Της Ζωής Δικταίου
Η θύμηση της ομορφιάς του φθινοπώρου
Η θύμηση της ομορφιάς του φθινοπώρου
όταν το διάχυτο φως καταργεί τις σκιές,
αντανακλάσεις χρυσαφένιες μαστιγώνουν την ώχρα,
στα μάτια δάκρυα.
Θα παραδοθείς
κι αυτή τη φορά στα παιχνίδια της μνήμης
και στο βάθος της αλήθειας
ένα κερί αναμμένο στο παράθυρο.
Μεσάνυχτα, έρχεται αθόρυβα η σιωπή.
Ρωτάς τι είναι η θλίψη…
Φωνή τρεμάμενη.
Το μέλλον μιας μελαγχολίας ψιθυρίζω.
Αύριο…
Δεν ακούς.
Αύριο, θα αργήσει η αυγή.
Τη φλούδα του κορμιού απειλεί ο θάνατος.
Ξημέρωμα, στις όχθες της λίμνης συνάψαμε ανακωχή.
Ποιος ετοιμάστηκε να δρέψει τον καρπό,
έχει τόση ομίχλη η λίμνη.
Κόκκινα μήλα,
κάτω απ’ τον έμπυρο ουρανό αθάνατα.
Στο όνειρο της επιστροφής
ένα παράθυρο αντίκρυ στον ήλιο.
Το άλλο στην άβυσσο.
Μύστες μιας πανάρχαιας προσευχής.
Ο προαιώνιος χορός των χρωμάτων
κρεμεζί και σμαραγδένιο,
σιντεφένιες διαφάνειες,
Εικόνες καινούριες θέματα παλιά
τόσο γνώριμα κάτω απ’ την πρώτη βροχή.
Η ίδια υπόσχεση
ξανανθίζει στα λόγια του χτες.
Σε διαδρομές μοναχικές
ξαναγυρνούμε ταξιδιώτες,
αθέατοι οδοιπόροι της Αγάπης.
Οι άγγελοι διστακτικοί, ξεμάκρυναν
ακολουθώντας άλλο καραβάνι.
Στο σεληνόφωτο του έρωτα ρότα αιώνια,
κλείνεις τα μάτια αφήνεσαι
κοιμάσαι μα δεν ονειρεύεσαι,
κάτι απ’ τον εαυτό σου έχεις αφήσει,
ένα άγγιγμα στο σπασμένο καθρέφτη
κι ένα βλέμμα δυσπιστία γεμάτο.
Άδεια η καρδιά από αμαρτίες, καίγεται.
Με τα φτερά της αθωότητας κι εσύ
Θα φύγεις… Αύριο.
Ένα μικρό κυκλάμινο
Ένα μικρό κυκλάμινο
μπροστά στην υψικάμινο
υψώθηκε με φόρα.
Ούτε καπνό λογάριασε
το χρώμα του, όλο άπλωσε
κόντρα στα τροχοφόρα.
Εγείρει επανάσταση
μέσα του η ανάσταση
κι η γλύκα του παράπλευρη
στην πίκρα του τσιμέντου
μ’ άρωμα φρεσκαμέντου.
Κι η τύχη του, η τετράπλευρη
μ’ ένα ψηλό κολάρο,
απάνω στο φουγάρο
πετάχτηκε και κάθισε
κι η νύχτα παραστράτησε
κι έγειρε το φεγγάρι
στο πιο ψηλό φανάρι.
Στα περιβόλια τ’ ουρανού
τα μάγια σκόρπισαν του νου
και τ΄ όνειρο αγορεύει.
Γελά και το κυκλάμινο
μπροστά στην υψικάμινο
κι άλλο χορό χορεύει.
Ήρθε ένας γλάρος απ’ αλλού,
από την άκρη του γιαλού
και διαλαλούσε νέα.
Κυρά μεγάλη αρχόντισσα
στα Κύθηρα γειτόνισσα ,
η ωραία Σεμπρεβίβα
που δεν φοβάται λίβα.
Ανθούς εστρατολόγησε
στου Έρωτα τη μάχη
δεν πέφτει όποιος λάχει.
Έρωτας Μάγος, ναυαγεί
κι ανοίγει πάλι η πληγή
κυκλάμινο ετοιμάσου
έρχεται η σειρά σου.
Όλα τα αφανέρωτα,
από το αχ, του Έρωτα
τα έφερε μια μπόρα.
Μέσα στη δυνατή βροχή
ξένη ψυχούλα μοναχή
κυλάει στην κατηφόρα.
