Της Ζωής Δικταίου
Απ’ άκρη σ’ άκρη το Οροπέδιο Λασιθίου φορτωμένο ρόδα, μα μια τριανταφυλλιά στο Δημοτικό Σχολείο Τζερμιάδων, σε μέρες άνυδρες κυριολεκτικά και μεταφορικά, σε πείσμα του κακοφορμισμένου κόσμου υψώνεται στο φως και διηγείται την ιστορία της Φωτογραφία, Γιώργος Μηλιαράς, Τζερμιάδων
Λασίθι, ένα βαθύ, χτιστό πηγάδι ο τόπος, μα δεν είναι μόνο αυτό, είναι και μια μεγάλη νερομάνα στο πιο ψηλό δώμα της Κρήτης. Οροσειρές και λόφοι σε κύκλιο χορό, να περιφρουρούν ακόμη από την επιβουλή εχθρών, και τέτοιους έχει γεμίσει ο κόσμος και στις μέρες μας, ανεμογεννήτριες, ρύπανση, πυλώνες, τσιμέντα, ερημοποίηση, βιομηχανικές δραστηριότητες, υπερεκμετάλλευση φυσικών πόρων. Η εικόνα από ψηλά μοναδική, θαρρείς έχει φυσήξει ο αρχαίος θεός ένα σμάρι λευκά πουλιά και δυο χούφτες πεταλούδες στον κάμπο να χορεύουν στο μελτέμι και στην Όστρια. Όταν κατρακυλά ο βουνίσιος αέρας και στροβιλίζονται οι ανεμόμυλοι, – στη μνήμη οι περισσότεροι πια -, θαρρείς για να σημαδεύουν αναμνήσεις, συνειδήσεις, στιγμές, το νερό που είναι η ψυχή του τόπου ξυπνά, και μαζί του τα αρχέγονα μυστήρια. Τοπίο μνημειακό εξαιρετικής καλαισθησίας, αυτό που μαζί με τις αποτυπωμένες παλιές μορφές, έχει κρατήσει και τη φθορά σε ξεφτισμένους σοβάδες, ερείπια, ξεθεμελιωμένες πέτρες, μολόχες, αγριοσυκιές, όλα μαζί με την ματαιότητα των ανθρώπινων πόθων. Κι όμως:
«Σαν ψιχαλίζει τ’ όνειρο, σαν ο καημός νικιέται
σαν ο πρωτόφαντος ανθός απ’ τον παλιό μου πόνο
πίνει νερό και ξεδιψά, τον θάνατο μαλώνω.»
Στην κοινωνία του Οροπεδίου, χωράφια, αμπέλια, δέντρα, βοσκοτόπια, σπήλαια, πουλιά, αιγοπρόβατα, ομίχλες, βροχές, χιόνια και ψυχές όρθιες προσανατολισμένες στην αλήθεια. Η παρουσία του νερού φανερή με όλους τους τρόπους, πηγές, ρυάκια, πηγάδια, το ποτάμι να μεγαλώνει, να μικραίνει, να χάνεται! Σε τούτη τη φλούδα της κρητικής γης, ευτυχώς, η ζωή έχει μεγαλύτερη αξία από τα οικονομικά συμφέροντα, σίγουρα πολύ μεγαλύτερη αξία από τις ανεμογεννήτριες και άλλα εργαλεία θανάτου του φυσικού περιβάλλοντος. Εδώ που το νερό τρέχει ως θεϊκό δώρο από τον μανδύα του Δία στο Δικταίον Άντρο, και τα μάτια της αρχαίας Δίκτυννας από το Σπαθί της Μαδάρας, επιστρέφει στην ενήλικη ζωή της μια αλαφροΐσκιωτη. Ώρα που σβήνουν τ’ άστρα κι ανάβουν τα όνειρα. Ραγίζουν τα μάτια, στάζουν βουρκωμένα για μια «συγγνώμη» , «όσα είπαμε νερό κι αλάτι» σκέφτεται, κι ύστερα μ’ ένα «ευχαριστώ» υψώνει το γεμάτο ποτήρι σα να την κερνούν από τη σοδειά του Κάτω Κόσμου, αθάνατο νερό κι όχι της λήθης.
