Πώς οι ναζί λεηλάτησαν την Κνωσό και το αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου

Κατέστρεψαν βασιλικό τάφο στην Κνωσό για να εγκαταστήσουν πυροβόλα και απ’ τα κομμάτια του μνημείου έχτισαν οικίσκους για τους στρατώνες τους. Στο αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου, που είχε μετατραπεί σε αποθήκες οπλισμού των Γερμανών, κατέστρεψαν πολλά αντικείμενα

Μια ιστορική έκθεση του αρχαιολόγου Νικολάου Πλάτωνος, ο οποίος αμέσως μετά την απελευθέρωση είχε καταγράψει τη λεηλασία των μνημείων της Κρήτης από τους Γερμανούς. Κάποια από τα κλεμμένα αρχαία επέστρεψαν οι Γερμανοί τον Νοέμβριο του 2017.

Όταν ο ελληνικός στρατός και ο λαός έδιναν τη δική τους μάχη εναντίον των Γερμανών εισβολέων, στη διάρκεια της κατοχής, οι αρχαιολόγοι του Ηρακλείου και ολόκληρης της Κρήτης έδιναν μια άλλη μάχη για να υπερασπιστούν την κληρονομιά αυτού του τόπου. Να διασώσουν τους αρχαία μνημεία και τα αντικείμενα που υπήρχαν στις οργανωμένες συλλογές, δημόσιες αλλά και ιδιωτικές. Μια προσπάθεια εξίσου δύσκολη με αυτήν της υπεράσπισης της ελευθερίας της πατρίδας που αμφισβητήθηκε από τα φασιστικά στρατεύματα εισβολής.
Σε μερικές περιπτώσεις στοιχεία της κληρονομιάς μας λεηλατήθηκαν από τους κατακτητές, άλλα κινδύνευσαν πολύ σοβαρά. Αυτό συνέβη ακόμη και στην Κνωσό, όπου οι Γερμανοί κατέστρεψαν βασιλικό τάφο προκειμένου να εγκαταστήσουν πυροβόλα τους! Και τα στοιχεία από το αρχαίο μνημείο που κατέστρεψαν, τα χρησιμοποίησαν για κτίσουν οικίσκους στους στρατώνες τους!
Κι αν δεν ήταν η προνοητικότητα και η απερισκεψία, σε κάποιες περιπτώσεις, της γενιάς εκείνης των αρχαιολόγων, μπορεί σήμερα να είχαμε χάσει οριστικά μερικά από τα μνημεία ή τα στοιχεία του παγκόσμιου πολιτισμού. Αρκεί να σημειωθεί ότι για κάποιο διάστημα το Aρχαιολογικό Mουσείο Ηρακλείου έγινε αποθήκες του οπλισμού των κατακτητών, αλλά και σχολή χημικού πολέμου!
Ο Νικόλαος Πλάτων, ο εκ των κορυφαίων της αρχαιολογικής επιστήμης και έρευνας, που πέρασε πολλά από τα δημιουργικά του χρόνια σε ανασκαφές στην Κρήτη, λίγο μετά τον πόλεμο σε έκθεση του, που δημοσιεύτηκε τμηματικά, στη διάρκεια του 1947, στο σπουδαίο περιοδικό «Κρητικά Χρονικά», περιέγραψε όλο αυτό τον «πόλεμο» των αρχαιολόγων με τους κατακτητές για τη σωτηρία της κληρονομιάς του νησιού.

Return of stolen antiquities puts a WWII hero in the spotlight |  eKathimerini.com


Στις περιγραφές του με τον τίτλο «Η τύχη των αρχαιοτήτων της Κρήτης κατά τον πόλεμον», που αναδημοσιεύουμε, εμφανίζεται όλη η αγωνία του ίδιου αλλά και των συναδέλφων του να σωθούν τα αρχαία αντικείμενα και τα μνημεία, πολλές φορές με ρίσκο ζωής έναντι των δυνάμεων του Χίτλερ.

“H ΤΥΧΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΠΟΛΕΜΟΝ
Ο επιστημονικός κόσμος δεν ηδυνήθη μέχρι σήμερον να ενημερωθή πλήρως και εξ εγκύρων πηγών περί της τύχης των αρχαιοτήτων της Ελλάδος κατά τον δεύτερον παγκόσμιον πόλεμον. Σποραδικαί δημοσιογραφικαί πληροφορίαι, άρθρα τινά προς ενημέρωσιν του κόσμου μάλλον παρά των επιστημονικών κύκλων εμφανισθέντα από τας στήλας λογοτεχνικών περιοδικών ή του ημερησίου τύπου, ειδήσεις αντιληθείσαι από εκθέσεις αρχαιολογικών υπαλλήλων εχούσας άλλον προορισμόν, επηύξησαν μάλλον την σύγχυσιν την προξενηθείσαν από φημολογίας, αι οποίαι, ως ήτο επόμενον, συνώδευσαν την ανησυχίαν των πολλών. Το παρόν σημείωμα προορισμόν έχει να δώση συνοπτικήν, αλλ’ ακριβή εικόνα της τύχης και καταστάσεως των αρχαιοτήτων κατά τον πόλεμον μιας των σπουδαιοτέρων από αρχαιολογικής απόψεως περιοχών.
Α) ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟΝ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ

Το αρχαιολογικό μουσείο Ηρακλείου σε καρτ ποστάλ μετά την κατοχή και εμφανή τα “τραύματα” του πολέμου…


Η κατεσπευμένη διαφύλαξις, ευθύς αμέσως μετά την έναρξιν των εχθροπραξιών, των αρχαιοτήτων ενός Μουσείου ως το του Ηρακλείου απετέλει δυσεπίλυτον πρόβλημα, του οποίου η λύσις εξηρτάτο κατά το πλείστον από την προηγηθείσαν παρασκευήν. Η κοινή λογική μάλιστα υπηγόρευεν, επικειμένης της θυέλλης, να είχε διαφυλαχθή τουλάχιστον εν σημαντικόν μέρος των αρχαιοτήτων, υπερβαινουσών εις αριθμόν τας εξήκοντα χιλιάδας. Δυστυχώς και η προπαρασκευή υπήρξε πενιχρά και τα εις την διάθεσιν μέσα όλως διόλου στοιχειώδη. Συνακόλουθος υπήρξε σύγχυσις περί τας δοθείσας εντολάς: θα έλεγε τις, ότι η έκρηξις του πολέμου αιφνιδίασε την αρχαιολογικήν υπηρεσίαν. Κατά τας πρώτας ημέρας καθ’ ας αι πόλεις της Ελλάδος εβομβαρδίζοντο ή ευρίσκοντο υπό συνεχή συναγερμόν, αι αρχαιότητες διέτρεξαν σοβαρόνκίνδυνον, μέχρις ου δια συνεχούς και εντατικής εργασίας του προσωπικού συσκευασθούν και διαφυλαχθούν. Ευτυχώς ουδέν ανεπανόρθωτον κατά την περίοδον ταύτην επήλθε.
