Της Ελευθερίας Μηλάκη
Παιδιά ελάτε, έφτιαξα παξιμαδάκια. Κάθε Πρωτοχρονιά η μαμά έφτιαχνε ένα κέικ που δεν φούσκωνε. Δεν μπήκε ποτέ στον κόπο να ερευνήσει γιατί δεν φούσκωναν τα κέικ της. Αντίθετα, κάθε χρονιά έκοβε το αποτυχημένο κέικ σε κομμάτια, το έψηνε ξανά στο φούρνο και γινόταν παξιμαδάκια, τα οποία ο μπαμπάς είχε μάθει να τα τρώει σχεδόν με μεγάλη ευχαρίστηση. Το δέντρο στολιζόταν κάθε χρόνο με τα ίδια στολίδια, κάθε χρόνο η μαμά αγόραζε και κάποιο ακόμα. Μπάλες πολύχρωμες, μινιατούρες τύμπανα, καμπανούλες, αγγελάκια και πάντα μία κορυφή, σαν ανάποδο αστέρι που πέφτει. Αλήθεια, πριν από λίγες μέρες είδα από το μπαλκόνι ένα αστέρι να πέφτει. Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν πυροτεχνήματα, γιατί εκεί, προς τη θάλασσα, γίνονται γλέντια από γάμους και πέφτουν συχνά πυροτεχνήματα. Αλλά ήταν μόνο ένα. Ήταν αστέρι και δεν θυμάμαι αν είχα ξαναδεί. Και κάτι άλλο αξιοπερίεργο είδα. Στο κέντρο της πόλης, στην Πλατεία Κορνάρου, είδα μια λευκή γάτα να παλεύει με ένα μικρό μαύρο γατάκι. Αυτό το θέαμα σαν κάτι να ήθελε να μου πει. Και μετά είδα μια λευκή πεταλούδα με μια μαύρη βούλα στα φτερά νεκρή στο μπαλκόνι. Αν και νεκρή διατηρούσε ακέραιη την εμφάνισή της. Δεν ξέρω αν ισχύει το πεπρωμένο, το γραφτό, η μοίρα. Μια φορά η γιαγιά μου νόμιζε πως ήρθε η ώρα της να πεθάνει, επειδή ο μικρός της γιός είχε φάει τα αβγά του Πάσχα Μεγάλη Παρασκευή. Δεν μπορούσε με τίποτα να υποθέσει η γιαγιά ότι ο μικρός είχε τολμήσει μια τέτοια αταξία και νόμιζε ότι ήταν σημάδι θανάτου. Αν προσέξεις την πραγματικότητα γύρω σου έχει να σου πει διάφορα πράγματα, με έναν τρόπο μεταφυσικό…
Κάθε χρόνο την παραμονή της Πρωτοχρονιάς πηγαίναμε με τους γονείς μου και αγοράζαμε τα δώρα, δεν υπήρχε Άη Βασίλης και πακέτα κάτω από το δέντρο και τέτοιες γερμανικού τύπου παραδόσεις. Πηγαίναμε οικογενειακώς στα μαγαζιά, ή και μόνες με το μπαμπά και διαλέγαμε τα δώρα μας, ή μάλλον διάλεγα και μετά έπειθα την αδερφή μου να πάρει κάτι οικονομικό, για να τελειώνουμε να φεύγουμε. Και αυτή πάντα με πίστευε. Ήμουν η μεγαλύτερη αδερφή, την οποία θαύμαζε… απεριόριστα. Αυτό το βρήκα χρόνια μετά σε ένα παιδικό της ημερολόγιο. Μια χρονιά πήρα εγώ μια μεγάλη λούτρινη πολική αρκούδα και αυτή μια μικρότερη λευκή φώκια. Μια άλλη χρονιά πήρα εγώ το Σταύλο – Παλατάκι του Μικρού μου Πόνυ και της είπα να πάρει μια στολή του Πόνυ, γιατί αν αγοράζουμε πολλά παιχνίδια καταστρέφεται το περιβάλλον από τα πλαστικά. Φρόντιζα έτσι να κάνω και οικονομία στην τσέπη του μπαμπά, αν και ποτέ δεν μιλούσαν για οικονομικά θέματα μπροστά στα παιδιά, ούτε ξέραμε αν είμαστε πλούσιοι ή φτωχοί, ούτε ότι υπήρχε ένα όριο στα χρήματα που μπορούσαμε να ξοδεύουμε.
Τις διακοπές των Χριστουγέννων τις περνούσαμε κυρίως στο χωριό. Γύρω από την ξυλόσομπα καθόμασταν όλοι για να ζεσταθούμε, ενώ εγώ κρατούσα ένα λεξικό και μάθαινα καινούριες λέξεις. Το διάβασμα και ειδικά οι γλώσσες ήταν το καταφύγιό μου. Εκεί κρυβόμουν, εκεί ένιωθα ασφαλής. Η μαμά άφησε το χωριό μικρή. Ήταν αποφασισμένη να ακολουθήσει το δικό της δρόμο. Τότε ήταν άλλα τα δεδομένα και τα ζητούμενα, η μονιμότητα, η εργασιακή ασφάλεια ήταν κάτι και εφικτό και επιθυμητό. Και η ίδια ήταν φιλόδοξη με το δικό της τρόπο, αλλά αρκέστηκε στη φροντίδα της οικογένειας και σε μια δουλειά που παρείχε ασφάλεια, έστω και χωρίς προοπτικές εξέλιξης. Έβλεπε ότι οι γυναίκες, αν ήταν μηχανικοί ή είχαν οποιοδήποτε πανεπιστημιακό πτυχίο είχαν καλύτερη μεταχείριση.Νόμιζε ότι αν είχε πτυχίο πανεπιστημίου, οι προϊστάμενοι, οι συνάδελφοι και οι πελάτες δεν θα της απήυθυναν το λόγο με το μικρό της όνομα…
Όμως έβρισκε τρόπους επανάστασης. Ένας τρόπος ήταν τα κακομαγειρεμένα φαγητά και τα κέικ – παξιμάδια. Ποτέ δεν καταδέχτηκε να ακολουθήσει μια συνταγή ή έστω να ρωτήσει μια πιο έμπειρη νοικοκυρά. Για την ακρίβεια δεν θυμόμουν τι έτρωγα κάθε μεσημέρι, όταν γυρνούσα από το σχολείο. Ήταν τόση η αγωνία μου να διαβάσω τα μαθήματά μου στην εντέλεια, που δεν θυμάμαι τι έτρωγα για μεσημεριανό. Ο μπαμπάς επέμενε, ειδικά μπρστά σε κόσμο, ότι την ψαρόσουπα όμως την πετύχαινε η μαμά. Αφού αυτός πήγαινε τη νύχτα στη θάλασσα με το ψαροτούφεκο και έφερνε συνέχεια φρέσκα πιάτα και θαλασσινά, ήταν λίγο δύσκολο να μην γίνει καλή η ψαρόσουπα.
Ο βασικότερος όμως τρόπος επιβολής ήταν η ανατροφή των παιδιών, στην οποία δεν υπήρχε κανένας μα κανένας κανόνας. Η αναρχία ήταν ο βασικός κανόνας ανατροφής, η πλήρης απουσία επιβολής της πειθαρχίας. Και δεν μιλάω για ακραίες περιπτώσεις συνομηλίκων μου, που τις κλείδωναν στο αποθηκάκι – πειθαρχείο ή στην τουαλέτα, όταν δεν ήταν υπάκουες ή είχαν κακή συμπεριφορά. Το καλό ήταν ότι κανείς δεν χρειαζόταν να με πιέσει για να μελετήσω τα μαθήματά μου. Το έκανα με χαρά και αίσθηση καθήκοντος, γιατί έτσι κι αλλιώς τα μαθήματα ήταν το καταφύγιό μου, το βασίλειό μου. Όταν ο μπαμπάς τολμούσε να αμφισβητήσει τον τρόπο ανατροφής, ποιος είδε τον Θεό και δεν τον φοβήθηκε. Αυτό για το οποίο δεν είμαι βέβαιη είναι αν ο μπαμπάς όντως διαφωνούσε με το αναρχικό μοντέλο ανατροφής ή απλά δεν άντεχαν τα νεύρα του από την κακή συμπεριφορά όλων. Δεν του επέτρεψε ποτέ να μας βάλει στη θέση μας. Και εντάξει, η μικρότερη ήταν ήσυχη, το πρόβλημα ήμουν εγώ, το κακό παιδί. Είχα και πολύ μεγάλη όρεξη για φαγητό. Αναρωτιέμαι τι έτρωγα και ήμουν παχουλή. Θυμάμαι σίγουρα ότι όταν με έπαιρνε η μαμά τα μεσημέρια στο γραφείο μετά το σχολείο, μου αγόραζε τόστ, δηλαδή ψημένο σάντουιτς με ζαμπόν και τυρί ή ατομική πίτσα από ένα μαγαζάκι στην πλατεία Κορνάρου. Επίσης θυμάμαι ότι στο χωριό έπινα γάλα από την κατσίκα της θείας μου, μπορούσα να πιω ένα ολόκληρο μπουκάλι του νερού και στο τέλος ένιωθα αδιαθεσία. Περπάτα τώρα, περπάτα να χωνέψεις, συμβούλευε η θεία, ενώ η μαμά πρόσθετε ότι κάποια στιγμή θα σκάσω. Αυτά θυμάμαι.
Δεν εκδήλωνε μαζί μου ποτέ συναισθήματα, μαζί μου έδειχνε πάντα αυστηρή, συγκρατημένη και ψυχρή. Οι ρόλοι που έπρεπε να εκπληρώνει ήταν πολλοί, ο χρόνος περιορισμένος, όμως για τίποτα στον κόσμο δεν θα άφηνε τη δουλειά της, ώστε να αφοσιωθεί αποκλειστικά στο μεγάλωμα των παιδιών. Μόνο αν είχε δικά της χρήματα θα μπορούσε να νιώθει περήφανη για τον εαυτό της, δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει μια εξαρτημένη γυναίκα που μπορεί να μισεί τον άντρα της, αλλά μένει μαζί του για τα χρήματα. Εδώ που τα λέμε, δεν είναι και δύσκολο να μισήσεις τον εαυτό σου, αν εξαρτάσαι από άλλους… Έτσι δεν περίσσευε διάθεση για χάδια και αγκαλιές μαζί μου. Ποτέ δεν μου είπε ένα μπράβο, έναν καλό λόγο, όσο σκληρά και αν προσπαθούσα με τα μαθήματα. Πίστευε ότι αν μου έλεγε μπράβο «θα έπαιρναν τα μυαλά μου αέρα» και θα σταματούσα να προσπαθώ. Ίσως επειδή η γιαγιά μου, η μητέρα της, μεγάλωσε όντως με μητριά. Η γιαγιά αγαπούσε τα εγγονάκια της, είχαν όμως σχεδόν την ίδια ηλικία με τη μικρή της κόρη, το μικρότερο παιδί της πολύτεκνης οικογένειας. Δεν μας στέρησε τα υλικά αγαθά. Μου αγόραζε ρούχα, βιβλία, φρούτα. Έκανε και φιλότιμες προσπάθειες να μαθαίνει, είχα βρει στα πράγματά της το βιβλίο του Λεό Μπουσκάλια Να ζεις, να αγαπάς και να μαθαίνεις. Άσχετα αν εκείνη την εποχή πολλές τελείωναν το λύκειο για να είναι καλύτερες νύφες, δηλαδή τότε το απολυτήριο λυκείου ήταν σημαντικό και αρκετό προσόν για μια κοπέλα που ήθελε απλά να παντρευτεί και όχι να κάνει καριέρα. Μια τρυφερή στιγμή που θυμάμαι, παρόλα αυτά, είναι στο χωριό, όπου σκεπασμένη με τις βαριές υφαντές κουβέρτες της άλλης γιαγιάς, διάβαζα το λογοτεχνικό μου βιβλίο και ερχόταν η μαμά και μου έφερνε ζεστό γάλα. Ήταν μια ευτυχισμένη στιγμή ζεστασιάς και ευτυχίας. Τώρα θυμήθηκα και τα καθιερωμένα μελομακάρονα – πέτρες πάντα με πολύ σουσάμι αντί για καρύδι και δεν είχαν ποτέ μέσα βούτυρο, μόνο λάδι, ελαιόλαδο.
Ζούσα μέσα από τους ήρωες των βιβλίων που διάβαζα και κάθε Παρασκευή αγόραζα το περιοδικό Κάντυ Κάντυ. Με την αδερφη μου δεν είχα σχεδόν καμία σχέση. Καθεμιά είχε τα δικά της παιχνίδια και ενδιαφέροντα. Συγκεκριμένα, αυτή ανυπομονούσε να τελείωσει η σειρά των Πέντε Λαγωνικών, μήπως μετά θα είχα χρόνο να παίζω μαζί της. Όμως μετά τα λαγωνικά διάβασα τους Μυστικούς Εφτά, τους Πέντε φίλους, το Κολέγιο του Σαιν Κλαιρ, όλα σειρές αρκετών βιβλίων. Επίσης διάβαζα την Άλκη Ζέη και τη Ζώρζ Σαρρή. Από τα βιβλία και τα περιοδικά έπαιρνα ιδέες που ήθελα να τις εφαρμόζω. Για παράδειγμα, ήθελα να διοργανώσω μεσονυχτιάτικο πάρτυ, πικ νικ, να φτιάξω… προφιτερόλ, δηλαδή σου γεμιστά με κρέμα και καλυμμένα με σοκολάτα, να αποκτήσω τα καλλυντικά της νεράιδας Τιγκερμπελ… Όσο για το μεσονυχτιάτικο πάρτυ στην ταράτσα, έληξε άδοξα, όταν η μαμά έφερε το μωρό – είχαμε αποκτήσει και μωρό – γιατί έπρεπε και το λίγων μηνών μωρό να διασκεδάσει και όχι να μείνει απέξω από το πάρτυ των 11χρονων… Και όμως, λίγα χρόνια πριν είχα επιμείνει πολύ για να μου πάρει η μαμά μια μεταλλική κούνια με μωρό κούκλα, στρωματάκι, σεντονάκι και μαξιλάρι. Δεν ήθελε με τίποτα και τελικά μου την πήρε ο μπαμπάς. Το μωρό κούκλα σύντομα το βαρέθηκα και το εγκατέλειψα σε μια γωνία, ενώ το μωρό αδερφάκι δεν μου προκαλούσε το παραμικρό ενδιαφέρον μέχρι που άρχισε να μιλάει. Εκείνη τη μέρα ήμασταν σε ένα ελαιώνα. Το μωρό μίλησε και ένιωσα ενθουσιασμό και απορία. Πώς έμαθες να μιλάς; Τη ρώτησα. Και μου απάντησε αμέσως «όποχ έμαθεχ και χι». Είχε λίγη δυσλεξία στην αρχή, αλλά με τα χρόνια ξεπεράστηκε από μόνο του. Και επίσης μου άρεσε να της διαλέγω κοριτσίστικα φορεματάκια, στην αρχή βρεφικά, αργότερα κοριτσίστικα και μετά εφηβικά.
Είχα μπλοκάκια ζωγραφικής, στα οποία με τις ξυλομπογιές μου ζωγράφιζα μοντέλα, πολλά και ωραία μοντέλα, κάθε ένα από τα οποία ήταν διαφορετικό. Χάθηκαν εκείνα τα μπλοκάκια, όμως τα βρήκα. Σαν παιδί το όνειρό μου ήταν να γίνω σχεδιάστρια μόδας. Ευτυχώς η μικρή μεγάλωνε και ήταν η ευκαιρία μου να ντύσω το μοντέλο μου. Της έφερνα πάντα όταν γυρνούσα από την Κέρκυρα ένα επώνυμο φορεματάκι, το πιο αγαπημένο μου ήταν ένα κόκκινο με μικρά ανθάκια, από ελαστικό βαμβακερό ύφασμα και λίγο φουσκωτά μανίκια. Μετά μεγάλωσε υπερβολικά και τότε της πήρα ένα μάλλινο σόρτς από τουίντ μάλλινο ύφασμα και ένα ταιριαστό καφέ τοπ με τιραντάκια. Της πήγαινε πολύ, όπως τη βλέπω να ποζάρει κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο. Στα μαλλιά είχε μια αρκετά κοντή, ευδιάκριτη φράντζα χτενισμένη στο πλάι…