Η προσέγγιση του μυθικού της κόσμου κάπως άστατη, μα επιμένει. Ακολουθώντας το ανάγλυφο μιας ρίζας θα βρεθεί στον περίβολο του Δημοτικού σχολείου Τζερμιάδων, την ώρα που χαμηλώνει το φεγγάρι στο φεύγα της νύχτας. Πριν προλάβει να μετρήσει παρόν και παρελθόν, ζητά να ερμηνεύσει το δικό της πέρασμα στην ξεχασμένη κρήνη. Καθρεφτίζεται στην πέτρινη γούρνα λοξά, θαρρείς δοκιμάζοντας τη σταθερότητα του κόσμου της που άλλαζε όλο και πιο πολύ και κάπως την τρόμαζε. Το νερό αντιγυρίζει την εικόνα της ολοκάθαρη, λες και θέλει να της θυμίσει ποια είναι, εκείνη που πασκίζει να αγνοηθεί, να παραμεριστεί επειδή δεν αντέχει έναν κόσμο που κανακεύει ψέμα και ματαιοδοξία συντρίβοντας την αγάπη. «Νερό είσαι κι εσύ, μην το ξεχνάς», αφουγκράζεται τον ψίθυρο. Σκύβει ξανά πάνω απ’ το νερό, έχει ανάγκη να διαβάσει τις σταγόνες που πέφτουν βαριές σαν δύσκολες συλλαβές, αλλιώτικα αυτή τη φορά καθώς το αφύσικο δείχνει φυσικό, με εξομολογούμενους εφιάλτες, ανοιχτούς λογαριασμούς, ξεχασμένες προσωπικές σελίδες, πληγές που χάσκουν ανοιχτές, μ’ ένα πλεόνασμα υπομονής ανεξάντλητο. Είχε μετρήσει τα μικρά και τα μεγάλα, προσδοκίες, προδοσίες, χαρές, ακεφιές, στιγμές που η ζωή της άδειαζε και στιγμές που γέμιζε βλέμματα, συγκινήσεις, λέξεις, όλα είχαν μετρηθεί και είχαν περάσει και όλα την οδηγούσαν εδώ, εδώ που μάθαινε γητειές του νερού, για να βρίσκει τρόπους να ξορκίζει το κακό και να γιατρεύεται.
Ο νους ξεγλίστρησε από παράθυρο σε παράθυρο εξιδανικεύοντας την παιδική της ηλικία. Ήταν κάποτε μαθήτρια σ’ αυτό το σχολείο, είχε περάσει από όλες τις αίθουσες, είχε δει την θέα από όλα τα παράθυρα, και τι θαύμα, μπορούσε ακόμη να ανακαλέσει στη μνήμη της το υπνωτικό άρωμα από τ’ ανθισμένα ρόδα, τη βροχή στα τζάμια, το χιόνι στον πλάτανο, την ομίχλη στο πλακόστρωτο, εδώ που είχε απλώσει πρώτη φορά τις υγρές της παλάμες στο φανοστάτη του έρημου δρόμου και στ’ ακροδάχτυλα έφεγγε ο έρωτας. Δυο τρεις ψιχάλες μόνο στο πρόσωπο, μα αρκετές για ν’ ανοίξει μια ρωγμή στην παραμυθία του χρόνου και του τόπου. Το φτερούγισμα μιας κουκουβάγιας την έκανε να κοιτάξει προς το ασβεστωμένο πεζούλι του κήπου. Κάτω από την γέρικη τριανταφυλλιά ένα ανοικτό βιβλίο μούσκευε στη σιγανή βροχή. Πλησίασε, το πήρε στα χέρια της. Με αθώα περιέργεια θέλησε να γυρίσει τις σελίδες. Ένιωσε μια παράξενη γυναικεία παρουσία πρώτα δίπλα της, πρόλαβε την ανάσα, το ανεπαίσθητο άγγιγμα στα χέρια, το δάκρυ που κύλησε σ’ ένα ροδοπέταλο. Μετά είδε τον ίσκιο της να χάνεται στα κλαδιά της τριανταφυλλιάς. Μια μορφή που δεν μπορούσε να προσδιορίσει τα χαρακτηριστικά της, ένιωθε όμως την οικειότητα, ίσως και τη μακρινή συγγένεια.
