Του Γιώργου Σαριδάκη
Με αφορμή της γιορτινές αυτές ημέρες παραθέτω οριμένα σημεία τα οποία ονομάζω σκόρπιες σκέψεις ενός ανώριμου στοχασμού ή «αποπαίδια» του νου, που εξισορροπώντας μεταξύ του ονείρου, της φαντασίας και του ρομαντισμού προσπαθούν να εξηγήσουν την πραγματικότητα και τα συμβαίνοντα …αποδίδοντας την αλήθεια της λογικής μ’ έναν διαφορετικό (και, ενίοτε, παράταιρο) τρόπο από εκείνον που προστάζουν οι «κουρασμένες» τυπολατρίες της εποχής. Με ένα ύφος ποιητικό και αποτύπωση βασισμένη στο συναίσθημα.
Περπάτημα στο άγνωστο
Γοργό το περπάτημα στους δρόμους
σε μια πόλη που όλο γυρεύει τον εαυτό της
Γοργό το περπάτημα στην αμμουδιά
με θάλασσα γαλήνια στο πλάι
και το κύμα αντίζηλο να καρτερά
Γοργό το περπάτημα στη φύση
τ’ αγριοπούλι να φτάσουμε
που ’χει απλώσει φτερά
Γοργό το περπάτημα στον ύπνο
με βία να κλέψουμε τ’ όνειρο καθώς περνά
Γοργό το περπάτημα παντοτινά
μια σκιά στο κυνήγι
μα όσο ζυγώνουμε φεύγει μακριά.
Ο χρόνος μικραίνει κι εμείς ξοδεμένοι
περπατάμε σε άγνωστα μέρη
δίχως σταγόνα στα χείλη καθάριο νερό της ζωής.
Επιλέξαμε βλέπεις γοργά να διαβούμε το ταξίδι αυτό!
Τα μυστικά της ψυχής
Καλά κρυμμένα σε τόπο βαθύ
μάτι ανθρώπου μη βρει ψεγάδι
Το φως του ήλιου δεν τα ’χει δει
μα λάμψη κρατούν στο σκοτάδι
Άλλα με θλίψη το πένθος φορούν
κι αλλά γλεντούν την αγάπη
Συντρόφεμα χρόνων πολλών μετρούν
ακούραστα πνίγουν το δάκρυ
Πόρτες κλειστές τα συνορεύουν
κάγκελα που ’χουν χάσει το χρώμα
θυμίζει τόπο φυλακής
μα και φωλιάς που αντέχει ακόμα
Με φωνή δυνατή
σε σιωπητήριου ώρα
Η λύτρωση δρόμος γνωστός
όμως έξω φυσά κι έχει μπόρα
Ο μόχθος του έρωτα
Ο πόνος τις νύχτες γλυκός κυνηγός
τα δάκρυα ψάχνουν λιμάνι
νόμιζες άτρωτος πως θα σταθείς
μα τώρα σε βγάζουν φιρμάνι
Κραυγές χαρμολύπης βγάζει η ψυχή
ξύπνημα άγριο του ύπνου την ώρα
Τα πόδια ξεχνάνε την πάτρια γη
για να διαβούν άλλη χώρα
Διάλογο αρχίζεις φανταστικό
κατάληξη πού ’χει τον τσακωμό
Σα μελλοθάνατος μετράς τη ζωή
καρτερικά αναμένοντας τον λυτρωμό
Ο δρόμος ετούτος λογάται μακρύς
παρέα εφόδια να ’χεις πολλά!
Κι αν θλίψη σέ βρει και συννεφιά
σώπασε σώπασε μιλά η καρδιά
Ο δρόμος της νιότης
Ξημέρωμα η νιότη φωτίζει τον κόσμο
λάμψη ολόλευκη με μιας θα απλωθεί
μες το άγριο και πολύβουο πλήθος
η μουντάδα στο βλέμμα μήπως χαθεί
Με τρόπο αυθόρμητο και θράσους φωνή
το γέλιο στα χείλη παρακαλεί
Τα βάσανα σβήνει σε μια στιγμή
ελπίδας μελλούμενα μαζί κουβαλεί
Δίχως άλλοθι φεύγει με χρέος μισό
σε τόπους μακρύτερους χωρίς γυρισμό
Ξοπίσω αφήνει μεγάλο κενό
στη θλίψη βυθίζει το λογισμό
Η παγωνιά της μοναξιάς
Σκεπάσου καλά
τη νύχτα πέφτει κρύο βαρύ.