Φθινόπωρο, η αγάπη ξαναζεί
Τις λέξεις,
μου ζητάς, να τις λερώσω,
δεν είδες φαίνεται
πως λιώνει ο ήλιος
με τη σκέψη σου, στη δύση,
ν’ αντέξεις,
κι ένα όρκο θα σου δώσω
στο φως να κρέμεται
το σ’ αγαπώ
κι εκεί, ο καιρός να το αφήσει.
Τη λύπη,
δε σου γύρεψα να σβήσεις
από το πάθος
κάτι ακόμη μου χρωστάς
κι αυτό μισοσβησμένο έχει μείνει,
στο καρδιοχτύπι
το παλιό μας αν γυρίσεις
με άλλο λάθος
θα σε βρω, άλλη φορά,
όταν χαθείς μες του μυαλού τη δίνη.
Πως λιγοστεύω,
όταν στα μάτια σε κοιτάζω,
στην πιο αδύναμη μικρή στιγμή,
όλα τα ασήμαντα που ζήσαμε, μαζί,
με τα μεγάλα απόψε θυσιάζω,
κι ότι πιστεύω,
στην καρδιά σου το διαβάζω,
στου χρόνου την καινούρια τη ρωγμή,
φθινόπωρο, η αγάπη ξαναζεί…
σωπαίνεις στον καθρέφτη και σου μοιάζω.
Ανοίγει το σημειωματάριο ο Σεπτέμβρης
Παίζεις με το τυχαίο
μέσα από βλέμματα, κοίταγμα επίμονο
η εικόνα τρέμει στο τζάμι
το πρωινό φιλί χλευαστικό
αμφιβάλλεις περιγράφοντας όνειρα
έφυγε το καλοκαίρι, πόσο δύσκολα.
Φοβάσαι πως η μελαγχολία
είναι η σίγουρη εγγύηση τής θλίψης,
μα δεν με θλίβει το φθινόπωρο, όχι,
αντιθέτως η πτώση των φύλλων
αναιρεί τη ματαιότητα
και την έπαρση της επιθυμίας.
Επιτήδειος εκδικητής ο καιρός
με ψάθινο καπέλο
κι όμως περισσότερο θύμα από θύτης
σε ρόλο κάλπικο
ανοίγει το σημειωματάριο ο Σεπτέμβρης.
Όλα, όλα μια ανόητη νοσταλγία,
εσύ το λες, πράγματα χαμένα,
ξεχασμένα, αδιάφορα,
εσύ το λες, αθάνατος Έρωτας,
μα δεν υπάρχει,
μα, πόσο πολύ διαφωνούμε τελικά,
αναλογίσου την αθωότητα,
τα όρια που πλησιάζεις
νομίζοντας,
με τη συναίσθηση τού κοντινού
κι όμως, εκεί που έρχεσαι
ώρα δίκαιη μου φαίνεται πια
έχω ντύσει τα ναυάγια με κοράλλια.
Μελαγχολώ με τις λέξεις, ναι,
τα ανεκπλήρωτα συναισθήματα
και με τον εαυτό μου τελικά,
ο υπαρκτός εαυτός μου έχει παραμεριστεί
άγρια, αδιάφορα,
δρόμος που περπατήθηκε χωρίς σεβασμό.
Ένα σταχτί σύννεφο φορτωμένο καταιγίδα
στο θρόισμα της αιωνιότητας.
Μπρούτζινες λαβές στην ψυχή
μολυβένιες σκιές σκόρπισε η νύχτα
η μνήμη κυνηγά αποδείξεις
και σκέψεις που χάθηκαν
μέσα στην ειρωνεία τής ησυχίας
μυρίζει τόσο όμορφα απόψε το πεύκο.
Να μην ξεχάσω
να αφήσω το παράθυρο ανοιχτό
ανέλπιστα το γιασεμί
έχει φτάσει στο περβάζι.
Για να της κλέψει του Σεπτέμβρη τα φιλιά
Μιας καλημέρας
θα σου πω το παραμύθι
για μια Γοργόνα
μ’ άσπρα φύκια στα μαλλιά
κι ένα κουρσάρο
που άστρα κένταγε στη λήθη
για να της κλέψει
του Σεπτέμβρη τα φιλιά.
Άλλα, απ’ της θάλασσας
του ήλιου τα παιχνίδια
όταν δεν ξέρεις ν’ αγαπάς
και να πονάς
πάντα θα πνίγεσαι στα ίδια
και στα ίδια,
στα έρημα κάστρα
του μυαλού σου θα γυρνάς.
