Της Ελευθερίας Μηλάκη
Σαν δεις τη Νάπολη πεθαίνεις (διήγημα)
…όμως ν᾽ αφήσει τον τόπο του, πλούσια ν᾽ αφήσει χωράφια
και διακονιάρης να ζει, να ο πιο μεγάλος καημός·
με τη γυναίκα, το γέρο πατέρα, τη δόλια του μάνα
και τα μικρά του παιδιά να τριγυρνά δω κι εκεί.
Όπου τον σπρώχνει η ανάγκη και η έρμη του φτώχεια τον φέρει,
όπου να πάει, μισητός θα ᾽ναι στους ντόπιους παντού·
χάνει την κάθε ομορφιά του κορμιού, τη γενιά του ντροπιάζει,
τον ακολουθούν προστυχιές και καταφρόνιες σωρός.
Ξεσπιτωμένο φτωχό και την κλήρα που πίσω του αφήνει
δεν τον φροντίζει κανείς κι ούτε κανείς τον ψηφά.
Για τα παιδιά μας λοιπόν ας προσφέρουμ᾽ εμείς τη ζωή μας,
τούτης της χώρας εδώ διαφεντευτές θαρρετοί. (Τυρταίος, αρχαίος λυρικός ποιητής)
- Καλημέρα μαμά, καλημέρα μπαμπά. Σήμερα έχω να σας ανακοινώσω μια σημαντική απόφαση που έχω πάρει. Θέλω να φύγω. Δεν θέλω να μείνω άλλο εδώ. Θέλω μια καλύτερη ζωή, χωρίς βία. Αυτό που έγινε τις προάλλες, που κυνηγούσαμε όλοι έναν ένοπλο κλέφτη πουλερικών από το κοτέτσι του θείου του Αλί και κινδυνέψαμε να σκοτωθούμε για ένα κοτόπουλο, αυτό δεν θέλω να μου ξανασυμβεί. Θέλω στη ζωή μου ηρεμία. Βρες έναν εργάτη να σε βοηθάει στα βόδια και στα ρύζια, εγώ δεν θέλω άλλο. Όταν μεγαλώσουν τα άλλα δύο αδέρφια μου, θα σε βοηθάνε και αυτοί. Τις προάλλες ήσασταν όλοι βυθισμένοι μέσα στα νερά, στη φυτεία του ρυζιού και εγώ καθόμουν παράμερα και τραγουδούσα. Πάντα σας αρέσει το τραγούδι μου, σας βοηθάει να δουλεύετε πιο γρήγορα, όμως μετά με κορόιδευε ο ξάδερφος, ότι οι άλλοι δουλεύουν και εγώ τραγουδάω… Σε παρακαλώ, βρες μου ένα τρόπο να φύγω…
Η μητέρα άκουγε σιωπηλά και ξαφνικά άρχισε να κλαίει με λυγμούς. Όχι το αγαπημένο μου παιδί, ο μεγαλύτερός μου γιος, πού θα πας; Εδώ σε έχουμε σαν πρίγκιπα, ξυπνάς το πρωί, σου έχουμε έτοιμο το πρωινό σου, γάλα, γιαούρτι, βούτυρο… Σου έχουμε σιδερωμένα τα ρούχα σου… Εκεί που θα πας θα σε προσέχουν όσο εμείς; Θα σε αγαπάνε όσο εμείς; Πώς θα ζήσω εγώ χωρίς εσένα; Πώς θα αντέξω στη σκέψη ότι είσαι μακριά; Μπορείς να μου πεις πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα; Ποιοι και γιατί σου έβαλαν αυτή την ιδέα στο μυαλό;
Δεν θα το πιστέψεις, αλλά την ιδέα δεν μου την έβαλαν αυτοί, αλλά αυτή. Ήταν μια γυναίκα, ούτε νέα, ούτε ηλικιωμένη, τη συνάντησα σε ένα σταυροδρόμι, ενώ περπατούσα στα χωράφια. Με ρώτησε αν είμαι ο Ηρακλής, τι να πω κι εγώ, είπα ναι. Είχα περιέργεια να ακούσω τι ήθελε να πει. «Δυο δρόμους έχει η ζωή. Αυτό δεν το λέω μόνο εγώ, θα σου το πουν όλες οι θρησκείες, οι μυθολογίες, οι φιλοσοφίες». «Μπορείς να πάρεις το δρόμο της αρετής, ή το δρόμο της κακίας». Καλό ακούγεται, σκέφτηκα. Αν τώρα ήξερα τι σημαίνει αρετή και τι σημαίνει κακία, αν μπορούσα να δώσω ένα περιεχόμενο σε αυτές τις έννοιες, τότε θα ήξερα ποιο δρόμο να διαλέξω. «Η αρετή, σύμφωνα με την κουλτούρα του τόπου σου και κάθε παραδοσιακής ας πούμε κοινωνίας, είναι η γνώμη του κόσμου, είναι η τιμή, να θεωρούν ότι αξίζεις και έτσι τελικά να αισθάνεσαι και ο ίδιος ότι αξίζεις. Κακία αντίθετα είναι καθετί ατιμωτικό, καθετί που σε κάνει να νιώθεις ότι στα μάτια του κόσμου δεν είσαι ψηλά, αλλά χαμηλά». Κατάλαβα, μονολόγησα παραξενεμένος. Σημασία δηλαδή έχει η γνώμη των άλλων. Αν οι άλλοι με