Το Μουσείον Ηρακλείοιυ ευρέθη εις πλεονεκτικωτέραν θέσιν απέναντι άλλων Μουσείων κατά το ότι διέθετεν εντός του νεοτεύκτου οικήματός του ευρύχωρον, σιδηρόδετον πανταχόθεν καταφύγιον, το οποίον, αν δεν ηδύνατο να ασφαλίση έναντι βομβών μεγάλης ολκής, όμως παρείχε σχετικώς ικανοποιητικήν ασφάλειαν δια ττας πολυτίμους και ευαισθήτους αρχαιότητας, αι οποίαι δεν ήτο δυνατόν να ταφούν εντός κιβωτίων υπό το έδαφος. Φυσικά το καταφύγιον τούτο δεν παρείχε χώρον ούτε δια το 1/3 του συνόλου των αντικειμένων και εδέησε να γίνη αυστηρά κατά κλιμάκια επιλογή. Ο τρόπος συσκευασίας ερρυθμίσθη κατά την σπουδαιότητα και φύσιν των διαφυλασσομένων: δια τα ευαίσθητα αντικείμενα κατεσκευάσθησαν ειδικά κιβώτια επενδεδυμένα εσωτερικώς δια φύλλων λευκοσιδήρου, ενώ εις άλλα η συσκευασία υπήρξε, λόγω ελλείψεως μέσων, στοιχειώδης. Η απόθεσις εγένετο εντός του καταφυγίου πυκνή και μέχρις οροφής. Δια πρόσθετον ασφάλειαν διπλή σειρά σάκκων άμμου επεστρώθη επί της οροφής και καθ’ όλην την έκτασιν του καταφυγίου. Ο κλωβός του ανελκυστήρος επληρώθη άμμου αφεθείσης στενής διαβάσεως, ίνα καθίσταται δυνατή η παρακολούθησις των αρχαιοτήτων. Εξω του καταφυγίου παρέμειναν εκ των σημαντικών αρχαιοτήτων, λόγω του βάρους ή των διαστάσεών του μη δυνάμεναι να καταβιβασθούν εις το καταφύγιον δια του προχείρως κατασκευασθέντος “πλατώ”, η εξ Αγίας Τριάδος τοιχογραφημένη σαρκοφάγος, τινές τοιχογραφίαι, πλάκες του αρχαϊκού διαζώματος του Πρινιά και το μέγα εκ Κνωσού αλαβάστρινον αγγείον. Ταύτα, όπως και άλλα δευτερεύοντα γλυπτά, το επιγραφικόν Μουσείον, η συλλογή των μεσαιωνικών γλυπτών και αι εγκιβωτισμέναι δευτερεύουσαι αρχαιότητες, επροστατεύθησαν εις τα στεγανώτερα και ασφαλέστερα μέρη του κτηρίου, τινά τούτων περιβαλλόμενα υπό υψηλής ζώνης σάκκων άμμου. Ελάχιστα μεγάλα γλυπτά ετάφησαν εν τάφρω εντός του περιβόλου του Μουσείου.
Ο τρόπος διαφυλάξεως βεβαίως δεν ήτο ιδεώδης, εν τούτοις υπό τας τότε συνθήκας και δια το περιωρισμένον των διατεθέντων μέσων η γενομένη εργασία ήτο βεβαίως ικανοποιητική και τα γεγονότα απέδειξαν, ότι απέβη σωτηρία δια τας αρχαιότητας. Συμπληρωματικά προστατευτικά μέτρα κατά την διάρκειαν του πολέμου ελήφθησαν επανειλημμένως, αναλόγως των εκάστοτε εμφανιζομένων νέων κινδύνων, και η συνεχής παρουσία και παρακολούθησις υπό του αρχαιολογικού προσωπικού συνετέλεσεν εις την αποτροπήν ή τουλάχιστον εις τον περιορισμόν ανεπανορθώτων απωλειών. Παρά το γεγονός, ότι η συνολική εργασία απήτησε τέσσερας ολοκλήρους μήνας, αξίζει να σημειωθή ενταύθα ιδιαιτέρως δια την έντασιν της καταβληθείσης προσπαθείας, ότι άπασαι αι πολύτιμοι αρχαιότητες είχον ήδη διαφυλαχθή την εβδόμην ημέραν από της εκρήξεως του πολέμου και ότι η εργασία και περαιτέρω επροχώρησε με γοργόν ρυθμόν.
Τα πρώτα πλήγματα επήλθον κατά τους σκληρούς αεροπορικούς βομβαρδιμούς της 23ης και 24ης Μαΐου 1941 προς κατάληψιν της πόλεως υπό των Γερμανών. Ο ουχί μικρός αριθμός των βομβών, αι οποίαι έπεσαν επί του κτηρίου, εις τον περίβολόν του ή εις την άμεσον γειτονίαν του, απέδειξεν, ότι το Μουσείον δεν είχεν εξαιρεθή από το πρόγραμμα του ολοκληρωτικού βομβαρδισμού: μια των βομβών έτρησε τον ανατολικόν τοίχον της μεγάλης αιθούσης των τοιχογραφιών, η οποία είχε τελείως εκκενωθή, δευτέρα έπεσεν επι ενός των φωταγωγών της αυτής αιθούσης και συναντήσασα παχείαν σιδηρόδετον δοκόν την κατεθρυμμάτισε χωρίς να διεισδύση μέχρι του υποκειμένου ορόφου, τρίτη έπεσεν επί του περιστύλου, το οποίον διέτρησε, και θρυμματισθείσα εκεί εξεσφεδόνησε τα βαρέα κιγκλιδώματα και σιδηρά πλαίσια ενός προς την πλευράν ταύτην παραθύρου προς το εσωτερικόν επενεγκούσα αξίας λόγου ζημίας εις τεσσαράκοντα περίπου ευμεγέθεις πηλίνας αρχαιότητας, σαρκοφάγους, πίθους και κάλπας, αίτινες εφυλάσσοντο εν τω ισογείω. Δυο άλλαι πεσούσαι εν τω περιβόλω και τρεις εις αμέσως γειτονικήν περιοχήν συνεπλήρωσαν τας ζημίας του κτηρίου, μέγα μέρος των υελωμάτων του οποίου εθραύσθη, τα κουφώματα εξετινάχθησαν, αι σιδηραί θύραι ηνοίχθησαν βιαίως και τινες των προθηκών εθρυμματίσθησαν. Εις μιαν πόλιν ερειπωθείσαν, όπου η ζωή είχε σχεδόν παραλύσει, ή έστω πρόχειρος εξασφάλισης και επανόρθωσις των ζημιών του Μουσείου απεδεικνύετο δυσχερεστάτη και είναι ορθόν να εξαρθή ενταύθα η συμβολή της τεχνικής υπηρεσίας του Μουσείου και η εκ μέρους του Δήμου παροχή συνδρομής. Αι εις τας αρχαιότητας επελθούσαι ζημίαι, μετά την επιμελή περισυλλογήν και διαχωρισμόν των συντριμμάτων, απεδείχθησαν εν μέρει επανορθώσιμοι.