Σκούρα τα σύννεφα
στα μάτια του μελάνια
και τα δικά της
δυο αχτίδες μέλι φως
ξυπνούν του πόθου του
τα ακούρσευτα λιμάνια
κι αλλάζει χρώμα
ο μαγεμένος του βυθός.
Κεντά το γέλιο της
στη ρέμβη, της καρδιάς του
σημαδεμένη απ’ του καιρού
τα μυστικά,
ελπίδες κι όνειρα
κοράλλια στα νερά
μα είναι γραμμένο
την αγάπη να φοβάται
όταν γελά κι όταν δακρύζει
να θυμάται,
κι όταν θυμάται
να γυρίζει στα παλιά.
Φωτιά ο Έρωτας
ξυπνά όρκους στο κύμα
πέλαγο μαύρο
κι ανοιχτό λευκό πανί
το δαχτυλίδι φιλντισένιο
μα ούτε βήμα,
στη μοναξιά της…
άλλον Έρωτα θρηνεί.
Μπρούσκο κρασί
κόκκινο μήλο και κανέλα
κι ασήμι τάζει,
απ’ τον καθρέφτη της ψυχής,
μα ως την κοιτάζει
και το βλέμμα κατεβάζει
του ψιθυρίζει
το τραγούδι της βροχής,
μαγεύει ο ήλιος
τη φωνή και την απλώνει
στο μπλε σεντόνι
τ’ ουρανού σαν προσευχή.
Ο Σεπτέμβρης μειώνει επικίνδυνα την απόσταση
Φθινόπωρο, τοπίο της ψυχής,
εδώ που όλα μιλούν
και όλα σωπαίνουν ταυτόχρονα.
Άνοιξες την πόρτα στο άγνωστο
κλείνοντας πίσω σου κάθε τι οικείο.
Δεκάδες σύμβολα μπορούν να ενωθούν
σε χιλιάδες συνδυασμούς,
υφαίνοντας μέσα από αλλόκοτα παιχνίδια,
με μια χλωμή αχτίδα τού φεγγαριού
ξανά,
τη μορφή σου.
Όλες οι σκέψεις
αποτυπωμένες στα βλέμματα,
στη φαντασία πια…
Κι όμως αισθάνομαι
ακόμη και το πορτρέτο σου
να παραμονεύει τη ζωή μου.
Ναι, καταλαβαίνω
αυτή τη φευγαλέα λύπη
και το ανείπωτο αντίο στο σταθμό,
τώρα,
που η οχλοβοή της πλατείας έγινε ψίθυρος
κι ο ψίθυρος σιωπή μες τη βροχή.
Απαλλαγμένη από
κάθε πλεόνασμα καλοκαιριού
με την αλήθεια γυμνή,
τώρα,
δεν μπορώ να κρύψω τα αισθήματα.
Φθινόπωρο, έντονη η ανάμνηση
της τελευταίας άφεγγης λάμψης στα μάτια…
Σε σκέφτομαι,
στο θρόισμα των φύλλων,
με κυρίαρχη την αίσθηση
της απουσίας τού περιττού.
Αφήνεις τη σκέψη
να σε γυρίσει πίσω στο χρόνο,
τόσο απλά,
με τη μυρωδιά της νοτισμένης γης.
Αναπολείς μ’ ένα συναίσθημα θολό,
γνωρίζοντας πως
τίποτα δεν σε χωρίζει από το φως.
Αλεξάνδρεια, Κωνσταντινούπολη, Κρήτη
κι ύστερα πάλι εδώ, στο Ιόνιο φως,
με τα πρώτα κυκλάμινα πιστά στο ραντεβού,
όπως τότε,
στα ίδια μέρη, στις ίδιες γωνιές.
Προικισμένη με κάτι απ’ τη μνήμη σου,
κάτι απ’ το χάδι σου, αφή βελούδινη,
ζώντας ήσυχα,
χωρίς να περιμένω το ακατόρθωτο,
όμως σε μια διαρκή αναζήτηση…
Εσύ μου έδειξες το δρόμο!
Η πνευματική φύση τού κόσμου,
εκείνη που απεγνωσμένα
ήθελες να κατακτήσεις,
δοσμένη μέσα από τη δύναμη των λέξεων.
Φτάνει να βρέχει, όπως σήμερα,
φτάνει κάπου ν’ ακούγεται ένα πιάνο.