«Είναι που η μνήμη τα φέρνει όλα πίσω, μπορεί αλλιώς κάθε φορά, τα φέρνει όμως», ίσως αυτό να είχε ψιθυρίσει μ’ ένα κόμπο στον λαιμό, πριν δει να κάνουν παρέλαση κάτι βαριές σταγόνες στο τεντωμένο σκοινί της σημαίας.
Στάθηκε όρθια μπροστά στον ξεσαρκωμένο πέτρινο τοίχο. Από μια ρωγμή πρόβαλαν δυο μάτια μόνο για μια στιγμή, μάτια φορτωμένα δάκρυα. Τα φύλλα έσταζαν. Από την υγρασία, το έδαφος τόσο νοτισμένο, ώστε τα πόδια της γλιστρούσαν, μα μόνο τα πόδια. Η ψυχή γνώριζε τον ακριβό προορισμό. Μνήμες, μυρωδιές, ακοές, οράματα, αφές, στάλες και ονόματα των παιδικών της χρόνων, όλα ξύπνησαν μεμιάς. Περίμενε να ξεσπάσει πρώτα η μέσα της μπόρα, μια απονύχτερη πίκρα που κρατούσε χρόνια στα χείλη. «Ροδάνθη», ψέλλισε, «Ροδάνθη…», αναγνωρίζοντας τη στοιχειωμένη μορφή, εκείνη που την ήθελαν να έχει στολίσει τη νυφική της παστάδα με ροδοπέταλα, από χαρά καθώς έλεγαν, την 1η Δεκέμβρη του 1913, ημέρα της ένωσης της Κρήτης με την Ελλάδα. Λένε ακόμη πως η ίδια, όταν στις 5 Νοεμβρίου του 1943, εκτέλεσαν οι Γερμανοί τον Γεώργιο Παπαδάκη – Καρνόλης ήταν το παρανόμι του, του όμορφου νεαρού συμβολαιογράφου μέλους του ΕΑΜ – , μαζί με τα αδέρφια Κωστή, Γιώργη και Μανώλη Πυθαρούλη, καθώς και τον Σπανονικολή και τον Τσαμαντουρογιάννη, αφού τους νεκροστόλισε μ’ ένα ρόδο στα μαλλιά χάθηκε στην ομίχλη που κατέβηκε από τον τρούλο της Καζάρμας και την τύλιξε.
Είναι που καμμιά φορά, απ’ την ανάσα της στιγμής γαντζώνεται η αλήθεια.
«Βογκούν στοιχειά και κρίματα, φάρδυνε η καρδιά μου
μιλώ για σένα, κελαηδούν οι πέρδικες στα πλάγια
κι ο αλαργινός ορίζοντας γοργά κοντοσιμώνει.»