θαυμάζουν ή με ζηλεύουν ακόμα, σημαίνει ότι είμαι στο σωστό δρόμο… Άρα πρέπει να φύγω από εδώ, πρέπει να πάω στον Παράδεισο, στη Δύση, εκεί που πάνε όλοι και λένε ότι έχει λεφτά με ουρά. Τότε θα έχει καλή γνώμη για μένα ο πατέρας, θα χαίρεται για μένα η μητέρα και όλοι στο χωριό θα λένε πόσο πετυχημένοι και πόσο άξιοι είμαστε. Τότε ο μπαμπάς μπορεί να βάλει και υποψηφιότητα για δήμαρχος, θα του άρεσε πολύ να κερδίσει. Δεν μου λές όμως, η άλλη πού είναι; «Εδώ είμαι», απάντησε η Κακία. Ήταν μια ψηλή κοπέλα, με σώμα μοντέλου και πρόσωπο ανθρωποφάγου τέρατος. «Είμαι εγώ αυτό που ζητάς. Μπορώ να σε βοηθήσω να σε θαυμάζει ο κόσμος, απλά δεν ξέρω μετά αν θα μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια… Δεν ήρθε όμως ακόμα η ώρα σου να αποφασίσεις. Θα τα ξαναπούμε»…
- ‘Ο,τι θέλεις εσύ. Δεν θα σου χαλάσω το χατήρι, είπε ο πατέρας, ενώ η μητέρα συνέχιζε να κλαίει ήσυχα πια. Μείνε όμως λίγο ακόμα, σε λίγες μέρες ο μικρός αδερφός σου θα πάει πρώτη μέρα στο σχολείο. Θέλει να τον συνοδέψεις εσύ…
Λίγους μήνες μετά ο Θεόδουλος βρέθηκε στην Αθήνα. Βρήκε δουλειά σε μια εταιρεία οικοδομικών εργασιών και έμενε σε ένα σπίτι με άλλα άτομα, μερικούς τους γνώριζε από το χωριό. Το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να στείλει μια φωτογραφία στους γονείς του. Έτσι έκαναν όλοι. Νοίκιασε ένα κουστούμι, με παπιγιόν και φωτογραφήθηκε σε ένα ειδικό φωτογραφείο, σε ειδικά διαμορφωμένο θάλαμο. Οι γονείς του πια νόμιζαν ότι είχε βρει καλή δουλειά, σε γραφείο, μακριά από το χώμα, τον καύσωνα των πενήντα βαθμών Κελσίου, τις πλημμύρες, τα φίδια, τους σκορπιούς και τις φασαρίες. Τότε ακόμα στην Ελλάδα δεν είχε ξεσπάσει η οικονομική κρίση, υπήρχε δουλειά και το μεροκάματο ήταν αρκετά καλό. Μάζευε τα χρήματα και τα έστελνε στους γονείς του, κρατούσε όσα χρειαζόταν ίσα ίσα για να επιβιώνει λιτά. Μια μέρα η εταιρεία τον έστειλε στην Κρήτη. Ανέμελος, δεν είχε καταλάβει ότι ήταν κάποιος στη δουλειά που τον μισούσε, επειδή ήταν εμφανίσιμος, επικοινωνιακός και αξιαγάπητος. Ήθελε να τον βλάψει και σκέφτηκε ένα πονηρό σχέδιο. Ζήτησε από ένα φίλο του να εμφανιστεί μια μέρα στη δουλειά ειδικά για να δημιουργήσει πρόβλημα. Ήταν ένας ήρεμος χαρακτήρας ο Θεόδουλος, αθόρυβος, όμως με την κατάλληλη πρόκληση μπορούσε να μπλέξει σε καβγά. Ο καβγάς όντως ξέσπασε και ήταν πιο άγριος από όσο περίμενε ο αρχικός «σχεδιαστής». Κάποια στιγμή ο Θεόδουλος, προσπαθώντας να δείξει ότι δεν φοβάται, έφαγε μια αδειανή μποτίλια στο κεφάλι… Ήρθε το ασθενοφόρο, τον πήγαν στο νοσοκομείο, του έκαναν ράμματα. Φυσικά το αφεντικό δεν τον ξαναδέχτηκε στη δουλειά. Έχασε τη δουλειά του, ενώ τα πήγαινε τόσο καλά. Ο συνεργάτης του έκανε όλο αυτό το σχέδιο, για να τον τιμωρήσει, επειδή τον ζήλευε… Τον τιμώρησε χωρίς να του έχει κάνει κάτι, απλά τον ζήλευε. Όπως ο Αριστείδης ο δίκαιος, όταν γινόταν στην αρχαία Αθήνα ο εξοστρακισμός, συνάντησε στο δρόμο έναν αγράμματο και του ζήτησε να γράψει πάνω στο όστρακο «Αριστείδης». Όταν τον ρώτησε τι σου έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος, απάντησε «τίποτα, απλά με ενοχλεί που τον λένε δίκαιο»…. Τελικά μερικές φορές το να έχει μεγάλη γνώμη ο κόσμος για σένα μπορεί να αποβεί βλαβερό, σκεφτόταν ο Θεόδουλος.
