Αφέντης Σταυρός ο γαλατόχτιστος

Γράφει η Ζωή Δικταίου*

    Η φύση ησυχάζει. Συνειδητοποιείς ότι ολόκληρο το Οροπέδιο υπήρξε ανέκαθεν αντικείμενο θαυμασμού, όχι μόνο χάρη στην ιδιαίτερη αισθητική του αξία και την ξεχωριστή ομορφιά, αλλά και χάριν των πολλών σπηλαίων που βρίσκονται διάσπαρτα στη φύση της Λασιθιώτικης γης.  Ο πολιτισμός που αναπτύχθηκε μέσα στους αιώνες άφησε σπουδαίες αναφορές. Η συνειδητή σχέση που χαρακτήριζε τη ζωή στο Οροπέδιο Λασιθίου και στους κατοίκους του μπορεί να δέχτηκε σταδιακά διάφορα πλήγματα, όμως, είναι παρήγορο το γεγονός ότι τελικά δεν επέφεραν σημαντικές μεταβολές στη σχέση του ανθρώπου με τον τρόπο διαβίωσής του και τον τόπο. Εξακολουθείς και σήμερα να θαυμάζεις και να απολαμβάνεις  τη φυσικότητα του τοπίου και του τόπου. Φτάνει και ένας μόνο λόγος για να νιώσεις την αξία. Είναι γιατί δεν απουσιάζουν τα αυθεντικά, τα σταθερά φυσικά χαρακτηριστικά. Στο Λασίθι, η πολιτισμική και η φυσική κληρονομιά, ως βασικά χαρακτηριστικά του τοπίου, καταφέρνουν και διασώζονται διαχρονικά ως μία ενότητα με ελάχιστες ίσως εξαιρέσεις, όπως η απώλεια πολλών ανεμόμυλων.

   Ξοδεύονται οι μέρες, οι νύχτες, η ζωή… Μόνο το φως μένει αξόδευτο και συνεχίζει το ταξίδι στην αιωνιότητα, κι εσύ με το τριμμένο παιδικό φουστανάκι ψάχνεις καταφύγιο στο δικό σου αθώο παρελθόν, σ’ ένα άπιαστο όνειρο, εκεί πιστεύεις θα γυρίσεις το χοντρό κλειδί , και η επικράτεια της ψυχής θα γεμίσει λευκό χιώτικο γιασεμί για ν’ ανατείλουν τα χαμένα φεγγάρια…

   Από τα Σκαφίδια θ’ ανηφορίσεις στο παλιό μονοπάτι, όπως τότε που ήσουν παιδί. Αυτή ήταν η πιο συνηθισμένη διαδρομή γεμάτη ασφόδελους, ατσουμαλιές και ρίγανη. Περνώντας από τους πρίνους στη Γωνιά και από τις αμυγδαλιές του Πιπεροκωσταντή στα χαράκια στο Καβούσι, μέχρι να φτάσεις στου Μπόγιο τον Λάκκο, όλες οι περασμένες στιγμές ξανάρχονται στο καλειδοσκόπιο της μνήμης. Ανεβαίνοντας λαχανιάζεις. Το τοπίο υπόσχεται μιαν άλλη γλώσσα, αυτή την ξεχασμένη, της ειλικρίνειας και της νοσταλγίας. Δεν μιλάς, παρά μόνο σκέφτεσαι. Μέσα από τη σιωπή και τις αναμνήσεις ξανανθίζει ο έρωτας. 

    Συνηθίζεται να λένε πως ο  φιλόσοφος προσπαθεί να καταλάβει τον κόσμο και ο ποιητής δημιουργεί τον δικό του. Από μακριά, ο Άγγελος Πετρουλάκης, επιμένει: «είσαι ποιήτρια, η Ζωή Δικταίου είναι ποιήτρια», κι εσύ παραδέχεσαι πως είσαι στον δικό σου κόσμο, έναν κόσμο που δεν μοιάζει με των άλλων, εσύ είσαι ικανή να περπατάς με σταθερά βήματα πάνω από τα σύννεφα και να σκοντάφτεις στο εφτακάθαρο στη μεγάλη στράτα. Στην εξουσία της ανεπιτήδευτης ομορφιάς η ψυχή είναι αυτή που κερδίζει διαρκώς σε περιεχόμενο και ορμή, η ψυχή…