Όμοια, είχε χαθεί το 1211 όταν ξεκίνησε από το Λασίθι η επανάσταση των Αγιοστεφανιτών η πρώτη αρχοντοπούλα, μπορεί να ήταν, της ίδιας σειριάς. Στο φευγιό της είχε αναβλύσει από τη ρίζα της τριανταφυλλιάς η πρώτη πηγή. Εκεί μαζεύονταν τα πουλιά και τα καματερά να ξεδιψάσουν. Στο ίδιο μέρος το 1273 στην πρώτη επανάσταση εναντίον των Ενετών από τους Χορτάτζηδες, με παρόμοιο τρόπο είχε εξαφανιστεί άλλη μια γυναίκα, φορτωμένη ρόδα στα μάγουλα. Λέγανε πως είχε πιεί το αμίλητο νερό για να μην προδώσει τα μυστικά περάσματα. Παραδίπλα πετάχτηκε άλλη μια φλέβα καθαρού νερού και η τριανταφυλλιά άπλωσε ρίζες πιο βαθιά στη λασιθιώτικη γη. Μέχρι το 1284 με την απόφαση του Δούκα της Κάντιας για κήρυξη του Λασιθιού ως τόπου ακατοίκητου, φορτωνόταν ολόλευκα ρόδα. Εκείνη τη χρονιά, μια ακόμη γυναίκα, στην άρνησή της να εγκαταλείψει τον τόπο, τιμωρήθηκε σκληρά για παραδειγματισμό, αφού την έθαψαν ζωντανή στον όχτο του ίδιου τοίχου, και τότε τα τριαντάφυλλα έγιναν κατακόκκινα σε μια νύχτα, να θυμίζουν τη θυσία και το αίμα της. Στοιχειωμένη την άκουγαν, άλλοτε να καταριέται τους ξένους αφεντάδες και να θρηνεί το Λασίθι, και άλλοτε να γελά τις μικρές ώρες, να βγάζει τα χέρια από την ξερολιθιά και τα δάχτυλα της να τρέχουν πεντακάθαρο νερό. Οι σκέψεις με μια δική τους απόρρητη δικαιοσύνη συνηθίζουν να έρχονται σε άεργες ώρες, για να μη βαραίνουν τα χάδια της βροχής από τη μια στα μεταξωτά ροδοπέταλα της τριανταφυλλιάς κι από την άλλη στις βαθιές ρυτίδες εκείνης, της όπως είπαμε αλαφροΐσκιωτης. Μια στιγμή μόνο είχε κλείσει τα μάτια, μια ολόκληρη ζωή γύρισε πίσω.
«Άβατη σκέψη, απρόσιτα, περάσματα του νου μου
να λαμπαδιάσει το κορμί σε άγρια καταιγίδα.»
Το 1364, στην επανάσταση των Καλλέργηδων ξαναφούντωσαν τα ρόδα, λευκά και κόκκινα μαζί κυνηγώντας το άπιαστο. Μετά κάπως είχε πάρει να μαραίνεται, ήταν που έτρεχε πολύ νερό στη ρίζα της και πολύ αίμα για την τιμή της μικρής πατρίδας, ήταν που δεν ήξερε γιατί πρέπει πάντα υπάρχει μια αφορμή για να σφάζονται οι άνθρωποι, ώσπου το 1514 ένα γεροντάκι από τον Χάντακα τυχαία βρήκε μια γερή ρίζα, την πίστεψε και της ξανάδωσε ζωή. Όταν κατοικήθηκε ξανά το Λασίθι το 1545, το μέρος παραχωρήθηκε σ’ ένα ζευγάρι από τη Μονεμβασιά. Λένε πως η τριανταφυλλιά ήταν αυτή που είχε προκαλέσει το ενδιαφέρον τους, γι’ αυτό και έκτισαν το σπίτι τους εκεί προσέχοντας να μην της πειράξουν ούτε φύλλο. Ζωστή την έλεγαν την ξενοφερμένη γυναίκα που αγάπησε πολύ τον τόπο και γέννησε όχι μια ή δυο, αλλά οκτώ θυγατέρες. Τη στερνή την έλεγαν Αρετή, αυτά μολογούσε η πέτρινη κρήνη που θυμόταν πως το νερό στη ρίζα τούτης της τριανταφυλλιάς είχε γίνει φλέβα και βίωμα, κι όποιος είχε πει πως ξεδίψασε, ερχόταν ξανά πιο διψασμένος ζητώντας να μεταλάβει το αληθινό πάθος για να μείνει στον δίκαιο κύκλο, αυτόν που ενώνει τις καλές ψυχές στο αλωνάκι της αγάπης.