Κάτω από την ασημένια πένα
εμφανίζεται τ’ όνομα σου…
Στο χαρτί
οι συνειρμοί αναστατώνουν την καρδιά,
πλάνες τυφλές που έχω αγαπήσει,
Ασεβής και ασυμβίβαστη η ψυχή στο παρόν…
Πάντα θα μού κοστίζουν οι στιγμές,
αυτές που δεν μπορώ
να κοιτάζω τ’ άστρα μαζί σου.
Φθινόπωρο,
μα δεν είναι της λήθης η βροχή.
Αν μπορούσες
να τη δεις πώς πέφτει στη θάλασσα,
αν ήταν να ένιωθες τι σημαίνει ν’ ασκητεύεις
όταν ο άνεμος κουρσεύει τα όνειρα
και οι γλάροι
εξαπατούν τον ορίζοντα μ’ ένα πέταγμα
κάτω από το διπλό ουράνιο τόξο.
Όταν συνοψίζεται η αθωότητα
σε μια μόνο ψιχάλα
ο Σεπτέμβρης
μειώνει επικίνδυνα την απόσταση.
Παρακμάζουν οι τελευταίες προσδοκίες
στην αυλόπορτα του φάρου,
κογχύλια και φύκια σκορπισμένα στα βράχια,
αστραπές στο πηχτό μελάνι
αυτό που με περικυκλώνει από παντού.
Ένα ξένο χέρι προσπαθεί να με κρατήσει,
κάποιος ορκίζεται σε καινούριες εικόνες,
μα δεν υπάρχει αφετηρία…
Ένα δάκρυ μόνο γνωρίζω,
εσένα μόνο αγαπώ!
Ατάλαντη και αδιάφορη στο άγγιγμα
όπως κάθε φορά.
Από ποιον αλήθεια κίνδυνο
νομίζεις πως ξεφεύγω,
χαράζοντας από αμηχανία
τυχαία ονόματα και γράμματα,
κάθε φορά που νυχτώνει φθινόπωρο.
Πεσμένα του Σεπτέμβρη φύλλα
Νύχτες που λιώνει το αλάτι
πάνω στην κόψη τής ψυχής
στη απουσία σου, το κάτι
από το χάδι τής βροχής
μα δε φοράω τα καλά μου
κι ήρθες κι απόψε μοναξιά
ώρες που λιώνει το φεγγάρι
να μού κρατήσεις συντροφιά.
Πάλι τ’ αδιάβαστα σημάδια
στην καταιγίδα τ’ ουρανού
δεν γύρεψα ποτέ, άλλα χάδια,
εσύ είσαι πάντα μες το νου,
καινούριο κάλεσα σκοτάδι
στην άβυσσο του, έχω χαθεί,
«η Αγάπη», έλεγες θυμάμαι,
μιλά μόνο με την αφή.
Να δραπετεύσω από τη λύπη
Αύριο… η δυνατή κραυγή
στη νοσταλγία και στη σκέψη
θα σβήσει τ’ άστρο την αυγή,
δεν αντιστέκομαι στη φύση
μου φτάνει αυτό που έχω ζήσει
κι ότι ποθώ, ποτέ δεν φτάνω
μέσα απ’ τα χέρια μου, το χάνω.
Πεσμένα τού Σεπτέμβρη φύλλα
πάντα με πιάνει ανατριχίλα
γραμμές στο πρόσωπο ρυτίδες,
δεν θέλω άλλες ηλιαχτίδες
ψεύτικα αισθήματα τού κόσμου
με την εικόνα σου, εντός μου
και δυο – τρεις λέξεις στο συρτάρι
φοβάμαι, αυτά που μου έχεις πάρει.
Στου Οκτώβρη τη λήθη
Βρήκα δυο φιλιά
στην τριανταφυλλιά.
Στης καρδιάς σου το κύμα
στης μορφής σου το σχήμα,
ο Οκτώβρης με φέρνει
κι ότι έχω, εκεί γέρνει
με τη θύμηση μόνο
μετράω το χρόνο,
στη δική σου ιστορία
με την ίδια απορία.
Στη σιωπή θα με βρεις,
τι μπορείς να μου πεις;
Η αγάπη είναι φύλλα
και γλυκιά ανατριχίλα.
Όλα αυτά, που φοβάμαι
και ακόμη λυπάμαι,
στα μεγάλα ταξίδια
όλα έμειναν ίδια.
Μόνο εσένα δεν έχω
μα και πάλι αντέχω.