   Φυσάει εδώ πάνω. Ένα ελαφρό και πάντα ευχάριστο αεράκι είναι αυτό που φέρνει πολλές μυρωδιές από τις γύρω πλαγιές. Ανοίγουν τα φύλλα της καρδιάς στην παλιά λαχτάρα. Μαζεύεις τους ώμους. Μπροστά σου το ξωκλήσι του Αφέντη Σταυρού δεσπόζει ανατολικά στο άλλοτε εύφορο Οροπέδιο του Νήσιμου,  που είχε θρέψει σε περασμένους καιρούς, με τη γεωργία και την κτηνοτροφία ένα μεγάλο μέρος των κατοίκων. Το εκκλησάκι είναι χτισμένο σε ένα τραχύ και άγονο τοπίο με χαμηλή κυρίως θαμνώδη βλάστηση. Αρκετά είναι τα κοφτερά χαράκια που σμιλεμένα από το χιόνι, τις δυνατές καταιγίδες και τον αέρα, δημιουργούν ένα ιδιαίτερο τοπίο. Αναρίθμητες πέτρες, μικρές και μεγάλες, σπαρμένες παντού. 

   Το παλιό μονοπάτι που ανεβοκατέβαιναν εκατοντάδες άνθρωποι όταν ήσουν παιδί, δεν ελίσσεται πια ανάμεσα στα ριζωμένα βράχια, κι όμως αυτή η διαδρομή έπρεπε να μείνει ανοικτή και ανεμπόδιστη, έξω από τις πρόχειρες περιφράξεις με συρματοπλέγματα που έχουν τώρα τοποθετηθεί. Τα ίχνη του στο μεγαλύτερο μέρος της διαδρομής έχουν σχεδόν χαθεί, εσύ όμως, ξέρεις τον δρόμο για την κορφή ακόμη και αν πρέπει να κάνεις κάποια παραπάνω χιλιόμετρα.

    Από αυτή τη θέση η θέα μπροστά μας ξεδιπλώνεται φαντασμαγορική! Η ομορφιά της ορεινής φύσης διώχνει τη μελαγχολία. Το ξωκλήσι οφείλει την ύπαρξή του όχι στις ικανότητες των βοσκών που το έχτισαν σε τούτη την ερημιά, αλλά στην ανάγκη τους να ζητήσουν συγχώρηση, καθώς για να χτιστεί το εκκλησάκι ένα βασικό υλικό που χρησιμοποιήθηκε στην κατασκευή του, ήταν, αντί για νερό, το γάλα!

   Πίσω από τη δημιουργία του, μια οδυνηρή ιστορία χάνεται στο πέρασμα των χρόνων αφού κανείς δεν θυμάται χρονολογίες και ονόματα. Όλοι όμως στην περιοχή γνωρίζουν πώς έγινε, και καλύτερα από όλους θα τη διηγηθεί ο πατέρας σου, το Αριστειδάκι, έτσι όπως τη θυμάται από τον παππού του, τον Γρυνογιώργη:

Αριστειδάκι

    «Πριχού τον παππού μου εχτίστηκε με πέτρες που εκουβαλήσανε από γύρου – γύρου κι εχτίστηκε μοναργατινίς, έτσα ήρχιζε την ιστορία ο συγχωρεμένος ο παππούς μου, ετσά σας τήνε λέω και του λόγου μου. Βοσκοί το χτίσανε. Στον Κουρπαρόλιθο, πια παραπέρα απού τσι Άσπρες Μάντρες, είχανε το μιτάτο ντως, ένας πατέρας με τσι τέσσερις γιους του- και οι τέσσερις λεβέντες! Μόνο ο ένας τως, ο πια μικιός σάικα, απού ήτονε ακόμα τσούμαρος κι αμέστωτος εφοβούντανε τσι νύχτες το σκοτίδι.

    Μια βολά όντεν εβασίλευγε ο ήλιος, είχενε πρέπει και μιαολιά αφούρα, τον επέψανε εκειονά τον μικιό τον φοβιτσάρη να κάμει πράμα θέλημα, ή να φέρει νερό παραπάνω απού το Ζάρωμα, μπορεί και για να μαζώξει κιανένα απού τα κουτσά οζά που ήργιενε και ήτονε ακόμα όξω στα χάμπασα. Οι υπόλοιποι εφέρανε τσι σίγλες κι εκάτσανε ν’ αρμέξουνε πρώτα τσι αίγες απού είχανε πια πολύ γάλα και μετά τσι προβάτες για να τυροκομήσουνε την ταχινή.