Οι δίσεκτοι καιροί βρίσκουν τρόπο και επιστρέφουν. Το 1649 όταν το Λασίθι, έπεσε στα χέρια των Τούρκων, τα κλαδιά της τριανταφυλλιάς είχαν φτάσει στο δώμα κι από εκεί στον οντά. Εκεί λένε πως είχαν πετάξει ένα νεογέννητο, κοριτσάκι ήταν, και τότε έπεσαν τ’ αγκάθια, γίνηκαν μπαμπακένια τα φύλλα και το προφύλαξαν, ώσπου οκτώ μέρες μετά το βρήκε η Αρετή και τού ’δωσε πνοή. Είχε ένα σημάδι σαν ρόδο στο λαιμό, γι’ αυτό την είπε Ροδάνθη. Όταν μεγάλωσε, έμοιαζαν σαν δυο σταγόνες νερό. Λένε πως οι δυο τους κερνούσαν το κρασί σε ασημένιο κύπελο, για να ξαναγυρίζουν στρατολάτες, χαΐνηδες και καπεταναίοι εδώ, να έχουν την έγνοια του τόπου, μα το νερό το κερνούσαν στις χούφτες για να παραστέκει πάντα ένα σύννεφο, να γιατρεύει την καρδιά τους στις άνυδρες ώρες, κι όταν κάποτε ένας ξένος ζήτησε να σβήσει τη δίψα του στα χείλη της Αρετής, προσωρινά μόνο την έσβησε, έτσι ήταν γραφτό, «και τώρα αιώνια θα διψάς τη δίψα σου να σβήσεις…», είχε πει το νερό μα ο ξένος τυφλωμένος από την ομορφιά δεν τ’ άκουσε. «Αυτοί που τα λένε, έχουν δίκιο κι αυτοί που δεν τα πιστεύουν, δεν έχουν άδικο. Φταίνε οι καιροί που ζούμε, στην τόσο προσωρινή ζωή έχουν όλοι δικαιώματα, και στην αιωνιότητα μόνο το φως και το νερό» συλλογίστηκε η αλαφροΐσκιωτη.
Μέχρι την καταστροφή του Λασιθίου από τον Χασάν Πασά το 1823, οκτώ γενιές μετρούσαν οι γυναίκες που είχαν έρθει στον κόσμο και κρατούσαν από εκείνο το θηλυκό, και κάθε γενιά είχε μια πρωτοθυγατέρα που την έλεγαν Ροδάνθη. Το 1841 στην επανάσταση των αδελφών Χαιρέτη, στην οποία αρχηγός στο Οροπέδιο ήταν ο χαΐνης Βασιλογιώργης, Ροδάνθη ήταν που έκλαψε για το «Το βάκτι του Βασιλογιώργη» όπως έμελλε να γραφτεί στην ιστορία. Μια ακόμη πηγή ήρθε να σκίσει πιο βαθιά την πέτρα. Δάκρυα ήτανε, δάκρυα που δε στέρεψαν ποτέ. Τον Μάη του 1867, στη γιγαντομαχία του Λασιθιού γριά πια, πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, ξεσκίζει τα ρούχα της και κόβει τα μαλλιά της στο ξέσπασμα μιας μπόρας.
Η εγγονή της, Ροδάνθη κι αυτή, κοπέλα σαν τα κρύα τα νερά, λένε πως είχε κρεμάσει από ένα ρόδο στο κροσσωτό σαρίκι του Κόρακα, στο μεϊντανογέλεκο του Σφακιανάκη, στο ζερβό αυτί του Μηλιαρά και στο μαυρομάνικο μαχαίρι του Καζάνη. Για κείνη που ήξερε την άλφα βήτα, ακούγεται, «σαν τη Ροδάνθη, γράφει στο νερό και σπέρνει στη θάλασσα». Αυτή ήταν που της περίσσεψαν τα δάκρυα. Τά ’κανε βροχή και χιόνι, άπλωσε τις φλέβες της κι έγιναν ρίζες και στα δεκαοκτώ χωριά ανοίγοντας κι άλλα περάσματα του νερού, για να να υπάρχει το Λασίθι, να ποτίζει πάντα τη ζωή και να γεμίζει ρόδα ο τόπος. Λένε πως, από όπου πέρασαν οι ρίζες της, πετάχτηκε και μια δική της θυγατέρα, γι’ αυτό το Λασίθι είναι γεμάτο τριανταφυλλιές, αλλού στις στέρνες και στο γείσο των πηγαδιών, κι αλλού σε ξεχασμένες εκκλησιές και χαλάσματα. Λένε πως δυσκολεύτηκε να πάρει την κακοτράχαλη στράτα στα όρη, μα ανέβηκε στο οροπέδιο του Νήσσιμου για το χατίρι της Σελένας, και στο Λιμνάκαρο για τον Εντίχτη. Κι από τότε:
«Σαλεύει ο νους, τα μάτια ογρά, μάτια γεμάτα ρόδα
κυλά παμπάλαιο το νερό, τρέχει και δε γυρίζει
συλλαβιστά χαρίζεται και μυστικά ξορκίζει.»