Ανατέλλεις με λέξεις
είσαι σ’ όλες τις σκέψεις,
με τα άλυτα μάγια,
στης ψυχής τα καρνάγια.
Πώς ν’ αγγίξω ουρανό;
Στην καρδιά το κενό
έλα, κάτι, απόψε να γίνει
να γελάς, με τη νέα σελήνη.
Στου Οκτώβρη τη λήθη
ακριβό παραμύθι.
Ζωγραφίζω σκουριές
μόνο εσύ, δεν μου φταις.
Απ’ του νου τα σοκάκια
αντιγράφω στιχάκια
και στον έρημο δρόμο
με μαντήλι στον ώμο,
περπατώ από ώρα
ν’ ανταμώσω τη μπόρα.
Είμαι μόνη, χωρίς…
Και βραδιάζει νωρίς.
Γκρίζες δέσμες του Οκτώβρη
Ντύθηκε η νύχτα, πέπλα σκοτεινά
ακόμη μια φορά,
αναγγέλλοντας τη συντριβή του ονείρου
περίμενε τον ερχομό μας.
Ξεδιπλωμένες αγωνίες και προσδοκίες,
μπερδεμένες εικόνες, μνήμες θολές.
Πίσω από τα κλειστά βλέφαρα
η απόγνωση,
ένα πασκίζει με το δάκρυ να γίνει,
πριν το λιγοστό φως
σταθεί στη σιδερένια πόρτα,
πριν η ίδια σιδερένια πόρτα
κλείσει για πάντα,
πριν γίνουν ακατάληπτα
τα λόγια και τα έργα.
Ένας κόκκινος ιβίσκος
ανθίζει στο άγγιγμα.
Η δύναμη της άρνησης
μετριέται στην αντοχή της καρδιάς.
Ρωτάς, πού είναι η αγάπη
εκείνη που ξέρει,
να χωρίζει το σκοτάδι μ’ έναν κεραυνό,
εκείνη που σωπαίνει,
για ν’ αφουγκραστεί
τον ψίθυρο ενός άστρου μακρινού
και αφήνεται,
ελεύθερη στη ρέμβη τ’ ουρανού
και στη μέθη του έρωτα.
Τρεμοσβήνουν οι φανοστάτες
στην άκρη του δρόμου
η θάλασσα λυτρώνεται,
το αισθάνεσαι,
κύματα άγρια στην έρημη ακτή
το φως διάσπαρτο με τ’ αλάτι στα βράχια.
Στενεύει ο χρόνος
κι η νύχτα, στένεψε κι άλλο.
Πόσο παράξενα κι αλλόκοτα ο χωρισμός,
μας πρόφτασε στο δείλι..
Απλώνεται,
μια παγωμένη ομίχλη
να τυλίξει την καρδιά,
θαρρείς απόψε λιγοστεύει η αγάπη,
θαρρείς απόψε
γιγαντώνονται οι ίσκιοι,
θαρρείς κι απόψε,
περισσεύει ο θάνατος.
Στη ρότα των ανέμων
άδραξε η νοσταλγία την ψυχή
με αναμνήσεις τρυφερές προσπαθείς
να καταργήσεις την αλήθεια
κι ας ξέρεις καλά, πως,
ό, τι η μοίρα υφαίνει δίχως να ρωτά
είναι αιχμαλωτισμένο στη σκέψη σου.
Απέναντι
στο παράθυρο και στο παράλογο.
Η υγρασία της νύχτας κατοικεί τα όνειρα,
τα χείλη συναντώνται
ξανά και ξανά, στη σιωπή.
Ειρωνική επανάληψη το τυχαίο,
κι οι μαύρες φτερούγες,
απειλή στην κυψέλη του νου.
Να με σκέφτεσαι. Αύριο…
Ένα μέλλον άλλο, θα φέρει η αυγή,
όταν τα δέντρα θα ρίχνουν τα φύλλα,
στον πρωινό περίπατο του φθινοπώρου
τα καράβια αφήνουν το λιμάνι,
όταν δεν θα φοβάσαι πια
τις αποστάσεις,
όταν θα μετράς
το αχ και το παράπονο,
με ραγισμένες ανάσες,
τότε, που η πτώση σου,
θα αναγγέλλει
την ύψωση των αισθήσεων
δοξάζοντας στην αντίπερα όχθη
τη θύελλα, αυτήν που είπαμε… Ζωή.
Αύριο…
με χρώματα πρωτοφανέρωτα
σ’ έναν κόσμο καινούριο.