Κατά την κατάληψιν της πόλεως Γερμανοί αλεξιπτωτισταί εισήλθον και εις το Μουσείον, αλλά δεν προέβησαν εις διαρπαγάς αρχαίων. Εκτοτε όμως άρχεται κρίσιμος περίοδος δια το Μουσείον, εις την χρησιμοποίησιν του οποίου δια στρατιωτικούς σκοπούς λόγω της επικαίρου αυτού θέσεως και δια το μέγεθος του οικοδομήματος απέβλεψαν ευθύς εξ αρχής οι κατακτηταί. Φωλεαί πολυβόλων εγκατεστάθησαν κατά τον δεσπόζοντα των υποκειμένων οδών περίβολον και μετά κόπου κατωρθώθη ν’ αποτραπή η εγκατάστασις αντιαεροπορικών πυροβόλων επί της υψηλής οροφής του κτηρίου. Εντός ολίγου κατελήφθη, παρά τας διαμαρτυρίας της αρχαιολογικής υπηρεσίας, η νέα πτέρυξ του Μουσείου προς εγκατάστασιν αποθηκών υλικού αεροπορίας με τάσιν βαθμιαίας επεκτάσεως εις ολόκληρον το κτίριον.
Η εκ των συνεχών μεταφορών, γινομένων εις βραχείας τακτάς προθεσμίας ως επί το πλείστον δια του προσωπικού και αγγαρειών, φθορά του υλικού ήτο ουχί το μοναδικόν εκ τούτου προελθόν κακόν. Η μεθ’ εκάστην μεταφοράν γινομένη εξασφάλισις των αρχαιοτήτων εγίνετο κατ’ ανάγκην δια προχείρων μέσων και επομένως δεν απέκλειε το ενδεχόμενον κινδύνων διαρπαγής δια παραβιάσεως του μουσειακού χώρου. Επί πλέον αι αρχαιότητες ήσαν του λοιπούν εκτεθειμέναι εις μεγίστους κινδύνους λόγω της μεταβολής του Μουσείου εις στρατιωτικόν στόχον. Πολλαί ενέργειαι καταβληθείσα τότε δια την απαλλαγήν του Μουσείου της επιτάξεως δεν ετελεσφόρησαν, αλλά και τα λαμβανόμενα πρόχειρα μέτρα υπό της αρχαιολογικής υπηρεσίας δια την εξασφάλισιν των αρχαιοτήτων προεκάλεσαν επανειλημμένως αντίδρασιν εκ μέρους των Γερμανών αξιωματικών των Αποθηκών Αεροπορίας. Οι την Υπηρεσίαν Προστασίας Μνημείων εκπροσωπούντες δύο Γερμανοί αρχαιολόγοι απεδεικνύοντο ανίσχυροι να παρεμποδίσουν ο,τιδήποτε κατά την γνώμην των α ξιωματικών επέβαλλον αι στρατιωτικαί ανάγκαι, έστω και αν ήτο επιζήμιον ή ενδεχομένως μοιραίον δια το πολύτιμον περιεχόμενον του Μουσείου. Λίαν επικίνδυνον υλικόν κατετίθετο εντός ή εις τον περίβολον του κτηρίου και αι αρχαιότητες διέτρεξαν τότε τον έσχατον κίνδυνον. Το Μουσείον μετεβλήθη εις περιφραγμένον χώρον, εις όν η είσοδος επετρέπετο, και εις αυτό ακόμη το προσωπικόν, μόνο δι’ εγγράφων αδειών! Το μουσειακόν τμήμα βαθμηδόν περιεσφίγγετο πανταχόθεν, τα γραφεία κατελαμβάνοντο, το προσωπικόν υπεβάλλετο εις περιορισμούς και εφαίνετο ότι επέκειτο η ολοσχερής έξωσις των αρχαιοτήτων, η οποία θα απέβαινε μοιραία. Με πραγματικόν αγώνα κατέστη δυνατόν να εξασφαλισθή οπωσδήποτε ικανοποιητικός έλεγχος του μουσειακού τμήματος. Ευτυχώς εκ μέρους του προσωπικού των στρατιωτικών αποθηκών ουδέποτε εγένετο παραβίασις του μουσειακού τμήματος, η οποία, ως είχον τότε τα πράγματα, δεν εφαίνετο αδύνατος. Το καταφύγιον παρέμενε πάντοτε κλειστόν και απρόσιτον εις τους Γερμανούς.
Η τότε στενόχωρος δια το Μουσείον κατάστασις επετάθη δια της καταλήψεως τμημάτων του κυρίου πλέον μουσειακού σώματος υπό προσωρινών υπό διαμετακόμισιν νοσοκομείων και ακολούθως υπό μιας εκτάκτως συσταθείσης σχολής χημικού πολέμου. Αι δυσχέρειαι δια την απομόνωσιν δια κιγκλιδωμάτων και διαφραγμάτων του μουσειακού τμήματος υπήρξαν λίαν σημαντικαί. Το ούτω απομονωθέν τμήμα παρεβιάσθη άπαξ υπό στρατιωτών του νοσοκομείου προς τοποθέτησιν καλωδίων εν αγνοία της αρχαιολογικής υπηρεσίας ανεμοχλεύθησαν τότε συρτάρτια τινά και κυτία με δευτερευούσας αρχαιότητας, αλλά, καθ’ όσον μέχρι σήμερον δι’ επιφανειακού ελέγχου κατέστη δυνατόν να ελεγχθή, δεν εγένετο άλλη διατάραξις σοβαρωτέρου χαρακτήρος.
Πίεσις ησκήθη δια την παράδοσιν αξιολόγου αρχαιότητος εις αποχωρούντα στρατηγόν, αλλά η αρχαιολογική υπηρεσία δεν ενέδωκε. Επίσης αύτη αντετάχθη εις τας κατά καιρούς υποδείξεις δια την έκθεσιν τμήματος του Μουσείου χάριν των στρατευμάτων Κατοχής. Κατά τον Ιούνιον του 1942 εντολή του Υπουργείου Παιδείας εγένετο εξακρίβωσις της καταστάσεως των εν τω καταφυγίω αρχαιοτήτων παρισταμένων αμφοτέρων των Εφόρων της Κρήτης. Απεδείχθη ότι αι εκ της υγρασίας ζημίαι ήσαν ελάχισται. Εκτοτε και μέχρι σήμερον αι αρχαιότητες αύται παραμένουν εσφραγισμέναι και απρόσιτοι.