Οι καινούργιες στιγμές κάλπαζαν. Στην αυλή του Δημοτικού Σχολείου την άφησαν αφηρημένη στο σπλαχνικό φως της αυγής που ρόδιζε. Δεν ήταν καθόλου φλύαρη όπως συνήθιζε άλλες φορές. Από τα ταραγμένα σπλάχνα της μητρικής γης, «άνοιξαν οι φλέγες του νερού», της φάνηκε πως άκουσε. Οι λέξεις έφταναν φορτωμένες νερό, και τούτο το νερό μύριζε τριαντάφυλλο και την τρέλαινε. Όλοι όσοι έχουν σταθεί εδώ, θα έχουν σίγουρα παρατηρήσει με πόση επιτηδειότητα κυλάει μια σταγόνα στον τοίχο, μέχρι να πέσει και να σμίξει μια άλλη και πώς γίνεται άφαντη μέσα στις χούφτες ή στη μικρή γούρνα ως να μην υπήρξε. Το ίδιο όπως συμβαίνει και με κάποιες στιγμές ή και αναμνήσεις. Χάνονται σε μια γωνιά του μυαλού και πια, πάει τελείωσε, δεν ξανάρχονται, μένει μόνο η αίσθηση πως κάποτε τις έχουμε ζήσει, ή κάπου τις ξέρουμε όταν ξυπνούν οι μύριοι ήχοι του νερού θαρρείς και θέλουν να μιλήσουν.
«Δάκρυ και χώμα και νερό, ένα φεγγάρι λαμπερό
πέφτει να εξομολογηθεί, στα ρόδα μέσα να χαθεί.»
Λασίθι, νερό και δάκρυ και βροχή και μια τριανταφυλλιά τοπόσημο, που μας ενώνει στο ίδιο παραμύθι μετουσιώνοντας το κατώτερο σε ανώτερο. Όλα είναι εδώ, με μια νοσταλγία αλλιώτικη, για να εμψυχώνεται ο ρομαντισμός, για να μας ανεβάζουν οι μύθοι, πάνω από τον πρωτόγονο άνθρωπο, εδώ που η ψυχή βρίσκει ανάστημα όταν τα μάτια κοιτάζουν προς τα μέσα. Ό,τι χαρίζεται είναι αυτό που δεν χάνεται. Χαρίζεται τούτο το ακριβό αγαθό, το νερό του Οροπεδίου, έτσι λέει η τριανταφυλλιά που ξέρει ιστορίες ένα σωρό κι όχι ιστορίες από τον σωρό, χαρίζεται και θέλει ν’ ακούει «ευχαριστώ». Νίκη του, να φτάσει στον καταρράκτη της Πλύστρας, εκεί που κοιτάς τον γκρεμό και σου κόβεται η ανάσα. Το ίδιο το νερό πέφτοντας παίρνει φωνή και σε πειράζει, «θα πάρεις μια δεύτερη ανάσα, εσένα κανείς δεν σε κυνηγά, κανείς εκτός από τον έρωτα». Τρέχει να προλάβει, να γίνει δάκρυ πριν φτάσει στις αποστροφές στο φαράγγι του Χαυγά για να λούσουν τα μαλλιά τους οι Νεράιδες. Νίκη του, να γεμίσει δυο χούφτες, να δροσίσει ένα κουρασμένο πρόσωπο, νίκη του, να ξεδιψάσει δυο χείλη, να ξεπλύνει μια πληγή, να ποτίσει τις μηλιές στον κάμπο, τα μελισσόχορτα στις λίνιες, και τούτη την αιωνόβια τριανταφυλλιά. Νίκη του, να ξεστρατίσει στη ρίζα της Κεφάλας και να ξαναβρεί κάνοντας παιχνίδι με τα χοντρά βότσαλα τον Μεγάλο Ποταμό. Νίκη του αλήθεια, να σταθεί στην Καρδαμούτσα στο ξέσπασμα του θεϊκού θυμού αναζητώντας το γνώσιμο του αγαθού στην αρχαία Έρωνο. Νίκη του, να ταξιδέψει από τις καταβόθρες του Χώνου στο φράγμα του Αποσελέμη για να μεταλάβει