Αύριο…
στην κιβωτό της αγάπης
μια λεπίδα φως, ελευθερώνεται,
γκρίζες σκιές του Οκτώβρη
ταξιδεύουν,
ασημένια μαρμαρυγή η ψυχή
Αύριο…
κρατώντας ξανά το χέρι σου,
αφετηρία ο πόθος.
Να σε ονειρεύομαι, σαν να ’σαι εδώ.
Κάποιον Οκτώβρη, δεν με πίστεψες
Ήσυχες ώρες,
σ’ αυτή την πλατεία που αντηχεί η ζωή
κοιτάζεις, άδεια μάτια,
χωρίς απαίτηση να διακρίνεις
κάτι οικείο στον ορίζοντα.
Ξέρεις όμως καλά,
το νερό, αποκτά άλλο νόημα, όταν διψάς.
Με ευπρεπείς τρόπους, περνά ο άνεμος
από τα σπασμένα παράθυρα,
όταν, ο χρόνος
ψιθυρίζει με συγγενική ενοχή,
στη σκουριά, πρόθυμος,
να συμμετάσχει στην ελεύθερη διάβρωση
μ’ αυτή την απόλυτη οικειότητα
που ονομάζεται,
στην κόψη του καιρού, αγάπη.
Μάτια, κεντημένα με στάχτες,
μελαγχολικές σκιές,
στη βραδινή μοναξιά
κάθε αναπνοή, μια μαχαιριά.
Σκεπάζει η σιωπή, τον πόνο
και τα γυάλινα βλέμματα.
Χειμωνιάτικο φανάρι
το φεγγάρι στη θάλασσα
κι ας είναι Αύγουστος,
την ώρα που το φως φλερτάρει
με τις ψεύτικες ανεμώνες στο παράθυρο
και λικνίζονται οι φλόγες στα κεριά,
ξορκίζεις αυτά που φοβάσαι,
σε ένα φιλί.
Μα πώς γίνεται…
ονειρεύεσαι ακόμη,
ταξίδια, μακρινά πέλαγα,
έχεις ξεχάσει τη γεύση της αλμύρας,
την αφή της θάλασσας στα μάτια,
την ασυγχώρητη πληγή.
Τώρα, τα φλογισμένα σύννεφα πάλιωσαν
και πέρασαν.
Μένεις ατάραχος,
καθηλωμένος στη γνώση του τίποτα
κι ας φέγγει ο κόσμος γιασεμιά.
Άλλη μια νύχτα,
σαλπάροντας στην ουτοπία,
ζητάς μια ευκαιρία, να ξεφύγεις
απ’ την παγίδα της καρδιάς.
Ανείπωτοι φόβοι στην τρικυμία του νου,
μεθυσμένη η ψυχή,
στη ρότα της ανατολής σβήνεις στιγμές
φοινικιές, κέδρα, έρημος…
Αύριο…
Σ’ ένα τελετουργικό χορό
με καινούρια αισθήματα
ένα δάκρυ, παγωμένο ενθύμιο
στον ραγισμένο καθρέφτη.
Κρυφογελάς
με νόημα στην αθωότητα
και στην αφέλεια του έρωτα
χωρίς να ανταλλάσσονται λέξεις.
Τα ξένα σώματα,
πώς γίνονται ένα
όταν,
ο χρόνος ψιθυρίζει με συγγενική ενοχή.
«Δεν έχω λόγια…
Μόνο κυκλάμινα», ψιθύρισες,
Ένα σύννεφο θαλασσοπούλια,
πέταξαν μακριά, κάποιον Οκτώβρη
δεν με πίστεψες.
Μα, ο κόσμος φέγγει ακόμη γιασεμιά.
Οκτώβρη, στα χαλάλισα
Σύννεφο κι όνειρο
στην ομίχλη, σαν χτες,
μια τσιγγάνα καρδιά,
στο αλάτι της γης,
πάλι απόψε
ένα δάκρυ θα στάξει.
Στο παλιό το παράπονο,
από φόβο, η ψυχή,
θα γυρίσει ξανά,
τα σεντόνια
και τ’ άστρα ν’ αλλάξει.
Αύριο, στη σκέψη,
πριν κι αυτή λιγοστέψει,
για έναν ψεύτη θεό.
Δυνατά τα αδύνατα,
συνηθίζεις να λες.