Από τας αρχάς του 1943, των στρατευμάτων κατοχής μετακινηθέντων δια στρατιωτικούς λόγους, η πίεσις επί του Μουσείου ηλαττώθη και ετελεσφόρησαν τέλος αι προσπάθειαι να απαλλαγή το κτήριον της επιτάξεως. Κατά το φθινόπωρον όμως του αυτού έτους το Μουσείον εχρησιμοποιήθη ως διαμετακομιστικός σταθμός και προσωρινόν στρατόπεδον Ιταλών αιχμαλώτων και η κατάστασις αύτη παρετάθη επί μήνας, μέχρις ότου επήλθεν η καταστροφή: Την 9ην Φεβρουαρίου 1944 η περιοχή του Μουσείου εμβομβαρδίσθη υπό συμμαχικών αεροπλάνων είτε κατά λάθος είτε με σκοπόν να πληγή γειτονικός στρατιωτικός στόχος. Μια βόμβα έπληξε την γωνίαν του κτηρίου κατά την κενήν πτέρυγαν και δυο άλλαι έπεσαν εν τω περιβόλω προξενήσασαι δια την ευρέως διασπαρέντων βλημάτων τον φόνον όχι ολίγων Ιταλών και γερμανών, ζημίας δε καθ’ όλην την πρόσοψιν και το εσωτερικόν. Ικανός αριθμός αγγείων των αποθηκών συνετρίβη από το καταπεσόν υλικόν. Επίσης εθραύσθησαν διασωζόμενα έτι υελώματα. Η μια των βομβών έπεσεν εις μικράν απόστασιν από το καταφύγιον των πολυτίμων αρχαιοτήτων. Αν ο βομβαρδισμός είχε γίνει ολίγους μήνας πριν, θα απέβαινεν, με το επικίνδυνον τότε υλικόν, ασφαλώς μοιραίος δια το περιεχόμενον τούτου. Είναι ευκόλως νοητόν εις ποίαν κατάστασιν περιήχθη τότε το κτήριον και ποίαι προσπάθειαι εδέησε να καταβληθούν δια την δια προχείρων μέσων εξασφάλισίν του. Το γεγονός όμως του βομβαρδισμού εβοήθησε την αρχαιολογικήν υπηρεσίαν να επιτύχη την οριστική πλέον απαλλαγήν του Μουσείου από επίταξιν. Το στρατόπεδον των αιχμαλώτων μετετοπίσθη αλλαχού.
Αλλ’ η περιπέτεια αύτη δεν υπήρξεν η τελευταία: Την 2αν Ιουνίου του αυτού έτους εκ της ανατινάξεως πλοίου πλήρους πολεμοφοδίων εν τω λιμένι της πόλεως προήλθον ζημίαι μεγαλύτεραι από εκείνας τας οποίας είχε προξενήσει ο βομβαρδισμός του Φεβρουαρίου όχι μόνον εις το κτήριον, αλλά και εις αρχαιότητας, ευτυχώς μόνον των αποθηκών, προελθούσαι κυρίως εκ της πτώσεως των πλινθίνων διαχωρισμάτων και άλλου υλικού. Εκσφενδονισθέντα σιδηρά τεμάχια του πλοίου εθρυμμάτισαν παχείαν σιδηροπαγή δοκόν της στέγης. Αι επακολουθήσασαι επισκευαί λόγω ελλείψεως μέσων υπήρξαν πρόχειροι και περιωρισμέναι και το κτήριον μέχρι σήμερον εξακολουθεί να είναι εις κατάστασιν μη επιτρέπουσαν, άνευ ουσιωδών επισκευών, την επανέκθεσιν των αρχαιοτήτων.
Κατά την αποχώρησιν των Γερμανών εκ του Ηρακλείου εζητήθη η εκ νέου χρησιμοποίησις του κτηρίου ως διαμετακομιστικού σταθμού πολεμικού υλικού, η οποία ευτυχώς δια καταλλήλων ενεργειών απεσοβήθη.
Εξαιτίας των σημαντικών ζημιών του κτηρίου και της εν γένει αβεβαίου καταστάσεως καθυστερεί το άνοιγμα του Μουσείου, του οποίου το πολύτιμον περιεχόμενον εν τω συνόλω του διεσώθη δια μέσου τόσων κινδύνων. Προπαρασκευαστικαί όμως εργασίαι, γινόμεναι δια μικρών διατιθεμένων πιστώσεων, ήρχισαν ήδη και ελπίζεται ότι, παρά τας συναντωμένας δυσχερείας περί την προμήθειαν υλικών, ιδία δε παχέων υελωμάτων εις μεγάλας ποσότητας, θα καταστή δυνατόν να ανοίξη και πάλιν το Μουσείον τας πύλας του κατά διαδοχικά τμήματα.
Β) ΑΙ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑΙ ΣΥΛΛΟΓΑΙ
Η θέσις εις την οποίαν ευρέθησαν αι αρχαιολογικαί Συλλογαί κατά τον πόλεμον υπήρξε μειονεκτικωτέρα της του Μουσείου Ηρακλείου: μακράν του ελέγχου των εφόρων ευρισκόμεναι και προχείρως ή ουδόλως εξησφαλισμένοι λόγω ελλείψεως μέσων και καταλλήλου προσωπικού, εξετέθησαν ευθύς εξ αρχής εις κινδύνους καταστροφής, διαρπαγής ή απωλείας.
Η καθαρώς επιστημονικού χαρακτήρος Στρωματογραφική Συλλογή των ανακτόρων της Κνωσού παρεβιάσθη επανειλημμένως υπό γερμανού στρατηγού, όστις αφήρεσε δευτερεύοντα τινά αγγεία, περισσότερον δ’ όμως έβλαψε δια της αναμίξεως του περιεχομένου των κιβωτίων ταύτης. Με την μεσολάβησιν δυο γερμανών αρχαιολόγων ετέθη τέρμα εις την αυθαιρεσίαν ταύτην. Ο αυτός στρατηγός, θεωρών ιδιοκτησίαν του τας αρχαιότητας, αι οποίαι απέκειντο εις την έπαυλιν “Αριάδνη”, συνεσκεύασε και απέστειλέ τινας εις την πατρίδα του, μεταξύ τούτων ακέφαλον άγαλμα γυναικός ελληνορρωμαϊκών χρόνων, κεφαλήν αδριάντος και τεμάχια ανάγλυφα εκ ρωμαϊκών σαρκοφάγων. Ευτυχώς πλήθος σπουδαίων αρχαιοτήτων της Επαύλεως είχον μεταφερθή το 1940 προς εξασφάλισιν εις το Μουσείον Ηρακλείου. Προς πρόληψιν διαρπαγής άλλων αρχαιοτήτων, αποκειμένων εις τινα διαμερίσματα του ανακτόρου, ελήφθη φροντίς διατειχισμού των θυρών των δωματίων τούτων.
Εκ της συλλογής των αγγείων του ανακτόρου Φαιστού τινά αποκείμενα εις ερμάριον της αποθήκης αφηρέθησαν: τα απομείναντα του ερμαρίου διεφυλάχθησαν εντός δυσπροσίτου μινωϊκού πίθου, αλλά και ούτω δεν διέφυγον την διαρπαγήν.
Εκ της Συλλογής Γόρτυνος εξηφανίσθησαν γλυπτά τινά, των οποίων δυο αξιόλογα: εις κορμός Νύμφης ή Αφροδίτης εκ του Νυμφαίου ελληνορρωμαϊκών χρόνων και εν ελληνικόν επιτύμβιον ανάγλυφον του Δ’ αιώνος με το οποίον οι Ρωμαίοι εκόσμησαν το εν Γόρτυνι Ωδείον, όπου τούτο ανευρέθη και παρέμεινε μετ’ άλλων γλυπτών. Το πρώτον αντελήφθη ο πατήρ του φύλακος απαγόμενον εντός σάκκου υπό γερμανών στρατιωτών, οι οποίοι το επεβίβασαν εις φορτηγόν αυτοκίνητον, αλλά ο τότε φύλαξ εκ φόβου ουδέν ανέφερεν εις την Εφορείαν, δι’ ο ετιμωρήθη δι’ απολύσεως. Ισως και το δεύτερον απήχθη καθ’ όμοιον τρόπον.
