Ανακοίνωση του προέδρου του σωματείου εργαζομένων ΠΑΓΝΗ, Δημήτρη Βρύσαλη σχετικά με τον προσωπικό γιατρό:
Ο «προσωπικός γιατρός» και η ανύπαρκτη δημόσια ΠΦΥ
Ενα ακόμα νομοσχέδιο για την Υγεία φέρνει η κυβέρνηση. Πιο συγκεκριμένα, στη διαβούλευση βρίσκεται το ν/σ με τίτλο «Αναμόρφωση του θεσμού του Προσωπικού Ιατρού – Σύσταση Πανεπιστημιακών Κέντρων Υγείας…», και ουσιαστικά πρόκειται για μία ακόμα εξειδίκευση των μέτρων που προέβλεπε ο νόμος τον οποία ψήφισε η ίδια κυβέρνηση πριν δύο χρόνια για την ΠΦΥ και είχε στο επίκεντρο την καθιέρωση του «προσωπικού γιατρού».
Η «αναμόρφωση του θεσμού του Προσωπικού Ιατρού» στο νέο νομοσχέδιο κυρίως αφορά την ένταξη των ανειδίκευτων πτυχιούχων των ιατρικών σχολών στο θεσμό, ή αυτών που θέλουν να αποκτήσουν τον τίτλο κάποιας ειδικότητας. Με αυτήν τη στόχευση, η κυβέρνηση «βαφτίζει» τις παλιές θέσεις της «υπηρεσίας υπαίθρου» (αγροτικού) σε θέσεις «προσωπικού γιατρού»!
Αυτό το μέτρο αντιστοιχεί σε υπηρεσίες επιπέδου «ό,τι να ‘ναι» και «απ’ όπου να ‘ναι», αρκεί το «κόστος» να είναι εντός δημοσιονομικών στόχων. Εντάσσεται στις ρυθμίσεις που έχουν ως «ένα το κρατούμενο» τη σχεδόν ανύπαρκτη δημόσια ΠΦΥ, με τις τεράστιες ελλείψεις. Κατάσταση που οδηγεί σε αδυναμία παροχής ακόμα και στοιχειωδών υπηρεσιών στις λαϊκές οικογένειες, που δεν την αντιμετωπίζει με την ανάπτυξη υποδομών, με μαζικές προσλήψεις για τη στελέχωσή τους, με τον αναγκαίο εξοπλισμό, για να υπάρχει πλήρης κάλυψη όλες τις ώρες της μέρας και όλο τον χρόνο σε υπηρεσίες πρόληψης, θεραπείας και αποκατάστασης.
Αντίθετα, ρυθμίζει τον θεσμό του «προσωπικού γιατρού», με τον οποίο πρέπει να συνδεθούν όλοι, ψάχνοντας από ένα συνονθύλευμα «σημείων ΠΦΥ» από τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα (ΚΥ – ΤοΜΥ – ιδιώτες κ.λπ.), υπονομεύοντας τον ενιαίο και επιτελικό χαρακτήρα που πρέπει να έχει.
Μόνο σαν αστείο ακούγεται ο ισχυρισμός της κυβέρνησης ότι θα παρέχονται υπηρεσίες πρόληψης και προαγωγής της υγείας στην οικογένεια, στα σχολεία, στους χώρους δουλειάς, στους χρόνιους πάσχοντες, στην προγραμματισμένη φροντίδα ενηλίκων και παιδιών, κατ’ οίκον νοσηλεία, εκτίμηση ψυχικών νόσων, αντιμετώπιση οξέων προβλημάτων υγείας, καταγραφή επιδημιολογικών στοιχείων και πολλά άλλα.
Ο θεσμός του οικογενειακού γιατρού μπορεί να λειτουργήσει ουσιαστικά υπέρ της υγείας του λαού όταν αποτελεί βασικό πυρήνα σε ένα ανεπτυγμένο, στελεχωμένο και εξοπλισμένο κρατικό σύστημα ΠΦΥ, με ως κριτήριο την έγκαιρη, ασφαλή και αποτελεσματική αντιμετώπιση των λαϊκών αναγκών, απολύτως δωρεάν σε όλα τα επίπεδα του κρατικού συστήματος Υγείας.
Από τη στιγμή που συνδέεται με όρους περιορισμού του «κόστους», χάνει το αναγκαίο και χρήσιμο περιεχόμενό του.
Σε αυτές τις συνθήκες δημιουργούνται πολλά ερωτήματα γύρω από την πρακτική συμβολή των 7 «Πανεπιστημιακών Κέντρων Υγείας», που προβλέπει το νομοσχέδιο, στην ΠΦΥ του λαού. Πώς μπορούν οι μελέτες, οι έρευνες και η όποια εκπαίδευση να έχουν πεδίο εφαρμογής σε ένα σχεδόν ανύπαρκτο σύστημα ΠΦΥ;
Στο νομοσχέδιο, προβλέπεται οικονομικό κίνητρο για την επιλογή της ειδικότητας της Παθολογίας και της Γενικής Ιατρικής, με τις γνωστές ανακοινώσεις για την έλλειψη γιατρών αυτών των ειδικοτήτων.
Θυμίζουμε ότι το σύνολο των αστικών κομμάτων, ιατρικοί σύλλογοι και μελετητές του είδους, ανάλογα με την περίοδο προωθούσαν εναλλάξ την αντίληψη περί «πληθωρισμού των γιατρών» και της «έλλειψης γιατρών».
Τα στοιχεία που υπάρχουν όμως δεν επιβεβαιώνουν γενικά την «έλλειψη παθολόγων και γενικών γιατρών», αλλά την έλλειψή τους σε αριθμό από τις δημόσιες μονάδες Υγείας.
Ενα μεγάλο μέρος των γιατρών είναι στον ιδιωτικό τομέα, στις μεγάλες επιχειρηματικές μονάδες της Υγείας, και ένα άλλο ταυτόχρονα ή αυτοτελώς είναι στην αυτοαπασχόληση.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ (απογραφή 2021), οι γιατροί με την ειδικότητα της Παθολογίας και της Γενικής Ιατρικής το 2019 ήταν σε πανελλαδικό επίπεδο 4.604 και 3.232 αντίστοιχα. Δηλαδή σε γενικές γραμμές αντιστοιχεί 1 παθολόγος για κάθε 1.954 ενήλικες ή 1 γενικός γιατρός για κάθε 2.784 ενήλικες.
Το βασικό πρόβλημα, λοιπόν, δεν είναι γενικά η έλλειψη των γιατρών αλλά η άναρχη κατανομή τους ανάμεσα στις δημόσιες μονάδες Υγείας, στις ιδιωτικές επιχειρήσεις της Υγείας και στην αυτοαπασχόληση,φαινόμενο που αναπαράγεται και επιδεινώνεται στο πλαίσιο της εμπορευματοποίησης των εργασιών στην Υγεία και της επιχειρηματικής δράσης.
Στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομίας και ανάπτυξης δεν μπορεί να υπάρξει κεντρικός σχεδιασμός της εκπαίδευσης και της κατανομής του υγειονομικού προσωπικού, γιατί ο σκοπός της ανάπτυξης δεν είναι η ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.