Με ξοδεύεις και κλαις
για μια λέξη,
που, ποιός θα πιστέψει…
Με φθινοπωρινές βροχές
και στο ξημέρωμα φωνές,
κεντώ τον χρόνο,
μα οι ώρες έχουν σβήσει.
Άγριες, αλύτρωτες ψυχές
γυρνούν τις νύχτες, μοναχές
και μού ζητούν
καινούριο, αγάπης
παραμύθι να ξυπνήσει.
Του καιρού μαχαιριά,
του αγγέλου αγκαλιά,
μεθυσμένος ο ήλιος
στο βλέμμα παλιώνει.
Κι όσα θέλεις να πεις,
θα τα πάρει η βροχή.
Στης ψυχής τις ρωγμές
σβήνουν χίλιες στιγμές
και μ’ αφήνουν
στα δάχτυλα σκόνη.
Κάστρα και όνειρα, του νου
στα πέρατα του ουρανού.
Ο έρωτας, άλλη φωλιά,
με ξένο ρούχο χτίζει.
Λόγια που γίνανε πουλιά
φύλλα του Οκτώβρη
και φιλιά.
Σ’ αυτή τη μάχη,
λέει η καρδιά,
κανένας δεν κερδίζει.
Μάτια, της μνήμης φυλακτό
στης λήθης το ποτάμι,
τρυγήσανε οι μέλισσες,
της νιότης τ’ άγιο φως.
Φθινόπωρο,
μα, όταν θα ’ρθεις
το παγωμένο τζάμι
θα γράφει…
δεν με θέλησες.
Κι η Μοίρα η τελάλισσα,
Οκτώβρη, στα χαλάλισα.
Μια νύχτα τού Νοέμβρη
Μια νύχτα τού Νοέμβρη
είπες θα ’ρθεις να με βρεις,
χαμήλωσα τα μάτια μου στο χώμα,
φεγγάρι φθινοπωρινό
που χάθηκες νωρίς
κι εγώ, που τώρα μάταια
σε περιμένω ακόμα.
Ο ΄Ερωτας, στ’ αφίλητα
τα χείλη μου γερνά
μαύρο καράβι ταξιδεύει
δίχως άστρα.
Στο κουρσεμένο σώμα μου
μπαρούτι και φωτιά,
ο χρόνος χτίζει
και γκρεμίζει κάστρα.
Αύριο, θ’ αλλάξουν
τα φεγγάρια ουρανό
τρελός ο Έρωτας
θα παίζει στην πλατεία.
Αύριο, έλα
μια ζωή θα σ’ αγαπώ.
Να δεις μεγάλη,
τη μικρή μας πολιτεία.
Ένα σου δάκρυ
στο μαντήλι φυλαχτό,
κρατώ τις νύχτες
και τον φόβο μου ξορκίζω,
σ’ ένα σου γέλιο
άφησε με να χαθώ,
γυαλάκι είμαι καθαρό
κι από αγάπη,
με τη σκέψη σου
ραγίζω.
Ποιες υποσχέσεις
θα κρατήσουν μια ζωή,
κλείσε τα μάτια
κι άφησε με να σ’ αγγίξω.
Να πιώ απ’ τα χείλη σου,
νερό ένα πρωί
και στην καρδιά σου,
χρυσή άγκυρα να ρίξω.
Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις
“Κλαίνε τα φεγγάρια”,
ένα παιδί το ψιθύρισε
Τ’ ακούς; Κορφολογούν αγάπες και σιωπές,
από τις ρωγμές του καιρού
και φοβούνται τόσο, την ένοχη συγγνώμη…
Και στο νοτιά και στο βοριά το ίδιο φέγγουν
τα παράπονα.
Θα με θυμάσαι κάποιες φορές…
Παράτολμα κι αμετανόητα,
σε διάπυρα μάτια ικεσίας,
ανθούν ξανά οι παγωνιές.
Ταξιδεύουν οι λέξεις και οι ψιχάλες
αθόρυβα πια, κάθε φθινόπωρο
για να μην σε τρομάξουν
κι όμως κρύβεσαι.
Φοβάσαι,
τα απελπισμένα παιγνίδια της ζωής
το ίδιο όπως και
τις αστραφτερές παρελάσεις,
των προσωπείων.
Μην ξεγελαστείς, και τα ρόδα ματώνουν,
χρειάζεται όμως να ζήσεις…
Αύριο, θ’ ανθίσει ένα κυκλάμινο
όπως τότε στον ελαιώνα,
την ώρα που ντύνονται οι ίσκιοι το φως.