Η Συλλογή Νεαπόλεως Μεραμβέλλου διεφυλάχθη υπό του εκτάκτου επιμελητού της καθηγητού κ. Εμμ. Μαυροειδή, αποτεθείσα εντός 11 κιβωτίων εις τα υπόγεια του μεγάρου της Λέσχης, ενώ τα δυσμετακόμιστα και τα μεσαιωνικά διεφυλάχθησαν εντός ναών. Ούτω το σύνολον, πλην τεσσάρων επιγραφών εκ Δρήρου, τας οποίας οι Ιταλοί εχρησιμοποίησαν ως οικοδομικόν υλικόν εις τον περίβολον του στρατωνισμού των, διεσώθη και προ τινος επανεξετέθη. Η συλλογή επηυξήθη δια γλυπτών δευτερευούσης σημασίας, τα οποία αι ιταλικαί αρχαί συνεκέντρωσαν από διάφορα σημεία της περιοχής Μεραμβέλλου.
Η Συλλογή Ιεράπετρας υπέστη φθοράν η οποία δύναται να χαρακτηρισθή ως σοβαρά. Συσκευασίαν και διαφύλαξιν η αρχαιολογική υπηρεσία δεν είχε προλάβει να εκτελέση και η σχεδόν πλήρης διακοπή της επικοινωνίας της εκεί υπηρεσίας με την Εφορείαν-και τούτο λόγω του χωρισμού της Κρήτης εις δύο σχεδόν αντιπάλους ζώνας, την ιταλικήν και την γερμανικήν-συνετέλεσεν εις την χαλάρωσιν του επ’ αυτής ελέγχου. Συνέπεια υπήρξεν η διάρρηξίς της τρις διαδοχικώς και η απαγωγή και καταστροφή αντικειμένων τινών, συμποσουμένων εις το πέμπτον του όλου περιεχομένου αυτής. Μεθ’ εκάστην διάρρηξιν η ιταλική στρατιωτική Διοίκησις ελάμβανε μεν πρόχειρα τινά μέτρα εξασφαλίσεως, αντετάσσετο όμως κατηγορηματικώς εις την μεταφοράν της Συλλογής εις το Μουσείον Ηρακλείου, μεταφοράν, η οποία μόνη θα ηδύνατο να την σώση ίσως από περαιτέρω περιπετείας. Το τελευταίον επετεύχθη μόνον, όταν μετά την ιταλικήν κατάρρευσιν η Κρήτη απετέλεσε ενιαίαν ζώνην Κατοχής: δυο κιβώτια μικρών αρχαιοτήτων διεφυλάχθησαν μετακομισθέντα εις το Μουσείον Ηρακλείου, ενώ τα δυσμετακόμιστα ή όλως δευτερεύοντα παρέμειναν εκεί εντειχισθέντα εντός μικρού δωματίου. Εκ των 100 απολεσθέντων αντικειμένων ολίγα είναι αξιόλογα: μυκηναϊκά τινα και ελληνικά αγγεία και εις χαλκούς μινωϊκός πέλεκυς.
Περισσότερον λυπηρά είναι η τύχη της μικράς Συλλογής Σητείας. Κατά την κατάληψιν της πόλεως υπό των Ιταλών, ότε ολόκληρος η πόλις εξεκενώθη υπό του πληθυσμού, η Συλλογή, η οποία, σημειωθήτω, δεν είχε συσκευασθή και διαφυλαχθή, διηρπάγη και απέμειναν μόνον ασήμαντα αντικείμενα και δυσμετακόμιστοι αρχαιότητες (σαρκοφάγοι μινωϊκαί, επιγραφαί και μεσαιωνικά γλυπτά). Αλλά και τα τελευταία κατεστράφησαν μετ’ ολίγας ημέρας πλην ελαχίστων, του σχολείου, εις το οποίον απέκειντο, καταληφθέντος δια στρατωνισμόν των Ιταλών. Μεταξύ των απολεσθέντων ολίγα είχον σημαντικήν πως αξίαν: θλιβερά είναι η απώλεια δυο μικρών μινωϊκών πηλίνων πλαστικών ρυτών, ενός υπό μορφήν κεφαλής γαλής, άλλου υπό μορφήν κεφαλής ταύρου, ελληνικών τινων αγγείων και των εκ του θολωτού υστερομινωϊκού ΙΙΙ τάφου της Αχλάδας αδημοσιεύτων κτερισμάτων. Εις ιταλός αξιωματικός, ονόματι Renieri, όστις απήρτισε και απήγαγεν ολόκληρον συλλογήν αρχαίων, πιθανώς συνήργησεν εις την εξαφάνισιν της Συλλογής Σητείας.
Εκ των τριων Συλλογών της Δυτ. Κρήτης η μόνη συστηματικώς διαφυλαχθείσα ήτο η της Ρεθύμνης. Παρά ταύτα λόγω του ελαττωματικού τρόπου συσκευασίας και διαφυλάξεως υπέστη και αύτη φθοράς και απωλείας. Τα χρυσά κοσμήματα και νομίσματα είχον αποτεθή εις κατάστημα Τραπέζης, όπου, παρά την εκ του βομβαρδισμού κατάρρευσιν του κτηρίου, διεσώθησαν. Παραδόξως δεν οπετέθησαν εκεί τα πολύτιμα αργυρά νομίσματα ή τα λίαν σημαντικά χαλκά αντικείμενα (μάλιστα του θησαυρόυ της Αγ. Γαλήνης), αλλά ετάφησαν εντός ξυλίνων κιβωτίων μετ’ άλλων δευτερευόντων αντικειμένων εις υγρόν τι υπόγειον του οικήματος της Συλλογής. Δια να εξαχθούν εκείθεν εχρειάσθη πραγματική ανασκαφή, μετά την οποίαν υπεβλήθησαν εις μακράν εργαστηριακήν επεξεργασίαν δια να αποκατασταθούν οπωσδήποτε ικανοποιητικώς. Τα γλυπτά ετάφησαν εντός τάφρων εις υπόγειον και εις τον κήπον του οικήματος, ανευρέθησαν δε εις καλήν κατάστασιν. Αλλά όμως δευτερεύοντα γλυπτά παρέμειναν άταφα και εκ τούτων ολόκληρος σειρά-περί τα 30 τεμάχια-απωλέσθη, απαχθείσα, φαίνεται, υπό Γερμανών, οι οποίοι εισέβαλον εις το έρημον οίκημα της Συλλογής κατά την κατάληψιν και ανεμόχλευσαν το μέρος ένθα απέκειντο αι σαρκοφάγοι. Ευτυχώς ούτοι δεν ανεκάλυψαν τας τάφρους των αρχαιοτήτων. Το οίκημα της Συλλογής έπαθεν ισχυρώς εκ του βομβαρδισμού και τα ακολούθως εισρεύσαντα ύδατα κατέστρεψαν τμήματα μωσαϊκού εξ Αργυρουπόλεως. Είναι όμως ευτύχημα, ότι παρά τας περιπετείας της διεσώθη η Συλλογή κατά το κύριον αυτής μέρος και εξετέθη πάλιν, στεγασθείσα προσωρινώς εις αίθουσαν του Β’ Δημοτ. Σχολείου της πόλεως.
