Του Γιώργου Σαριδάκη*
Σε τραγωδία δίχως τέλος εξελίσσεται η ακολουθία περιστατικών κακουργηματικού χαρακτήρα που τελούνται στο πλαίσιο της κοινής συμβίωσης ενός ζευγαριού ή στο χρόνο που βρίσκεται σε «διάσταση», προκαλώντας ανήκεστο βλάβη (και αφαίρεση ζωής) σε ένα εκ των δυο μελών (του ζευγαριού) με αποκλειστική ευθύνη και υπαιτιότητα του άλλου.
Μάλιστα, σε αρκετές περιπτώσεις οι δραματικές αυτές καταστάσεις εκτυλίσσονται παρουσία των ανυποψίαστων και αθώων παιδιών της οικογένειας που, μοιραία, λαμβάνουν το ρόλο του αυτόπτη μάρτυρα σε ακραίες εγκληματικές ενέργειες, με θύμα τον ένα γονέα και θύτη τον άλλο.
Κατ’ ουσίαν, πρόκειται για συμβάντα ανθρωποκτονιών που (παρά τη συνάφεια με κρούσματα ενδοοικογενειακής βίας) ανάγονται – λόγω ειδικών χαρακτηριστικών – στην ιδιαίτερη κατηγορία των εγκλημάτων πάθους, ενώ η αγριότητα με την οποία διαπράττονται υπερβαίνει, ξεκάθαρα, και τα πιο αιμοσταγή σενάρια ταινιών του σινεμά.
Ακριβέστερα, η σκιαγράφηση τέτοιων γεγονότων συνίσταται στην ύπαρξη πρόσφατης (ή παρελθούσης) ερωτικής οικειότητας μεταξύ θύματος και δράστη (σύζυγοι, σχέση) και, επιπλέον,στην αυξημένη ένταση διενέξεων και διαπροσωπικών συγκρούσεων για θέματα που αδυνατούν αποδοχής από την πλευρά του δεύτερου, καταλήγοντας, έτσι, σε συνθήκες παροξυσμού και συναισθηματικής σύγχυσης.
Συνήθως, η επιθυμία του θύματος να διακόψουν την όποια σχέση (έγγαμη ή μη) διατηρούν με τον δράστη, η ύπαρξη νέου συντρόφου ή, απλά, η υποψία και οι ανυπόστατες υποθέσεις για τρίτο πρόσωπο (απιστία) αποτελούν ορισμένα, μόνο, δεδομένα που διεγείρουν άγρια ένστικτα (που ενυπάρχουν στον δράστη) και πυροδοτούν, σε αιφνίδιο χρόνο, βίαιες εξάρσεις υψηλής επικινδυνότητας.
Ωστόσο, το προφίλ των ατόμων που φέρονται ως δράστες σε εγκλήματα πάθους συμπληρώνουν στοιχεία όπως ο εγωκεντρισμός, η αυταρχικότητα, η άμετρη ανασφάλεια, η κτητικότητα καθώς και η έντονη ζήλια που, ενίοτε, αγγίζει τα όρια των εμμονών… σε βαθμό που, αρκούντως, καταδεικνύουν μια διαταραγμένη προσωπικότητα κι ένα υπόβαθρο ανισορροπίας (χωρίς απαραιτήτως να συντρέχει, πάντα, θέμα ψυχικής ασθένειας· αν και επικαλείται, συχνά, για λόγους υπερασπιστικής γραμμής των κατηγορουμένων).
Επί τούτου, η αίσθηση της απειλής για οριστική απομάκρυνση εκείνου που θεωρείτο – από τους ίδιους – αποκλειστικό ή«κεκτημένο» μεταλλάσει, παραδόξως, το ερωτικό πάθος και ενδιαφέρον σε οργή, επιθετικότητα και μίσος προς την σύντροφο.
Σαφέστατα, υποβόσκουσα συμπτωματολογία – όπως η αναλυόμενη -εμφανίζει ποικίλες δυσκολίες ως προς την διάγνωση και ακολούθως την ισχύ προληπτικών μέτρων κάτι που, εκ των πραγμάτων, επιτάσσει την ενεργοποίηση των ατόμων (γυναικών ή ανδρών) που τυγχάνει να δεχθούν ανάλογες προκλήσεις και την άμεση αναφορά στις αρμόδιες αρχές ή σε φορείς συμβουλευτικής υποστήριξης.
Ακόμα, όταν το οικείο περιβάλλον (φίλοι, συγγενείς) του νυν ή πρώην ζευγαριού διαπιστώσει, καθοιονδήποτε τρόπο, αξιοσημείωτα επεισόδια και παρεκκλίνουσα από τη λογική συμπεριφορά του ενός συντρόφου σε βάρος του άλλου – ευλόγως – απαιτείται καταλυτική παρέμβαση ώστε να δρομολογηθεί μέριμνα ειδικών και να τεθούν, αναγκαίοι, όροι αποτροπής πιθανού μελλοντικού κινδύνου.
Τέλος, το ερωτικό πάθος – υπό κανονικές συνθήκες – ενδέχεται να οδηγήσει στην αγάπη ή σε σχέση ζωής… όταν το πάθος, όμως, γίνεται έγκλημα με μη αναστρέψιμη κατάληξη τότε, εμφανώς, τα θανάσιμα τραύματα του θύματος καθρεπτίζουν το μέγεθος όχι, βέβαια, της αγάπης αλλά της νοσηρότητας που είναι δυνατόν να διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις.
*Ο Γιώργος Σαριδάκης είναι Κοινωνικός Λειτουργός