ντόπιους και ξένους από το Ηράκλειο ίσαμε την Ελούντα. Νίκη του, να ερμηνεύσει τα μυστικά του τόπου, φυγές κι επιστροφές κι απόκοσμα ταξίδια και να ερμηνευτεί στα χείλη όταν ψιθυρίζουν «σ’ αγαπώ» κι «ευχαριστώ». Νίκη του, ο φλοίσβος στη βρύση στο Ψυχρό, και οι κρυφές πηγές της Αλόϊδας όταν λύνουν τη σιωπή, νύχτα, σε πρωτάκουστα αντίφωνα μυσταγωγίας και μύησης. Νίκη του, να προλάβει το παράπονο της μέλισσας και της πέρδικας την ώρα που διψασμένη διπλώνει τα φτερά. Νίκη του να φανερωθεί από τις ρωγμές των βράχων για να σου παραδώσει τα παμπάλαια κλειδιά της χαράς και της ξεφάντωσης, γιατί η ζωή αυτό πρέπει να είναι για όλους, χαρά και ξεφάντωση…
«Όλο σε χάνω, μη χάνεσαι…», φωνή βαθιά, ανερμήνευτη, και να την, η αλαφροΐσκιωτη τινάζεται σαν ελατήριο στο άκουσμα, γυρνά το κεφάλι από την άλλη πλευρά, στ’ αριστερά το άλλοτε όμορφο σπίτι της δασκάλας της, της Αντιγόνης τυλιγμένο στον κισσό και την εγκατάλειψη εκεί να δηλώνει παρόν, ν’ αφουγκράζεται την τριανταφυλλιά και το νερό στη ρίζα της, εδώ που γέρνουν οι ψυχές, εδώ που ακόμη είναι χτες, εδώ που φέγγει η αγάπη στη σκάλα της, κι όμως… Κλείνει τα μάτια, έχει ανάγκη να ακούσει ξανά τα λόγια της, όπως τότε, όπως παλιά, όταν μάζευε τα παιδιά κάτω από την τριανταφυλλιά για να διηγηθεί ιστορίες πίσω και μπρος απ’ τον καιρό και έξω από το μέτρημα του χρόνου.
Στην αναπόλησή της, είχε δίκιο η κυρία Αντιγόνη, παραδέχεται, οι αιώνες ούτε μεγαλώνουν, ούτε παλιώνουν. Στοιχειώνουν παντού μαζί με τους μύθους, κάτω από τον παλιό ασβέστη, πίσω από ένα πέτρινο τοίχο, στ’ ανθισμένα κλαδιά μιας τριανταφυλλιάς, στα ασάλευτα βουνά και στις κορφές. Τους φέρνει το νερό, το νερό που είναι παλιό και νιό, κι αγέραστο, καμμιά φορά με τη βροχή τη μάννα του Λασιθιού, που όταν πέφτει λέει στον καθένα πότε σιγανά και πότε δυνατά, μα πάντα συλλαβιστά τραγουδιστά:
«μάτια μου ψιχαλιστά, να με θυμάσαι,
μην ξεχνάς,
νερό – νερό το ευχαριστώ,
κι εγώ ζωή θα σού ορκιστώ»
Στο Οροπέδιο, οι άνθρωποι πιστεύουν πως το νερό κοιμάται, κάποιες ώρες, κάποιες φορές. Αν τύχει και βρεθείς μπροστά σε νερό που κοιμάται, μείνε στη σιωπή. Κι αν θελήσεις να πιείς, άγγιξε απαλά µε τ’ ακροδάχτυλα την ατάραχη επιφάνεια, πες και μια μαντινάδα, να το καλοπιάσεις, για να ξυπνήσει και να σε ξεδιψάσει. Ύστερα γείρε να ονειρευτείς στη νοτισμένη γη, να μάθεις τα μυστικά του, ν’ ακούσεις την ιστορία της τριανταφυλλιάς που κινεί τα υπόγεια νήματα του τόπου κι έτσι, δεν ξεχνούν να χαμηλώνουν τα σύννεφα, γι’ αυτό τ’ αδιάβαστα του έρωτα στο Λασίθι, μυρίζουν ροδόνερο.