Κατά την έκρηξιν του πολέμου η Συλλογή Χανίων απέκειτο εις αθλίαν κατάστασιν συνεσωρευμένη εις μικρόν ημιυπόγειον διαμέρισμα ενός διδακτηρίου, όπου είχεν αποτεθή το 1934, μετά την πυρκαϊάν του Διοικητηρίου ένθα αρχικώς εστεγάζετο. Παρέμεινεν ως είχεν ασυσκεύαστος και άνευ προστασίας, αφού ο Εφορος Δυτικής Κρήτης απεσπάσθη εις την περιφέρειαν “Ηρακλείου”. Κατά την κατάληψιν της πόλεως τον Μάϊον 1941 παρεβιάσθη υπό των ιταλών αιχμαλώτων του ελληνοϊταλικού πολέμου και τινα αντικείμενα εξηφανίσθησαν: ευτυχώς διέφυγε τότε την προσοχήν των συλητών το υελόφρακτον κυτίον, ένθα εφυλάσσοντο μικρά πολύτιμα αντικείμενα (ιδία νομίσματα και κοσμήματα). Η Συλλογή εσφραγίσθη εκ νέου, αλλά παρέμεινεν ως είχε, μέχρις ου λήγοντος του 1941 ερρίφθη εις τον δρόμον υπό γερμανικής μονάδος καταλαβούσης το διαμέρισμα. Ο Δήμος έσπευσε να την στεγάση εις μικρόν δωμάτιον της αγοράς, αφού υπέστη αύτη νέαν διαρπαγήν. Τότε εξηφανίσθη και το πολύτιμον υελόφρακτον κυτίον. Ο γνωστός αρχαιολόγος Jantzen, υπηρετών εις τον γερμ. στρατόν, εις την Υπηρεσίαν Προστασίας Μνημείων, εφρόντισε να στεγάση και εκθέση την Συλλογήν εις το Μικρό Τζαμάκι (Γιαλό τζαμισί) και η μέριμνα αύτη έσωσε την Συλλογήν από περαιτέρω περιπετείας. Ο Εφορος Δυτ. Κρήτης επανελθών εις την θέσιν του συνειργάσθη εις την διάταξιν και επαύξησιν της Συλλογής, η οποία δια μέσου τόσων περιπετειών από της πυρκαϊάς του 1934 είχεν απωλέσει το τρίτον των αντικειμένων της και δη το σύνολον σχεδόν των εκ πολυτίμου μετάλλου κοσμημάτων και νομισμάτων, των δακτυλιολίθων και σφραγιοδολίθων της.
Τέλος η μικρά Συλλογή Καστελίου Κισάμου, της οποίας το περιεχόμενον είναι μάλλον πτωχόν και τοπικού ενδιαφέροντος, παρεβιάσθη επίσης υπό γερμανών στρατιωτών, και έχασεν ολίγα, άνευ ιδιαιτέρας σημασίας αντικείμενα.
Γ) ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΟΙ ΧΩΡΟΙ
Η προστασία των αρχαιολογικών χώρων της Κρήτης κατά τον πόλεμον απετέλεσε δυσεπίλυτον πρόβλημα: οι Εφοροι, των οποίων η απομάκρυνσις από της έδρας των κατέστη πολύ δύσκολος, δεν ηδύναντο να επαγρυπνούν και να απομακρύνουν τους ως επί το πλείστον αιφνιδίως επερχομένους κινδύνους εις χώρους διεσπαρμένους εις ευρείαν ακτίνα, και οι φύλακες ευρέθησαν ενίοτε εις αδυναμίαν να φυλάξουν τούτους αποτελεσματικώς. Η ταχεία δράσις στρατιωτικών μονάδων ή μεμονομένων στοιχείων του στρατού Κατοχής δεν παρείχε τα αναγκαία χρονικά πλαίσια προς παρεμπόδισιν καταστροφών. Τα προληπτικά εξ άλλου μέτρα (πινακίδες, κατάλογοι μνημείων υποβαλλόμενοι εις τα γερμ. διοικήσεις, έγγραφα περί της σημασίας των αρχαιολογικών χώρων των ευρισκωμένων εις ζώνας, ένθα εξετελούντο έργα) απεδείχθησαν ανεπαρκή. Ο έλεγχος επί των αρχαιολογικών χώρων της υπό των Ιταλών κατεχομένης Ανατολ. Κρήτης κατέστη περισσότερον δύσκολος, αφού εγένετο σχεδόν αδύνατος και αυτή η επικοινωνία μεταξύ Εφόρου και εκτάτων επιμελητών.
Υπό τοιαύτας συνθήκας θα ήτο αδύνατον να αποφευχθούν καταστροφαί ανεπανόρθωτοι και μάλιστα ευρείας εκτάσεως, γνωστού όντος, ότι τα στρατεύματα Κατοχής προς πραγματοποίησιν των στρατιωτικών επιδιώξεων προ ουδενός υπεχώρουν. Είναι μάλιστα αξιοσημείωτον, ότι δια των καταβληθεισών προσπαθειών της αρχαιολογικής υπηρεσίας δεν έλαβαν μεγαλυτέραν έκτασιν, αι ζημίαι.
Ο αρχαιολ. χώρος της Κνωσού ως εγγύς κείμενος προς την έδραν της Εφορείας επροστατεύθη τελεσφορώτερον. Μέτρα δια την συντήρησιν και προστασίαν ελήφθησαν επανειλημμένως τα ευαίσθητα εκ γυψολίθου μέρη εστερεώθησαν και τα δάπεδα εκαλύφθησαν δια θηραϊκής γης προς προστασίαν από τα σιδηρόδετα στρατιωτικά υποδήματα των κατά χιλιάδας επισκεπτών του ανακτόρου, και αι εκεί κινηταί αρχαιότητες ενεκλείσθησαν εις δωμάτια διατειχισθέντα. Παρά το γεγονός ότι η Κνωσός εγένετο δις πεδίον αψιμαχιών των αντιπάλων, και ότι εις άμεσον γειτονίαν του ανακτόρου έπεσαν βόμβαι, αι προκληθείσαι ζημίαι εκ τούτων ήσαν ελάχισται, σημαντικαί όμως αι εκ του χρόνου και των πολυαρίθμων επισκεπτών.
Εξαιρετικώς θλιβερά είναι η ολοκληρωτική καταστροφή επιφανούς μινωικού μνημείου, του Βασιλικού Τάφου των Ισοπάτων, κειμένου μεταξύ Ηρακλείου και Κνωσού, υπό γερμανικής μονάδος, η οποία εγκατέστησεν εκεί παράκτια πυροβόλα: το ωραίον λαξευτόν υλικόν του τάφου εχρησιμοποιήθη δια τας κρηπίδας οικημάτων του εκεί στρατωνισμού (λήγοντος του 1941). Η καταστροφή ενος τόσον μεγάλου και εμφανούς μνημείου, το οποίον ανεγράφετο μεταξύ των πρώτων εις τον υποβληθέντα προς την γερμ. Τοπικήν Διοίκησιν πίνακα, υπήρξεν απροσδόκητος και εχαρακτηρίσθη εις έγγραφον της Εφορείας υποβληθέν δια της γερμανικής Υπηρεσίας Προστασίας Μνημείων ως πράξις βανδαλισμού, τούθ’ όπερ επέσυρε κατ’ αμφοτέρων των υπογραψάντων εφόρων την μήνιν της γερμανικής διοικήσεως. Το μνημείον θα ηδύνατο ίσως να σωθή, αν οι παρευρεθέντες – και τούτο αποτελεί θλιβεράν διαπίστωσιν – κατά την καταστροφήν Ελληνες, μεταξύ των οποίων εις αγροφύλαξ, ειδοποίουν αμέσως την αρχαιολ. υπηρεσίαν.