    Επέρασε ώρα πολλή, επορμέξανε δα αυτοί και ο αδερφός τως δεν είχενε γιαγύρει ακόμα. Εσφυρίξανέ ντου μα δεν επιλοήθηκε. Απόει εξανοίξανε χαμηλά προς το Νήσσιμο μα δεν εξεδιαντηρήζανε πράμα, εξανοίξανε και προς τα πάνω τσι Ομαλές απού ήφεγγε ένα αμάτι, κιαείς! Ωστόσο, είχε νυχνιάσει και εμαζώνουντανε το σκοτίδι πια πηχτό. Ετσά που ήτονε σκαντζίκια και χωρατατζήδες και οι τρεις, εσκεφτήκανε να πάνε παραόξω να τον ανημένουνε για να τόνε φαντάξουνε. Εβάλανε απάνω ντως ό,τι πανί ή κουρέλι εβρήκανε στο μιτάτο για να μοιάζουνε με αφανταξές, και στσι κεφαλές τως εδέσανε διχαλωτά δυο κλαδιά τσ’ αδραμιθιάς, να θαρρεί πως είχανε κέρατα. Εχαλιχουτίζανε κι επροπατούσανεστο στρατούλι των οζώ και τσουρλούσανε και πού και χαρακάκι με τσι κατσούνες για να γροικάται πια δυνατός ο συντάλαχος. Εχτυπούσανε και τα κουδούνια που είχανε κρεμασμένα στον λαιμό ντως…

Νικολής Βερίγος, βοσκός της Σελένας, γιός του Γρυνογιώργη

Πια παραπέρα απού το μιτάτο, τον ανεμιστήκανε που εμουρμούριζε  ό,τι πατερημά εκάτεχενε ο κακομοίρης γιατί εφοβούντανε. Εχωστήκανε από πίσω από έναν πρίνο και τόνε κάνανε σεΐρι,  κι όντεν εσίμωνε κοντά ντως, αυτοί και οι τρεις μαζί εξετουλουπώσανε απασιντάς και του χυθήκανε, και τόνε βάλανε χάμε κι εκάνανε πως ήθελα τόνε σφάξουνε. Αυτός δεν εκατάλαβε πράμα πως ήτονε τ’ αδέρφια ντου, δεν το ψυχανεμίστηκε κιάολιας, ειδεμής δεν ήθελα πράξει έτσα λοής απού τον ήβαλε η κακή ώρα και ήπραξε.

   Εκειά απού επαλεύγανε κι αυτός ήβανε με τον νου ντου πως ήτονε δαιμονικά, ως κι αν εφοβούντανε ήπιασε μια κοπανιά την κατσούνα, ή μια τζουγκράτη πέτρα, και τήνε κατάφερε του ενούς στην κορφή στο καύκαλο τση κεφαλής, και δεν επρόλαβε να πει μήτε ‘’μπε’’ ! Οι άλλοι δυο, σαν εκαταλάβανε είντα εγίνηκε, εξεμουργιωθήκανε και του φανερωθήκανε κι εσύρνανε τα μαλλιά και τα γένια ντως κι επαίζανε γροθιές στον μπέτη ντως να ραΐσει κι εκλαίγανε, μα κιανείς ποτέ δεν εκατάφερε να γιαγύρει μια ψυχή απού την αυλή του Χάρου, με ό,τι δάκρυα και να τρέχουνε στα μάθια ντου.

    Όντε τό ’πανε του πατέρα ντως, εσυλλογίζουντανε από μέσα ντως πως ήτανε καλλιά ν’ άνοιγε η γης μια λατσίδα επιτόπου και να τσι κατάπινε μαζί με τον αδερφό ντως, μα ούτε η γης ακούει σε τέθοιες περιπτώσεις και δεν κάνει έτσα λοής χατίρια. 

     Αυτό εγίνηκε αιτία κι εταχτήκανε, να μην ξαναφάνε ελαιργιά ώστε να ζούνε, να τόνε θάψουνε σε τόπο που να θωρεί η ψυχή ντου όλο το Λασίθι και να χτίσουνε από πάνω ντου μοναργατινίς το ξωκλήσι για νά ’χουνε ελέηση στον άλλο κόσμο.