Μη ξεχάσεις ν’ αφήσεις το φως
σε καντήλι να σιγοκαίει
στο συγχώρεμα των οικείων που λείπουν.
Προσευχή στον Πατέρα Θεό
για το τώρα το αύριο
στης ζωής τις καλύτερες μέρες.
Ύστερα αφήσου ολόκληρος
στο κρεβάτι με το πέτρινο στρώμα.
Κι αν όνειρο ελπίδας
του ύπνου χτυπήσει τη πόρτα
μη δειλιάσεις ν’ ανοίξεις.
Μόνο πρόσεχε,
τη νύχτα πέφτει κρύο βαρύ.
Ο φόβος της σιωπής
Ξάφνου όλοι χάθηκαν
μάταια ψάχνω μοίρασμα λέξης
Χτυπώ τις πόρτες στη γειτονιά
μα δεν ακούγεται φωνή καμιά
απαντήσεις να φέρει στο κάλεσμα τούτο
Ορφανός συνεχίζω σ’ έναν έρημο τόπο
την ελπίδα κρατώ απ’ το χέρι
μήπως δώσει της λύσης τον τρόπο
Πουλιά ταξιδιάρικα με συναντούν
ερωτήματα ανήσυχα τα διαφεντεύουν
Γυρεύω εξήγηση στην άδεια την πόλη
Αλήθεια φοβάμαι που πήγαν όλοι.
Ανομολόγητος έρωτας
Κουρασμένα τα χρόνια μα η σκέψη αντέχει
στον ήλιο να πλάθει ένα απόδημο βλέμμα
Αδειανή η αγκαλιά δίχως παύση γυρεύει
να γεμίσει με κείνο το άγιο σώμα.
Χαραγμένα στη μνήμη τα μάτια σου
να θυμίζουν της νιότης το πιο όμορφο δώρο.
Σα φιτίλι αναμμένο ένα γέλιο παλιό
πυρπολεί τις σιωπές μου.
Στα αποκαΐδια θα στρώσω
γιορτής τραπέζι για δυο
Το κουράγιο λειψό στης αλήθειας τη θέα,
τα χείλη δειλά
δε μιλήσαν της αγάπης τη λέξη.
Τώρα μια ανάσα μονάχη
ζωή ψάχνει νά βρει
μες του χρόνου το σπίτι
Το αιώνιο συναίσθημα
Σου ’χα πει η αγάπη για πάντα πως ζει
στην ψυχή των ανθρώπων κρυμμένη
αν κληθεί στον ήλιο να βγει
θα προβάλλει γοργά στολισμένη
Χαρές πολλές θα κεραστεί
πιοτά που γλυκαίνουν το στόμα
μα και σε πόλεμο μέσα θα μπει
με πληγές θα γεμίσει το σώμα
Κι όταν ο χρόνος σκληρός διοικητής
ντύμα του μαύρου προσφέρει
ο ίδιος πάλι καλός γιατρός
το θαύμα θα καταφέρει
Η ανατροπή
Κάποτε ο νους ασφυκτιά
σε χτισμένα καλούπια από χρόνια
σ’ άγνωστα μέρη ταξίδι ζητά
απάτητης γης να ποτίσει το χώμα
Αλητεμένη η σκέψη σηκώνει κεφάλι
τον ανάρμοστο δρόμο τραβά
Η ψυχρή λογική κάνει πίσω
η μορφή του ονείρου να βγει μπροστά
Ο μονομάχος του εαυτού
Ώρα μεσάνυχτα ο ύπνος αργεί
στο δωμάτιο κλεισμένα τα φώτα
σκέψεις παλεύουν στην άκρη του νου
μα στάσιμες μένουν στα πρώτα
Φωνές δίχως πρόσωπο αφέντες της νύχτας
προσφέρουν κεράσματα θύμισες ήττας