Εις την καταστροφικήν μανίαν του επί κεφαλής της μονάδος της επακτίου αμύνης υπαξιωματικού οφείλεται η αναμόχλευσις των δαπέδων, βάσεων παραστάδων, η αφαίρεσις βαθμίδων και η καταστροφή τοίχων του μινωικού Μεγάρου των Κρίνων της Αμνισού, παρά την υπάρχουσαν εκεί γερμανιστί συντεταγμένην προστατευτικήν πινακίδα. Ευτυχώς η καταστροφή εκεί δεν υπήρξεν ανεπανόθρωτος.
Μικρότεραι ζημίαι (θραύσις γυψοπλακών, καταστροφή πηλίνων διαχωρισμάτων, αφαίρεσις βαθμίδων, αι οποίαι όμως ανευρέθησαν υπό του φύλακος και ετοποθετήθησαν εις την θέσιν των) εγένοντο υπό γερμανών στρατιωτών εις το μινωικόν Μέγαρον Νίρου. Του εκεί φυλακείου αφηρέθησαν τα κουφώματα. Δευτερεύουσαι αρχαιότητες αφηρέθησαν υπό ιταλών αξιωματικών, απειλησάντων τον φύλακα δια περιστρόφου.
Ο αρχαιολογικός χώρος του ανακτόρου της νεκροπόλεως των Μαλίων υπέστη εκ μέρους των Κατακτητών μικράς ζημίας, αι οποίαια περιωρίσθησαν κυρίως εις αφαίρεσιν του υλικού στεγάσεως των δύο βωμών, του ανακτόρου και του Χρυσολάκκου, υπό ιταλών και γερμανών στρατιωτών. Κατόπιν ενεργειών της αρχαιολ. υπηρεσίας αι ζημίαι των πρώτων επηνωρθώθησαν εν μέρει υπό της ιταλικής Διοικήσεως. Σημαντικαί όμως υπήρξαν αι ζημίαι αι προελθούσαι εκ του χρόνου και της ελλείψεως μέσων συντηρήσεως εις το ανάκτορον, όχι μικρότεραι από τας εκ των αυτών λόγων επελθούσας και εις τα άλλα ανάκτορα, επαύλεις και συνοικισμούς. Μικραί εργασίαι συντηρήσεως εγένοντο με πραγματικόν αγώνα.
Η θέσις ανακτόρου της Φαιστού επί λόφου δεσπόζοντος της μόνης φυσικής διόδου από του κόλπου Τυμπακίου προς την πεδιάδα Μεσαράς συνετέλεσεν εις τας εκ της μερικής οχυρώσεως του λόφου ζημίας του ανακτόρου. Ευτυχώς η έγκαιρος μεσολάβησις της αρχαιολ. υπηρεσίας περιώρισε την καταστροφήν εις όλως δευτερεύοντα τμήματα των κρασπέδων του ανακτόρου, όπου κατασκευάθησαν φωλεαί πολυβόλων. Επιχείρησις αποβάσεως κατά την περιοχήν Τυμπακίου θα απέβαινε μοιραία δια τον αρχαιολ. χώρον. Χάριν παιδιάς εγένετο υπό γερμανών στρατιωτών κατακρήμνισις υλικού του ανακτόρου κατά την απότομον ανατ. κλιτύν του λόφου, ιδίως επιγεγραμμένων με μινωικά σημεία λίθων και βάσεων κιόνων, μέρος του υλικού τούτου απωλέσθη. Η χρησιμοποίησις των μεσομινωικών αποθηκών του ανακτόρου δια την προφύλαξιν στρατιωτών εν καιρώ χειμώνος επέφερεν εις ταύτας και το περιεχόμενόν των μικράς ζημίας: τα εκεί αποτεθέντα πολεμοφόδια απεμακρύνθησαν κατόπιν εντόνων διαβημάτων.
Παρά την μινωικήν Επαυλιν της Αγ. Τριάδος και ακριβώς κατά τον χώρον του μεγάλου θολωτού τάφου οι γερμανοί εγκατέστησαν στρατόπεδον αιχμαλώτων, προκληθεισών ούτω ζημιών εις το μνημείον εξ αφαιρέσεως υλικού. Μόνον μετά τα επανειλημμένα διαβήματα κατωρθώθη η εκείθεν απομάκρυνσις του στρατοπέδου, μετά την οποία αι ζημίαι εν μέρει επινορθώθησαν υπό της αρχαιολ. υπηρεσίας. Αφαίρεσις υλικού εγένετο και εκ του χώρου της Επαύλεως δια γερμανικών αυτοκινήτων: ευτυχώς το κακόν περιεστάλη ευθύς εξ αρχής. Ζημίας επέφερεν επίσης η προσωρινή εγκατάστασις χωρικών του εκκενωθέντος χωρίου Τυμπακίου: η εκείθεν απομάκρυνσίς των υπήρξε δύσκολο έργον.
Εις την Γόρτυνα αι καταστροφαί περιωρίσθησαν εις την κατεδάφισιν δευτερευόντων εξ οπτοπλινθοδομής ρωμαϊκών τοίχων των οποίων αι πλίνθοι αφηρέθησαν δυστυχώς ουχί μόνον υπό γερμανών στρατιωτών, αλλά και υπό ελλήνων ιδιωτών, δια να χρησιμοποιηθούν ως οικοδομικόν υλικόν, εις την αναμόχλευσιν μέρους του δαπέδου του “πραιτωρίου”, του οποίου τινές μεγάλαι πλάκες απαχθείσαι υπό γερμανικής μονάδος επεστράφησαν – χωρίς όμως να επανατοποθετηθούν – με την έγκαιρον επέμβασιν του φύλακος, και εις την διατάραξιν του εκ πηλίνων πλακών δαπέδου του Νυμφαίου υπό ιδιώτου, όστις εξηναγκάσθη εις επανόρθωσιν της γενομένης ζημίας. Τμήμα του δαπέδου παρά το Ισείον ανετινάχθη υπό γερμανών ζητούντων… θησαυρόν.
Το μικρόν ελληνικών χρόνων κτήριον εις θέσιν Κολόννα παρά το Λαγού Λασηθίου κατεστράφη εξ ολοκλήρου κατά την κατασκευή της προς Τζερμιάδο οδού υπό των Γερμανών.
Τον Αύγουστον 1942 ιταλός αξιωματικός, του οποίου το όνομα, Giuseppe Borsari, δεον να αναγραφή ενταύθα στιγματιζόμενον, προέβη από πραγματικήν μανίαν καταστροφής εις συστηματικήν κατεδάφισιν και εξαφάνισιν ολοκλήρου του ακαλύπτου αρχαιολογικού χώρου του μινωικού συνοικισμού Παλαιοκάστρου Σητείας και το έγκλημα τούτο εξετέλεσε χρησιμοποιήσας αγγαρείας των εκεί κατοίκων, εργασθείσας υπό το μαστίγιόν του! Ο τρόμος τον οποίον ενέπνεεν εξηγεί τον λόγον δια τον οποίον ουδείς ειδοποίησε την αρχαιολ. υπηρεσίαν περί των συμβαινόντων εις τον απομεμονωμένον εκείνον χώρον.
Ο Λαβύρινθος της Γόρτυνος, το μοναδικόν εκείνο πολυδαίδαλον αρχαίον λατομείον, εχρησιμοποιήθη υπό του γερμανικού στρατού κατά το πρόσθιον αυτού τμήμα ως αποθήκη πυρομαχικών και εφοδίων. Τούτο επέφερε την όλο ληρωτικήν καταστροφήν του κατά την είσοδον τμήματος, διότι οι αποχωρούντες γερμανοί, παρά τας εντατικάς καταβληθείσας ενεργείας της αρχαιολογικής υπηρεσίας, ανετίναξαν την είσοδον εις σημείον, ώστε να μεταβάλη τελείως όψιν ο χώρος. Το γεγονός τούτο είναι επί τοσούτον θλιβερώτερον καθ’ όσον ο Λαβύρινθος μετά την αφαίρεσιν της λατύπης κατά τους προσθίους θαλάμους και την κατασκευήν οδού προς αυτόν υπό των γερμανών, είχε καταστή ευκόλως προσιτόν και εξόχου ενδιαφέροντος τουριστικόν μνημείον. Η εις αυτόν είσοδος, ως έχει νυν, είναι αδύνατος.
Οι αρχαιολογικοί χώροι της Δυτ. Κρήτης έπαθον όχι ολιγώτερον, λόγω της φύσεως και θέσεώς των. Περί τούτων όμως δεν έχω ακριβείς πληροφορίας. Τέλος δια την τύχην των μεσαιωνικών μνημείων σημειούται ενταύθα, η καταστροφή πολλών προσόψεων ενετικών μεγάρων, ιδία εις τα Χανιά και το Ρέθυμνον, εκ των βομβαρδισμών αλλά και δια κατεδαφίσεως υπό των γερμανών, η κατάρρευσις εκ του βομβαρδισμού του Ναού της Παναγίας των Σταυροφόρων (κοινώς Αγ. Μάρκου) εις το Ηράκλειον, αι πολλαπλαί ζημίαι της Armeria και η μερική διασπορά της υλικού της Loggia της αυτής πόλεως, η κατάρρευσις και καταστροφή των επενδύσεων τμημάτων του εξωτερικού περιβόλου των ενετικών τειχών του Χάνδακος, η εκ θεμελίων καταστροφή του περιφήμου Ηλιακού Ωρολογίου της πόλεως Ρεθύμνου – η τελευταία δυστυχώς γενομένη υπό υμετέρων – η καταστροφή παλαιών τινών εκκλησιών (ενετικών χρόνων), μάλιστα κατά την περιοχήν Αμαρίου.
Δ) ΠΑΡΑΝΟΜΟΙ ΑΝΑΣΚΑΦΑΙ
Εις εφαρμογήν της αρχής, ότι οι γερμανοί στρατηγοί είχον το δικαίωμα να ενεργούν κατά το δοκούν ανασκαφάς άνευ παρακολουθήσεως ή εποπτείας της ελληνικής αρχαιολ. υπηρεσίας, εγένοντο ανασκαφαί εις διάφορα σημεία της νήσου. Πολλά εκ των ευρημάτων προσεκομίζοντο και κατείθεντο εις τα Μουσεία και τας Συλλογάς. Φυσικά δεν είναι δυνατόν να γίνη γνωστόν τι απήχθη.
Παρά το μικρόν ανάκτορον της Κνωσού εγένετο μικρά ανασκαφή, η οποία ευτυχώς δεν επροχώρησε βαθύτερον του ρωμαϊκού στρώματος. Διαβήματα μέσω αρχαιολόγων της γερμ. αρχαιολ. Σχολής προς τον στρατηγόν συνετέλεσαν να εγκαταλειφθή η ανασκαφή αυτή. Ηρχισεν όμως ευθύς αμέσως άλλη ανασκαφή, κυκλικού ΠΜΙΙΙ – ΜΜΙ τάφου και του παρακειμένου συνοικισμού εν Απεσωκάρι Μεσαράς δια του αξιωματικού αρχαιολόγου Schorgendorfer, όστις κατέθεσεν εις το Μουσείον ενδιαφέρουσαν σειράν πηλίνων και ιδία λιθίνων πολυχρώμων αγγείων. Παρά το χ. Μοναστηράκι Αμαρίου ανεσκάφη υπό του γερμανού αρχαιολόγου Kirsten μέρος του μεσομινωικού συνοικισμού και τμήμα των τειχών και οι ημάτων της ελληνικής ακροπόλεως της Συβρίτου. Οι γερμανοί αρχαιολόγοι Jantzen και Drerup ανέσκαψαν ο πρώτος νεολιθικά στρώματα εις σπήλαια του Ακρωτηρίου (Γκουβερνέτο και Κουμαρόσπηλο) και ο δεύτερος οικήματά τινά της αρχαίας πόλεως Απτερα, ο δε αρχαιολόγος Welter, βοηθούμενος υπό του Jantzen, το Δικτύνναιον ιερόν του ακρωτηρίου Σπάθα. Ευρήματα εκ των ανασκαφών τούτων κατατέθησαν εις το Μουσείον Χανίων.
Κατά την εκτέλεσιν στρατιωτικών εργασιών ανευρέθησαν τάφοι, αποθέται ή κτήρια διαφόρων εποχών, αλλά η αρχαιολ. υπηρεσία σπανίως ειδοποιείτο και ακόμη σπανιώτερον ηδύνατο να περισυλλέξη τα ανευρεθέντα. Δια τα κυριώτερα των περισυλλεγέντων θα γίνη ίδιος λόγος εις την περί αρχαιολογικής κινήσεως έκθεσιν.
Εν τω συνόλω, καίτοι οι απώλειαι και καταστροφαί τας οποίας υπέστησαν οι αρχαιότητες της Κρήτης κατά τον πόλεμον, υπήρξαν σημαντικαί, δέον να θεωρηθή ευτύχημα ότι δεν έλαβον μεγαλυτέραν έκτασιν ως εφαίνετο, λόγω της επί της νήσου ενσκυψάσης δεινής θυέλλης και των εκ ταύτης προελθουσών συνθηκών, σχεδόν αναπόφευκτον. Ιδίως δεον να εξαρθή ως εξαιρετικώς ευτυχές γεγονός η διάσωσις του μοναδικού εν των κόσμω Μουσείου Ηρακλείου.

Ν. ΠΛΑΤΩΝ”

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί