Ένας, δύο, τρεις, πολλοί Ευαγγελισμοί…

του Παναγιώτη Λάμπρου


Η πόλη ζει το δίχως άλλο μεγάλες, ηρωϊκές όπως αφήνουν να εννοηθούν κάποιοι που δεν κρατιούνται, στιγμές. Οι κατ’ ανάθεση προστάτες της – πολιτική και δημοτική εξουσία, η πανεπιστημιακή και όχι μόνο διανόηση, η ερίτιμη ντόπια αστική τάξη αντάμα με τους κυρίαρχους πια πάσης φύσεως νοικοκυραίους – κατήγαγε νίκη ιστορικών διαστάσεων εφάμιλλη των νικών που τα γενναία εμπορικά και βιομηχανικά στρώματα τα δύστηνα μεσοπολεμικά χρόνια κατάφεραν εναντίον των άξεστων και προσφύγων σταφιδεργατών και υποδηματεργατών. Οι σύγχρονοι «άπλυτοι», τα «καρκινώματα» αποβλήθηκαν κακήν κακώς από το «εμβληματικό» ιστορικό κτίριο του Ευαγγελισμού το οποίο μόλυναν επί είκοσι και περισσότερα συναπτά έτη. Πλέον η τάξη αποκαταστάθηκε χάρη στο άριστα εκπαιδευμένο σώμα αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού της ελληνικής αστυνομίας -στην αντιμετώπιση του οποίου επιδίδεται μονοθεματικά από καταβολής της -με αξιοθαύμαστη επιτυχία και επιτέλους το κτίριο αποδόθηκε στους νόμιμους ιδιοκτήτες του.
Αυτό που συμβαίνει στην μικροκλίμακα του Ηρακλείου το τελευταίο διάστημα δεν είναι τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από αυτό που συμβαίνει στη χώρα τα τελευταία σχεδόν πενήντα χρόνια και με επίταση από το ξέσπασμα της κρίσης το 2010 μέχρι σήμερα. Πρωταγωνιστούν οι mainstream πολιτικές (πολιτικά κόμματα, βουλευτές, πολιτευτές) και τοπικές – περιφερειακές και δημοτικές αρχές (τύχη αγαθή έφερε έτσι τα πράγματα ώστε η συγκυρία να είναι και εκλογική). Οι άνθρωποι αυτοί, που εν όψει περιφερειακών εκλογών αριθμούν μερικές εκατοντάδες, κυκλοφορούν, διασχίζοντας απ’ άκρη σ’ άκρη την πόλη και προσποιούνται πως δεν συμβαίνει τίποτα όταν λίγες ημέρες πριν τις εκλογές η αστυνομία επιχειρεί καταδρομική επιχείρηση εκκένωσης του κατειλημμένου κτιρίου ασκώντας, όπως αποκαλύπτεται λίγες ώρες μετά, πρωτοφανή βία στους ανύποπτους ενοίκους με τελικό απολογισμό πέρα από τη σύλληψή τους έναν πολυτραυματία φοιτητή που εξακολουθεί και ζει μαζί μας επειδή είχε το κοκαλάκι της νυχτερίδας. Προσποιούνται πως δεν συμβαίνει τίποτα όταν μεσημέρι Σαββάτου σιδερόφρακτοι αστυνομικοί διαλύουν συγκέντρωση και πορεία αλληλεγγύης στους κρατούμενους εξαπολύοντας χημικά στο κέντρο της πόλης εν μέσω ανύποπτων πολιτών, οικογενειών και τουριστών. Αδιαφορούν για τον βανδαλισμό του «εμβληματικού» ιστορικού και διατηρητέου κτιρίου από την αστυνομική αρχή η οποία προχώρησε σε σφράγισμα πορτών και παραθύρων με τη γνωστή βάρβαρη μέθοδο του χτισίματος. Δεν τους συγκινεί ποσώς η αστυνομική αυθαιρεσία του αποκλεισμού γραφείων εναλλακτικής αθλητικής συλλογικότητας της πόλης, με απαιτήσεις που συνιστούν κατάφωρη παραβίαση βασικών δικαιωμάτων, ούτε προφανώς τους ενοχλεί η αστυνομοκρατία στην πόλη που της δίνει μια αλλόκοτη όψη παραπέμποντας σε άλλες αλήστου μνήμης εποχές. Ο καλοπροαίρετος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να σκεφτεί πως η σιγή ιχθύος από τους νυν και αυριανούς άρχοντες της πόλης και του νησιού οφείλεται στην αποδοχή σε κανονικότητα της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, στην οποία ζει η πόλη το τελευταίο διάστημα, και σε κάθε περίπτωση συμπίπτει με τη δυστοπία την οποία οραματίζονται για το Ηράκλειο του μέλλοντος.
Οι φανεροί πρωταγωνιστές όμως είναι άλλοι. Αφενός οι άνδρες της ελληνικής αστυνομίας οι οποίοι, όπως είθισται τα τελευταία χρόνια, έχουν στοχοποιήσει αποκλειστικά την νεολαία για τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας και δη τις νέες και τους νέους εκείνους που τολμούν και επιμένουν να σκέφτονται και να πράττουν διαφορετικά(για παράδειγμα εξακολουθούν να διαβάζουν και να αμφισβητούν, να στήνουν ανοικτές δανειστικές βιβλιοθήκες, να οργανώνουν πολιτικές συζητήσεις αναζητώντας τους τρόπους για την υλοποίηση του οράματος μιας κοινωνίας χειραφετημένης, αυτόνομης και γνήσια αμεσοδημοκρατικής, να δημιουργούν χώρους άθλησης και γυμναστήριο, να σπεύδουν αλληλέγγυοι στα θύματα της ρατσιστικής, έμφυλης και κρατικής βίας και αναλγησίας, να προβάλλουν ταινίες που αφίστανται από τα χολυγουντιανά πρότυπα, να αποτελούν το κύριο ανάχωμα στην εκκόλαψη από τις καθεστηκυίες δυνάμεις του αυγού του φιδιού, να διεκδικούν σθεναρά και δυστυχώς μοναχικά το δημόσιο χώρο ως πεδίο διαμαρτυρίας, αντίστασης και παραγωγής συμβάντων ενάντια στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα που διαλύει το ισχνό κράτος πρόνοιας και διαρρηγνύει την κοινωνική συνοχή). Δεν συνιστά παρά τραγική ειρωνεία το γεγονός ότι νέοι και νέοι που στελεχώνουν την ελληνική αστυνομία και που ως επί το πλείστον προέρχονται από τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα μετατρέπονται στο βαρύ χέρι και οπλισμένο εκτελεστικό όργανο μιας κρατικής εξουσίας που επιθυμεί την υποταγή των νέων ανθρώπων, με μόνη εναλλακτική την εγκατάλειψη από αυτούς της χώρας ακολουθώντας τις εκατοντάδες χιλιάδες νέες και νέους που επέλεξαν να μεταναστεύσουν μαζικά μετά το 2010, στο μεγαλύτερο έγκλημα που έχει συντελεστεί μεταπολιτευτικά χωρίς ακόμη να έχει λογοδοτήσει κανείς.
Πρωταγωνίστρια αφετέρου είναι η τοπική διανόηση κυρίως στη θεσμική της έκφραση. Η αξιοθρήνητη εικόνα του ψοφοδεούς πρύτανη ο οποίος θεωρείται και προοδευτικός -τρομάρα μας- και η προσπάθειά του να παραπλανήσει προκαταβολικά δηλώνοντας ότι δεν κυνηγά ιδέες ενώ και ο πλέον ανυποψίαστος αντιλαμβάνεται το αντίθετο θα στοιχειώνει την τοπική κοινωνία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Τα εύλογα ερωτήματα που αφορούν την ανακίνηση του ζητήματος της εκκένωσης του κτιρίου στην παρούσα συγκυρία δημιουργούν τη βάση για ερμηνείες που σχετίζονται με τις επικείμενες εκλογές και την εξυπηρέτηση συγκεκριμένου υποψηφίου, θιασώτη του δόγματος νόμος και τάξη. Δυστυχώς όμως για τον πρύτανη και τους συν αυτώ το μείζον είναι άλλο. Πως είναι δυνατό πανεπιστημιακοί δάσκαλοι να συναινούν στην παροχή άδειας για βίαιη εκκένωση του κτιρίου όταν είναι γνωστό τοις πάσι ότι πολλά μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας μετείχαν στις δράσεις των συλλογικοτήτων που χρησιμοποιούσαν το κτίριο; Πόσο συμβατή με την ιδιότητα του δασκάλου είναι η αδυναμία κάποιου ν’ αντιληφθεί ότι η αστυνομική βία προκαλεί αντιβία και η κλιμάκωσή της, ενδεχομένως να οδηγήσει σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις με τεράστιες συνέπειες για τις αστικές λειτουργίες και την ασφάλεια των κατοίκων; Πώς είναι δυνατόν πρυτανικό συμβούλιο, προοδευτικό όπως διαφημιζόταν, να σύρεται στην επιχειρούμενη από την κυβέρνηση αλλαγή ατζέντας από την καταστροφική διαχείριση των καλοκαιρινών πυρκαγιών και πλημμυρών; Ποιο παράδειγμα δίνουν πανεπιστημιακοί δάσκαλοι στην τοπική κοινωνία με την άμεση και απροειδοποίητη προσφυγή στην αστυνομική δύναμη ως μέθοδο επίλυσης προβλημάτων; Ποιο μήνυμα στέλνουν στην κοινωνία με την πρόταξη έναντι όλων του δικαιώματος στην ιδιοκτησία και μάλιστα χωρίς σχέδιο αξιοποίησης και χωρίς εξασφάλιση της αναγκαίας χρηματοδότησης;
Τελευταίος πρωταγωνιστής είναι η ίδια η ηρακλειώτικη κοινωνία η οποία στην καλύτερη των περιπτώσεων παρακολουθεί τα τεκταινόμενα με όρους θεάματος που διαμορφώνει η διαμεσολάβηση από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης. Στη χειρότερη παρακολουθεί αδιάφορη και απαθής όσα συμβαίνουν σα να διαδραματίζονται κάπου αλλού αρκετά μακριά, ενώ δεν απουσιάζει και η μερίδα εκείνη που στοιχίζεται απόλυτα με την εξουσιαστική λογική και ρητορεία. Και τους τέσσερεις πρωταγωνιστές, εκτός από τη δειλία, τον αυταρχισμό και την υποκρισία, συνδέει επίσης η έλλειψη ενσυναίσθησης και η απουσία ευθιξίας. Είναι ακριβώς αυτή (ευθιξία) που συνιστά τη μέγιστη αρετή των δημοσίων προσώπων που βρίσκονται πραγματικά στην υπηρεσία της κοινωνίας. Και είναι ακριβώς η κατάπτωση του πολίτη σε ιδιώτη όταν απουσιάζει η «αστυνόμος οργά», το πάθος δηλαδή των ανθρώπων να στήσουν πραγματικά δημοκρατικές και αυτόνομες πολιτείες. Τούτων δοθέντων περιποιεί τιμή στα ευάριθμα αλλά γενναία φυσικά πρόσωπα και τις συλλογικότητες της πόλης που έσπευσαν να καταδικάσουν αυθαιρεσίες, να αποκαλύψουν πτυχές της πραγματικότητας που έμεναν σκόπιμα στο σκοτάδι, να εκφράσουν ανησυχίες για το κράτος δικαίου στην Ελλάδα και κυρίως να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην αντίσταση σε ένα κόσμο που μισεί την ποικιλομορφία. Η πόλη σ’ αυτούς θα στηριχτεί για να βρει τον εαυτό της.

Σχετικά Άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

* Το email σας δεν θα εμφανιστεί