβασης και επί της ουσίας τους στόχους του οικονομικού προγραμματισμού των κέντρων λήψης αποφάσεων του εξωτερικού. Τούτο απαιτεί αυτοδυναμία του πλειοψηφούντος πολιτικού φορέα στις επερχόμενες εκλογές και σταδιακή αποχώρηση, από την πολιτική σκηνή, των φορέων και των προσώπων που υπηρέτησαν μια έκπτωτη μορφή σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα, κατά τα τελευταία έτη ή κάποια μορφή “αντιμνημονικής” τάσης, κατά το πρόσφατο παρελθόν ή στον παρόντα χρόνο.
Η ανθρώπινη συμπεριφορά, ως ατομική ή ως συλλογική, καθορίζεται από πολλούς παράγοντες, αλλά και από τυχαία γεγονότα, μη προβλέψιμα ή αντιθέτως, κατά τα φαινόμενα, τυχαία. Οι εξελίξεις αποδεικνύουν ότι όσοι λαμβάνουν αποφάσεις και καθοδηγούν την πορεία των πραγμάτων, έχουν την ικανότητα να χειραγωγούν τη μάζα και να διαμορφώνουν συνειδήσεις και συλλογικές αποφάσεις. Βάσει των δεδομένων, ο στόχος, κατά την επόμενη εκλογική αναμέτρηση, είναι η επίτευξη αυτοδυναμίας για την πλειοψηφούσα πολιτική τάση, μέσω της συγκριτικής επικράτησης του νέου ισχυρού πολιτικού ηγέτη.
Το αποτέλεσμα των επερχόμενων εκλογών θα ικανοποιήσει το στόχο;
Η απάντηση κρύβεται στην ψυχολογία της μάζας. Ο χρόνος, ήδη, μετρά αντίστροφα για την αποκάλυψή της.
* Ο Μανώλης Λ. Πασπαράκης είναι Ιατρός (Πανεπιστήμιο της Μπολώνια, Ιταλία), μέλος του Ιατρικού Συλλόγου Ηρακλείου, κάτοχος του Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης «Εγκέφαλος και Νους» (Ιατρική Σχολή, Πανεπιστήμιο Κρήτης), Υποψήφιος Διδάκτορας του Τμήματος Ιατρικής του Πανεπιστημίου Κρήτης (Εργαστήριο Ψυχιατρικής και Επιστημών Συμπεριφοράς), καθώς και ειδικευόμενος ιατρός στην Ψυχιατρική κλινική του Πανεπιστημιακού Γενικού Νοσοκομείου Ηρακλείου.