Μάτια θολά που ζητούν την αλήθεια
επαιτεία αρχίζεις μα ίχνος βοήθειας
Η ανάσα βγαλμένη βαριά
τ’ όνειρο ξέχασε νά ’ρθει
σε πόλεμο μόνη η ψυχή
αντίσταση κάνει στα πάθη
Το ρολόι της αϋπνίας
Του χρόνου το γύρισμα βυθισμένο στο φάλτσο
το γαλήνιο του χώρου χαλά
γέννημα φόβου την ψυχή θα γιομίσει
και το θάρρος για αντίσταση μικρό μετρά
Εικόνες της λήθης με χρώμα φτωχό
ντύμα στενάχωρο στου νου τα σοκάκια
Πλασμένες μορφές που λοξό δρόμο πήραν
γυρεύουν να βρουν τον σωστό
Όλα μοιάζουν εχθροί που ζητούν το κακό
της νύχτας ο ήχος συνεργός στο μαρτύριο αυτό
Στο πρόσωπο αλμύρα ρέει με ορμή
σα θάλασσα να ξεπλύνει τα πάθη
Η ανάσα καλπάζει την καρδιά να προλάβει
Προσμονή για τον ύπνο σωτήρα που τα μάτια θα κλείσει.
Ταξιδεύοντας στη βροχή
Ξεκίνησε πάλι αυτή η βροχή
ταξίδεμα χρόνου σε άλλη εποχή
Όμορφες σκέψεις γεννά το μυαλό
στιγμές ζωής με τέλος καλό
Τα μάτια κλείνω στον ήχο μπροστά
αφήνομαι ελεύθερος σε μέρη γνωστά
Σοκάκια ολάνθιστα θα κλέψουν το βλέμμα
με ανόθευτα αρώματα που διώχνουν το ψέμα
Πελάγους αγνάντεμα με θάλασσα λάδι
η ψυχή vα γνωρίσει γαλήνης χάδι
Αντίκρυ βουνά που απάτητα μείναν καιρό
με πηγές να αναβλύζουν της νιότης νερό
Ο κάμπος ν’ απλώνει αγκάλη μεγάλη
σα γυναίκα ψηλή με πλούσια κάλλη
Κι όταν η μπόρα πια θα περάσει
όνειρα άπιαστα θα έχει πλάσει
Η αλήθεια της ψυχής
Σκοτάδι τριγύρω
μα εμείς απτόητα προχωράμε
Ανηφόρα μπροστά και νερό σταγόνα
μα εμείς προχωράμε
Παγίδες και αόρατα τόξα σηκώσαν σημάδι
μα εμείς προχωράμε
Φωνές κραυγάζουν το σταματημό
μα εμείς προχωράμε
Ακούραστα προχωράμε
μέχρι τα μάτια ν’ ανταμώσουν το ποθούμενο·
την αλήθεια της ψυχής.
Η συντροφιά του φεγγαριού
Ολόγιομο φάνηκε τ’ Αυγούστου φεγγάρι
σκόρπιο το φως του μ’ αλλιώτικη χάρη
Πιστός οδηγός στης νυχτιάς το σκοτάδι
προσφέρει απλόχερα αγάπης χάδι
Σε συντροφεύει μπροστά στο κακό
με τρόπο σωτήριο και βολικό
Φίλος λογάται καρδιακός
αδιάφορα στέκει στα γιατί και τα πως
Πολλά θωρεί μα δε μαρτυρά
πονά στη λύπη γελά στη χαρά
Μα πριν προλάβει η αυγή και σε πάρει
μια απάντηση θέλω σε τούτο φεγγάρι
Πόσοι χαμένοι το δρόμο βρήκαν
σε μέρος γυρίσανε που δεν ανήκαν