    Ελέγανε πως οι πρώτες πέτρες που εμαζώξανε τως εφαίνουντανε πολλά βαρές, ασήκωτες απού το βάρος τση αμαρτίας, που δεν υπάρχει χειρότερη, να σκοτώσει αδερφός τον αδερφό, Θε μου, ξεμήστευγε! Απίτις εχτίσανε τσι πρώτους οκτώ σειράδες από όλες τσι μπάντες, ερχίξανε και εγίνουντανε πια αλαφρές ίδια πως ήτονε λαθρακιασμένα ξύλα, και από κειά που τόνε θάψανε, το ξερό χώμα -μυστήρια πράματα-, τως ήφεγγε σα να κείτουνταν εκειά χάμε ένα αστρουλάκι…

     Ελέγανε ακόμη πως εφέρανε απού το μιτάτο το γάλα απού είχανε αρμέξει, για να μαλάξουνε τη λάσπη, και εκλουθούσανέ ντως όλα τα οζά από πίσω. Και όντεν ετελείωσε το γάλα και αναρωτιούντανε πως ήθελα να ξετελέψουνε το τάμα, τα οζά επηγαίνανε ένα – ένα κι εστέκουντανε στη σίγλα, κι εφωνιάζανε ίδια πως τσι καλούσανε να τα ξαναρμέξουνε, και είχανε πια πολύ γάλα τη δεύτερη φορά απού την πρώτη κι ας μην είναι συνηθισμένο τέθοιο πράμα σ’ αυτά τα έχνη…

    Όντεν ερόδιζε η αυγή κι ερχίξανε να ξεσμιλιώνουνται τα πουλιά, την είχανε ποχτισμένη και δεν το πιστεύγανε πως τά ’χανε καταφέρει αμοναχοί ντως. Τότεσας, εκατέβηκε ο ίδιος ο Χριστός και πήρε την ψυχή τ’ αδικοσκοτωμένου, και τως ήφηκε ένα σταμνί να πιούνε κρυγιό νερό κι ένα κλαδί βασιλικό, κι απόει ήφυγε χαράκι το χαράκι προπατηχτός, κι επήγαινε, κι ήφεγγε… ήφεγγε ο τόπος! Αφέντη μου Σταυρέ μου, κι αυτό πρέπει να ρθούμε όλοι οι χωριανοί να σε γυροτραφήσομε και να φυτέψομε ένα δεντρουλάκι στη χάρη σου».

   Τον κοιτάζεις στα μάτια, τον πατέρα σου, το Αριστειδάκι. Είναι ωραίος ακόμη και τώρα που έχει περάσει τα ογδόντα, πρόσχαρος και πνευματώδης. Αριστείδης είναι το όνομά του, αλλά όλοι τον φωνάζουν Αριστειδάκη και το λένε με καλοσύνη, με αγάπη, είναι αγαπητός πολύ και συνηθίζει να κάνει ό,τι υπόσχεται. Ανήκει στην κατηγορία εκείνων που μπορεί και να ταξιδέψουν άγνωστοι μεταξύ αγνώστων, αλλά στο τέλος του ταξιδιού θα έχουν αποκτήσει καινούργιους φίλους, σε αυτούς που καταφέρνουν να κερδίζουν τους πάντες με την πρώτη καλημέρα, την πρώτη κουβέντα, το πρώτο χαμόγελο… Τα νοητά  κύματα που εκπέμπει το βλέμμα, ανάγλυφα  σκέπασαν το δικό του παράπονο πριν προλάβεις να ρωτήσεις. 

Καλλιόπη Σιγανού

   Ξέρεις όμως, η Καλλιόπη, εκείνη που έφυγε, η μάννα σου, εκείνη είναι το ανήλιαγο παράπονό του. Για το χατίρι και τη μνήμη της, συμπλήρωσε στη διήγηση στοιχεία από τη δική της εκδοχή, να μην μείνει με την παραπόνεση και βουρκώνουν τα μάτια της στον άλλο κόσμο. Φροντίζει τους όρκους του και επικαλείται με άκρα ευλάβεια το όνομα του Χριστού. Θυμάται ονόματα και περιστατικά και παλιές ιστορίες πολλές! Ποιο άλλο στόμα να τα πει για να είναι τόσο αληθινά, ώστε να μην ξεχνιούνται…

Αύριο, εν ονόματι της αγάπης

Ζωή Δικταίου

Κέρκυρα, Μάης του 2020

Από το βιβλίο, «Λασίθι, Τόπος Μέγας»

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί