Tης Ζωής Δικταίου
Άνθιζαν κυκλάμινα κάτω από τις παχιές στρώσεις των φύλλων και οι παλιοί καημοί στο χείλος του γκρεμού μιας ξεθωριασμένης θύμησης στη μακριά απλή φούστα του νυφικού. Χωρίς την αυταρέσκεια της νιότης, τότε που ονειρευόταν πως με τον έρωτα θα γινόταν κάτι ακόμα, μέτρησε τα κέρματα στη χούφτα της ξεχωρίζοντας τις πενταροδεκάρες. Διόρθωσε τα μυωπικά γυαλιά στη ράχη της μύτης, αυτά που ποτέ δεν είχαν καταφέρει να κρύψουν τους μαύρους κύκλους στα μάτια. Τώρα, καθώς πέρναγε στο μπούστο τα φιλντισένια κουμπιά από τις θηλιές του μαύρου φορέματος, όλες οι έγνοιες έμοιαζαν ασήμαντες, όλες εκτός από μία. Άλλες είχαν νικηθεί κι άλλες ξεστράτισαν χωρίς να γυρέψουν την έγκρισή της. Από αυτές που κάποτε την είχαν νικήσει και κάπου βρίσκονταν κρυμμένες, μία ήταν που έβγαζε το κεντρί της έτοιμη στην πρώτη ευκαιρία να στάξει φαρμάκι. Πάντως, σίγουρη πως είχε γλιτώσει από την άνεση που είχαν να ξεπετάγονται ακάλεστες όποτε ήθελαν, χωρίς διαμαρτύρηση συνέχιζε στην ίδια πορεία, ξένη ολότελα, ακόμη και στο θόλωμα του καθρέφτη.
Άνοιξε το παράθυρο. Ένα φθινοπωρινό απόγευμα ολόιδιο με τόσα άλλα. Η καλοσύνη της ζέσταινε την καρδιά. Δεν έβλεπε όπως πρώτα, κι όχι πως έφταιγε που είχε μεγαλώσει, ή η ελαττωματική της όραση, όχι, αυτό το κουσούρι το είχε έτσι κι αλλιώς προίκα από τη γέννησή της. Δεν ήξερε πώς ήταν να βλέπει κάποιος αλλιώς, μήτε όμως είχε ανάγκη να της υποταχτεί ο ορατός μικρός κόσμος της ο γεμάτος γάτες, λουλούδια, δέντρα, έντομα, πουλιά, σκυλιά, σαύρες και τα φίδια του κήπου, τα μεγάλα σκαθάρια που χάζευε, καρτ- ποστάλ, γράμματα και μικροαντικείμενα. Τώρα, ο τρόπος ήταν που είχε αλλάξει, ο τρόπος να παρατηρεί ανθρώπους, καταστάσεις, τα επεισόδια της ζωής της, φύση και πράγματα.
Όταν η ψυχή της αγρίευε δεν το καταδέχονταν να παίξει, να μπει ξανά σε ψευδαισθήσεις κάνοντας καινούργια όνειρα, φουρτούνιαζε, χιμούσε από παντού να ξεσκίσει το πέπλο της πλάνης που την τύλιγε. Περίμενε τη βροχή, ήταν πάντα η ευκαιρία να αποδρά, ένας μικρός τρόπος να ξεφεύγει από τη ρουτίνα, να γεύεται την ομορφιά στο άγγιγμα της μουσκεμένης γης φωνάζοντας φτου ξελεφτερία.
Έτσι κι απόψε. Δεν είχαν προλάβει να πέσουν οι πρώτες ψιχάλες. Απόφαση σε μια στιγμή, θαρρείς από τον κύκλο της ζωής της και του θανάτου. Χόρευαν οι καλαμιές στη σιδερένια γέφυρα του Καλαμά. Μια ηλιαχτίδα φώτισε το ποτάμι για μια στιγμή και χάθηκε στο βάλτο. Ο μισός εαυτός της ήταν ακόμη εκεί, σ’ εκείνη τη γέφυρα. Θυμήθηκε την προσφυγιά που ένιωσε φορώντας εκείνο το νυφικό. Όχι απροσδόκητα, πάγωσε, όπως τότε. Ένιωσε τις αισθήσεις της να χτυπούν συναγερμό. Το σάλιο της κόμπος στο λαιμό, μια θηλιά που τη στένευε, η ανάσα σαν να τέλειωνε ο αέρας.
«Ποτέ πια…» δεν ακούστηκε, ψίθυρος ήταν.
Επέστρεψε κρατώντας την ίδια βαλίτσα, μ’ αυτή είχε έρθει νύφη, την πρώτη φορά. Η γειτονιά παραδομένη σε ασυλλόγιστη λεηλασία. Στα χαλάσματα βαριές μυρωδιές, εγκατάλειψης, σαπισμένων φύλλων, μούχλας πάνω στον κιτρινισμένο ασβέστη κι όμως δεν λυπήθηκε. Θαρρείς με γυαλένιο βλέμμα μέτρησε βιαστικά, πόσες ασήμαντες απαριθμήσεις εγκατάλειψης και περασμένες αόρατες μορφές.
Μόνο για μια νεραντζιά κοντοστάθηκε και κοίταξε πονετικά. Ήρθε στο νου της που για πολλά χρόνια της πετσόκοβαν τα κλαδιά, τη ρήμαζαν για να την μπολιάσουν, να την αλλάξουν δηλαδή, κι εκείνη λες από πείσμα αντιστέκονταν, δεν ήθελε βλέπεις να γίνει κάποια άλλη. Κάθε χρόνο έκλεινε τις πληγές της, γέμιζε ανθούς την άνοιξη, μοσχοβόλαγε ο μαχαλάς. Κάθε χρόνο θρόιζε ξέπνοα για να σωθεί και τα κατάφερνε, κι όταν καμάρωνε τους όμορφους καρπούς της, άκουγε απειλές, φωνές, βρισιές, «φορτωμένη άχρηστα νεράντζια», «να την κόψεις απ’ την ρίζα», «δεν τη θέλω», «σαν την άλλη την πουτάνα, έτσι κι αυτή η καριόλα γιομάτη αγκάθια», ως και αυτό είχε ειπωθεί τόσο ξετσίπωτα, τόσο πρόστυχα κάποια φορά. Πλησίασε τον δείχτη του δεξιού χεριού σ’ ένα από τα κρυμμένα αγκάθια στον κορμό του δέντρου, το πίεσε, ένιωσε το αίμα, ύστερα χαμογέλασε και την καμάρωσε στο ημίφως. Τώρα δεν κινδύνευε πιά, είχε απλωθεί παντού, φιλούσε τις ξεσαρκωμένες πέτρες σε μια καμινάδα και δυο ερειπωμένους μαντρότοιχους, ανάσκελη κόρταρε ουρανό κι ανάρμοστα, γλιτωμένη και μόνη, σωσμένη κι ας ήταν στο λάκκο της κατάρας, είχε καταφέρει να μην αφήσει να την αλλάξουν.
Στ’ αυτιά της, όπως παλιά, για τούτη τη νεραντζιά που δεν ήθελε ν’ αλλάξει και τόσο μοιάζανε, ήχησε κρυσταλλικά στην απάνω ρούγα:
[..]Φύσηξε βοριάς, μαΐστρος, τραμουντάνα
Φύσηξε βοριάς, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή
Κι ανασήκωσε το ποδοφουστανό της
Κι ανασήκωσε κοντή, νεραντζούλα φουντωτή
Και εφάνηκε ο ποδαστράγαλός της
Και εφάνηκε κοντή, νεραντζούλα φουντωτή
Κι έλαμψ’ ο γιαλός, κι έλαμψ’ ο κόσμος όλος
Κι έλαμψ’ ο γιαλός, κοντή, νεραντζούλα φουντωτή [..]
Και φύσηξε…
Ένα βοριαδάκι αλαφρό, σκόρπισε τα φύλλα της αυταπάτης γεμίζοντας το άφωτο κενό με παμπάλαιες συλλαβές. «Η νύ – φη εί- ναι ξέ – νη…»
Περπάτησε κυκλικά γύρω – γύρω το έρημο σπίτι. «Θυμάσαι;» σαν κάποιος πίσω από τις φυλλωσιές του κισσού να ρωτούσε, μα δεν ήταν σε θέση να αναγνωρίσει τη φωνή σαράντα και κάτι χρόνια μετά. Σταμάτησε αφήνοντας τη βαλίτσα πάνω στα κιτρινισμένα φύλλα, αφουγκράστηκε προς το φράχτη, τίποτα. Έσφιξε ξανά τη βαλίτσα στο αριστερό της χέρι, προχώρησε στη χορταριασμένη σκάλα υποψιασμένη για τον επιθανάτιο ρόγχο του μύθου της επιστροφής, μιας άλλης επιστροφής. Η πλάνη του γάμου, πλάνη της ίδιας της τής ύπαρξης δεν μπορούσε να διαρκέσει περισσότερο. Βήματα αργά, σκαλοπάτια, λάθη, πάθη, αντοχές, όλα μετρήσιμα.
Ακούμπησε δεύτερη φορά τη βαλίτσα, χάμω, στον ανατολικό τοίχο. Μια κουκουβάγια πέταξε από την ταράτσα. Έκανε να αγγίξει το σκουριασμένο κάγκελο στο στηθαίο της βεράντας μα τράβηξε απότομα τα δάχτυλα, κάτι την πόνεσε, ίσως και να μην είχε ξεχάσει τις πληγές τόσων μάταιων μακρινών ημερών, ίσως εκείνη η παράσταση γάμου να της βάραινε ακόμη την ανάσα, ίσως πάλι το σκηνικό της σιωπής και το ακίνητο νερό της γούρνας να της θύμιζαν την τόσο αθώα της παράδοση.
Έφερε τα χέρια μπροστά στο στήθος, μετά άγγιξε τρυφερά μια τούφα στα μαλλιά, ύστερα τα τέντωσε, κανένα τρέμουλο τώρα, ούτε λιποψύχισμα, τίναξε τη σκόνη από το πέτο της καπαρντίνας και μαζί της ένα αβάσταχτο φορτίο ζωής εντελώς περιττό σκόρπισε στη σαγήνη του άπατου βάθους της ελευθερίας, της δικής της ελευθερίας. Τα μελίγγια της, είχαν αρχίσει να χτυπούν σε ρυθμό μενουέτου.
Κάποτε, δικαιούχος του απαγορευμένου ονείρου, είχε τολμήσει να φωτογραφηθεί κρατώντας κάπως αδέξια τη μικρή της βαλίτσα, σ’ εκείνη την ίδια βεράντα με το μωσαϊκό δάπεδο. Θυμόταν τις πατούσες της γυμνές, το παλιομοδίτικο νυφικό μέχρι τον αστράγαλο, θυμόταν στον πρώτο ερωτικό σφυγμό να τού κρυφογελάει γεμάτη λαγνεία στο κλεμμένο φιλί, λίγο πριν γονατίσει ψάχνοντας απελπισμένα τη βέρα της. Θυμόταν, ένα μαύρο τσεμπέρι ν’ ανεμίζει σα νυχτερίδα στο άνοιγμα της πόρτας.
Ανακάλεσε στη μνήμη της κι άλλα. Στην επαιτεία της αγάπης όλα, καρφιά και σημάδια. Λιποτάχτησε η χαρά αβίωτη, και η ζωή, η δική της ζωή ολόκληρη είχε τρυπώσει στο στρίφωμα και στις ραφές της ψυχής.
Θυμόταν πως πισωδρομούσε κάθε φορά από φόβο, με τα ίχνη της ρίζας της σβησμένα…
Θυμόταν πως δεν ήθελε να πει, «ξέρεις, δεν είμαστε υποχρεωμένοι να αγαπιόμαστε»…
Θυμόταν πως από τον έρωτα στην αγάπη, η απόσταση δεν διανύεται με ένα γάμο…
Ανάμεσα στο παρόν και στο «θυμάσαι;» που ακούστηκε άλλη μια φορά ένιωσε να παρεμβάλλονται στιγμές σπαραγμού, όχι για την βέρα που δεν είχε καταφέρει να βρει ποτέ, όχι, μα για εκείνη τη ματωμένη γραμμή που ένωνε τις μακρινές άκαρπες υποσχέσεις και τον απόηχο του γάμου της, με το αξίωμα της γυναίκας που όρθια πια, δε φοβόταν το στρίγκλισμα της κλειδαριάς, το τρίξιμο της αυλόπορτας, τα βαριά βήματα, ούτε και τη μοιραία προσφυγιά της νύφης στον ξένο τόπο.