Νοέμβρης, θα με ξεχάσεις,
αν γίνουν τα κύματα στεριά
και γιασεμιά τα φύκια…
Θα με θυμάσαι,
όταν στο μαξιλάρι το δάκρυ,
θα κεντά την τελευταία φυγή.
Θα γυρίσεις,
Αύριο, όταν η αξόδευτη αγάπη
γίνει μοίρα ελεύθερη…
Αγαπάς,
το διάφανο πέπλο της πάχνης,
αυτό που χωρίζει τη θύμηση, από την ψυχή.
Μ’ αρέσει να ζωγραφίζω ήλιους στη σκέψη σου,
τώρα που πέρασε κοντά μισός αιώνας απουσίας
μού λείπεις, περισσότερο.
Μια τύψη φθινοπωρινή η ανάμνησή σου
στο θρόισμα των φύλλων
διαβάζω ακόμη το πρώτο φιλί.
Εκεί συμβιβάστηκες,
εκεί που και η νοσταλγία παρακμάζει.
Με νοθευμένες προσμονές
απασχολείς τη μνήμη,
φυλλομετράς τα μυστικά της καρδιάς,
αθώες σκέψεις στο ηλιοβασίλεμα
κι ας μην είναι ο κόσμος αθώος.
Αγαπάς τις πένθιμες ομορφιές των λαβυρίνθων.
Σαν από άλλη ζωή
ήρθες ξανά, να μού κλέψεις τις έγνοιες.
Πριν αναστήσω το βλέμμα
η μοναξιά φιλοδωρεί άλλο μέλλον.
Φλεγόμενα τα λάφυρα τού φθινοπώρου
στον ορίζοντα,
αφήνεσαι στην όαση του ονείρου
κορτάροντας τ’ άστρα.
Κι ύστερα φέρνεις το ποτήρι στα χείλη,
να μεταλάβεις ξανά
φιλί και θάλασσα.
Το ξέρεις πως και
Αύριο, νυχτώνει φθινόπωρο.
Κουρσεμένη η νοσταλγία,
στο φως του Νότου.
Να κλαις τις νύχτες του Νοέμβρη
Να σ’ αποφεύγω τον Σεπτέμβρη
Να κλαις τις νύχτες του Νοέμβρη
Να ονειρεύεσαι φιλιά
Κι εγώ να ψάχνω στα παλιά
Έρχεται η σκέψη σου μεσάνυχτα
Όταν κρατώ τα μάτια ορθάνοιχτα
Με πολεμούν ακόμη οι λέξεις
Κι εσύ δεν θες να το πιστέψεις
Αν, η αλήθεια καίει στο βλέμμα
Εμείς θα κάψουμε το ψέμα
Αυτό που το φιλί λερώνει
Πάνω στο άσπρο μου σεντόνι
Πώς την ψυχή θες να σκορπίσω
Πώς από το μηδέν ν’ αρχίσω
Με ποιο κρασί να μεταλάβω
Ποια λύπη σου να καταλάβω
Να περπατώ στις ερημιές
Του κόσμου όλες τις ζημιές
Να χρεωθώ και να σ’ αφήσω
Πριν στην καρδιά σου ναυαγήσω
Έλα, στου φεγγαριού το χάδι
Να βρεις το φως απ’ το σημάδι
Έλα, να δεις πως ξημερώνει
Ό,τι ακόμη με πληγώνει
Πίσω απ’ το τζάμι να κοιτάς
Μα τίποτα μη μου ζητάς.
Καίγονται τ’ άστρα τ’ ουρανού
Πολλά τα πρέπει μες στο νου
Με άλλον ήλιο ανατέλλω
Μα δίχως της καρδιάς τα θέλω
Σ’ ένα τοπίο της βροχής
Θα βρεις το νόημα της ψυχής
Πόσες μετρώ χαμένες μέρες
Πόσες για εσένα καλημέρες
Τη μοναξιά πάντα ρωτούσα
Τι ήταν αυτό που αγαπούσα
Του ονείρου λόγια μεθυσμένα
Μου φέρνουνε τα περασμένα
Και στης ζωής τη ζυγαριά
Όλα μου φαίνονται βαριά
Εφτά καπέλα του ανέμου
Εφτά ζωές του πεπρωμένου
Αφήσανε στην προκυμαία
Με μια ομπρέλα για παρέα.
Αύριο, εν ονόματι της Αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα 8 Απριλίου 2018
Από την ποιητική συλλογή «Αύριο, στάχυα οι λέξεις»