Μακριά από ψεύτικες και επίπλαστες ομορφιές. Στο Λασίθι, βλέπει κανείς πιο καθαρά, και πιο μακριά γιατί βουρκώνουν εύκολα τα μάτια κοιτάζοντας τούτη την τριανταφυλλιά κι ακούγοντας το τρεχούμενο νερό. Ο πολιτισμός του σύγχρονου κόσμου μπορεί και να μην οδηγήσει ποτέ και κανέναν στο νερό και στο φως, εκτός κι αν δεν βρεθεί χώρος ούτε σπιθαμή, για ανεμογεννήτριες, κεραίες, απορρίμματα. Άκου πώς συλλαβίζει η αυγή την απάτη των σύγχρονων υλικών που σίγουρα δεν θ’ αντέξουν στον χρόνο.
Στην ξαφνική βροχή όσο η σιωπή χλευάζει την απρέπεια των φτηνών υποσχέσεων, εκείνη η αλαφροΐσκιωτη με μια μωβ ομπρέλα κι ένα λευκό ρόδο γυρίζει πίσω στην αθωότητα, στον καιρό της αγάπης.
Μια τριανταφυλλιά μπορεί να γίνει αιτία, να δείξει και σ’ εσένα τον δρόμο, αυτόν που έχασες, να ημερώσει και να γαληνέψει τη σκέψη σου, κι ακουμπώντας το χέρι στην καρδιά να πιστέψεις πως έχεις και εσύ χρέος να αφήσεις τις στιγμές να σε διδάξουν γιατί η αντοχή διαφέρει από την ανεκτικότητα, γιατί όσο οι υποχωρήσεις προσβάλουν την περηφάνια και θίγουν την αξιοπρέπειά μας, το Λασίθι κινδυνεύει… Μάθε ν’ αγαπάς τους ήχους του νερού, αναγνωρίζοντας τη δική του αρμονία, γιατί αυτό είναι η πιο ζωντανή μουσική της φύσης και αυτό που φιλοδωρεί κάθε μορφή ζωής, φυσικά και εσάς που μια ολόκληρη ζωή εξακολουθεί να βρίσκεται μπροστά σας με πολλές δυνατότητες και άλλες τόσες πρωτόγνωρες ευκαιρίες.
«Νερό – νερό να την πιείτε και να την πείτε τη ζωή», έλεγε η δασκάλα η κυρία Αντιγόνη, η καλή γειτόνισσα της Τζερμιαδιανής αιωνόβιας Τριανταφυλλιάς.
Κοίταξέ την, με πόση χαρά η αλαφροΐσκιωτη, στριφογυρίζει μουσκεμένη χωρίς φόβο, σε τούτο τον ιερό χορό της βροχής. Χορεύει κι ανασταίνεται ο κόσμος της, μια Τριανταφυλλιά όλος ο κόσμος!
«Ο κόσμος ξαναγύρισε, ποτίζονται και οι λέξεις
χείλη βροχής και προσευχής
αφίλητα τα χείλη,
παραφυλούν στ’ απόκρυφα
μετράς νερό και ρόδα.»
Αύριο, εν ονόματι της αγάπης
Ζωή Δικταίου
Κέρκυρα, 8 Γενάρη 2024
Σημείωση: Ευτυχώς που ο Γιώργος Μηλιαράς όχι μόνο δεν προσπέρασε τούτη την όμορφη Τζερμιαδιανή τριαναταφυλλιά, αλλά στάθηκε και την φωτογράφισε. Κατάφορτη ρόδα όπως φαίνεται στη φωτογραφία, πρόκληση και πρόσκληση μαζί, αλλά και η αιτία όταν ανοίγοντας το μελανοδοχείο του τόπου, σκέφτηκα να βουτήξω την πένα για άλλη μια φορά στις ρίζες του Λασιθιού!