Κυρώσεις κατά δύο ατόμων και πέντε οντοτήτων που συνδέονται με την Κοινοπραξία Intellexa, για το ρόλο τους στην «ανάπτυξη, λειτουργία και διανομή εμπορικής τεχνολογίας λογισμικού κατασκοπίας» επέβαλε το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ.
Η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών ανακοίνωσε την Τρίτη κυρώσεις κατά της Intellexa -η οποία σημειώνεται ότι εμπλέκεται στο ελληνικό σκάνδαλο των υποκλοπών και πουλάει το κατασκοπευτικό λογισμικό Predator -και της ηγεσίας της, με το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών να υπογραμμίζει ότι το κατασκοπευτικό λογισμικό που αναπτύσσει χρησιμοποιείται εναντίον αξιωματούχων των ΗΠΑ, δημοσιογράφων, αντιφρονούντων και ειδικών σε θέματα πολιτικής.
Οι κυρώσεις επιβλήθηκαν ιδρυτή της Inetellexa Tal Jonathan Dilian (Dilian), στη Sara Aleksandra Fayssal Hamou (Hamou), ειδικό σε εταιρείες offshoring που έχει παράσχει διοικητικές υπηρεσίες στην Κοινοπραξία Intellexa, τις εταιρείες Intellexa SA (με έδρα την Ελλάδα), Intellexa Limited, Cytrox AD και τις οντότητες Cytrox Holdings Zartkoruen Mukodo Reszvenytarsasag (Cytrox Holdings ZRT και Thalestris Limited. Όπως τονίζουν οι ΗΠΑ, η Intellexa SA, με έδρα την Ελλάδα έχει εξάγει τα λογισμικά παρακολούθησης σε αυταρχικά καθεστώτα και είχε μπει στη «μαύρη» λίστα του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου στις 18 Ιουλίου 2023, για διακίνηση διαδικτυακών εκμεταλλεύσεων που χρησιμοποιούνται για πρόσβαση σε συστήματα πληροφοριών, απειλώντας το απόρρητο και την ασφάλεια ατόμων και οργανισμών παγκοσμίως.
Ως αποτέλεσμα των κυρώσεων των ΗΠΑ, όλα τα περιουσιακά στοιχεία των προαναφερόμενων προσώπων και οντοτήτων, τα οποία είτε βρίσκονται στις ΗΠΑ ή βρίσκονται στην κατοχή ή τον έλεγχο υπηκόων των ΗΠΑ «παγώνουν» και πρέπει να αναφέρονται στην OFAC. Στην ίδια βάση, τυχόν οντότητες που ανήκουν, άμεσα ή έμμεσα, μεμονωμένα ή συνολικά, κατά 50% ή περισσότερο στα εν λόγω πρόσωπα, τελούν επίσης υπό καθεστώς κυρώσεων.
Επιπλέον, και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται ή ενεπλάκησαν σε συναλλαγές ή δραστηριότητες με τους Tal Dilian, Sara Hamou και τις εταιρείες Intellexa S.A., Intellexa Limited, Cytrox AD, Cytrox Holdings Zartkoruen και Thalestris ενδέχεται να εκτεθούν σε κυρώσεις. Αυτό αφορά και τους Έλληνες συνεργάτες τους και τα ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα με τα οποία συναλλάσσονται τα πρόσωπα που τέθηκαν σε καθεστώς κυρώσεων.
«Οι απαγορεύσεις περιλαμβάνουν την πραγματοποίηση οποιασδήποτε συνεισφοράς ή παροχής κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών από, προς ή προς όφελος οποιουδήποτε καθορισμένου προσώπου, ή τη λήψη οποιασδήποτε συνεισφοράς ή παροχής κεφαλαίων, αγαθών ή υπηρεσιών από οποιοδήποτε τέτοιο πρόσωπο», αναφέρει η ανακοίνωση της OFAC.
Η ίδια ανακοίνωση αναφέρει πως «η εξάπλωση του εμπορικού spyware εγκυμονεί ξεχωριστούς και αυξανόμενους κινδύνους για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και έχει γίνει κατάχρηση από ξένους παράγοντες για να καταστεί δυνατή η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και η στόχευση αντιφρονούντων σε όλο τον κόσμο για καταστολή και αντίποινα». «Οι σημερινές ενέργειες αντιπροσωπεύουν ένα απτό βήμα προς τα εμπρός για την αποθάρρυνση της κατάχρησης εργαλείων παρακολούθησης, τα οποία αποτελούν ολοένα και περισσότερο κίνδυνο για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών και των πολιτών μας», δήλωσε ο υφυπουργός Οικονομικών για την Τρομοκρατία και τις Οικονομικές Πληροφορίες Brian E. Nelson. «Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν εστιασμένες στη δημιουργία σαφών προστατευτικών κιγκλιδωμάτων για την υπεύθυνη ανάπτυξη και χρήση αυτών των τεχνολογιών, διασφαλίζοντας παράλληλα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των πολιτικών ελευθεριών των ατόμων σε όλο τον κόσμο».
Σε σχέση με το Predator η ανακοίνωση της κυβέρνησης των ΗΠΑ αναφέρει τα εξής: «Από την ίδρυσή της το 2019, η κοινοπραξία Intellexa έχει λειτουργήσει ως εταιρεία μάρκετινγκ για μια ποικιλία «επιθετικών» οντοτήτων στον κυβερνοχώρο που προσφέρουν εμπορικά spyware και εργαλεία παρακολούθησης για να επιτρέψουν στοχευμένες και μαζικές εκστρατείες παρακολούθησης. Αυτά τα εργαλεία συσκευάζονται ως μια σουίτα εργαλείων με την επωνυμία Predator, το οποίο μπορεί να διεισδύσει σε μια σειρά ηλεκτρονικών συσκευών μέσω επιθέσεων μηδενικού κλικ που δεν απαιτούν αλληλεπίδραση με τον χρήστη για να μολύνει τη συσκευή το λογισμικό υποκλοπής. Μόλις μια συσκευή μολυνθεί από το λογισμικό υποκλοπής Predator, το λογισμικό υποκλοπής μπορεί να αξιοποιηθεί για μια ποικιλία δυνατοτήτων κλοπής πληροφοριών και παρακολούθησης—αυτό περιλαμβάνει τη μη εξουσιοδοτημένη εξαγωγή δεδομένων, την παρακολούθηση γεωγραφικής θέσης και την πρόσβαση σε μια ποικιλία εφαρμογών και προσωπικών πληροφοριών στην παραβιασμένη συσκευή» .