Έπρεπε να βρει αμέσως άλλη δουλειά, έπρεπε να συνεχίσει να στέλνει χρήματα στους δικούς του. Έτσι έγινε πλανόδιος μικροπωλητής… Φοβόταν τους αστυνομικούς. Σε ώρα ανάγκης άφηνε το σακίδιο σε κάποιο μαγαζί. Υπήρχαν επαγγελματίες που έδειχναν συμπάθεια και κατανόηση σε αυτά τα παιδιά και δεν σκέφτονταν ούτε στιγμή ότι το να μην έχεις «χαρτιά» είναι έγκλημα. Τι είμαστε, γερμανοί της κατοχής που μπαίνανε στα κρητικά σπίτια και φώναζαν «Παπία (=Papier)»…. Όλα κυλούσαν ομαλά, πήγαινε κάθε μέρα στη «δουλειά», έτρωγε σουβλάκια, του άρεσαν πολύ τα σουβλάκια και ο γύρος, περνούσε τον ελεύθερο χρόνο του με φίλους, για παράδειγμα πήγαιναν σε νυχτερινά μπαρ, όπου συνδύαζαν «δουλειά» και διασκέδαση. Ώσπου μια μέρα συνάντησε στο δρόμο μια γυναίκα. «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;» τον ρώτησε. Τι είναι πάλι αυτή, τι λέει; «Ήρθες από τις χώρες του Μεγαλέξαντρου… Αφγανιστάν; Πακιστάν; Ινδία»; Σκέφτηκε για μερικά δευτερόλεπτα και απάντησε «από Ινδία ήτανε». Ορίστε, την Ινδία την ξέρουν και από τις ταινίες Μπόλιγουντ, ακούγεται κάπως καλύτερα. Και τι με νοιάζει εμένα αν η Ινδία και το Πακιστάν είναι εχθροί; Δεν με ενδιαφέρει η εθνική συνείδηση και τέτοια πράγματα, αυτά τα ξέρουν οι πιο «γραμματισμένοι». Εγώ ξέρω Αλλάχ, οικογένεια, τιμή. Τα άλλα τα ξέρουν οι δάσκαλοι. Εντάξει, ήταν ένας καλός άνθρωπος δεν θυμάμαι τώρα πώς τον λένε, δικηγόρος είχε σπουδάσει, αυτός δημιούργησε το σύγχρονο Πακιστάν, αλλά εμένα δεν με πολυενδιαφέρει. Αυτό που πιστεύω είναι ο Αλλάχ και ο,τιδήποτε άλλο είναι για μένα λιγότερο σημαντικό, δεν πάνε να νομίζουν ότι είμαι και Ινδός, αν έτσι τους αρέσει; «Τελικά ναι, ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος, δεν ξέρω καν ποιος είναι αυτός και τώρα άσε με ήσυχο κυρά μου».
Περπατούσαμε στο κέντρο της πόλης και σταματήσαμε σε ένα μαγαζί που πουλούσε μπαχάρια και βότανα. Μόλις είχε αρχίσει να συλλαβίζει, παρακολουθούσε μια σειρά μαθημάτων για αλλοδαπούς. Για δες εδώ… Η βιτρίνα γράφει… «μπουτάνα»… Είχαμε ήδη στα ντουλάπια καμιά δεκαριά μίγματα μπαχαρικών, «μασάλα». Όμως τα μαγαζιά μπαχαρικών πάντα έχουν ένα ενδιαφέρον. Δεν είναι τυχαίο που οι Ευρωπαίοι ξεκίνησαν να πάνε στις Ινδίες για να φέρουν μπαχαρικά. Πώς να σου το εξηγήσω, είναι κάποιες λέξεις που μοιάζουν, είναι σχεδόν ομόηχες… Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι έχουν και την ίδια σημασία. Μην μπερδεύεσαι. Και όμως, τη συνάντησα πάλι αυτή τη «μπουτάνα» τις προάλλες, αυτή που με ρωτούσε αν είμαι ο Ηρακλής και της είπα πάλι ναι… Ξέρω, ξέρω, το Ηράκλειο πήρε το όνομά του από τον Ηρακλή και παλιά λεγότανε κάνδια που σημαίνει ζαχαροκάλαμο. Μας τα είπε αυτά και ο δάσκαλος στα σεμινάρια ελληνικών. Πολύ ξηγημένος ο δάσκαλος… Λοιπόν την είδα πάλι αυτή και μου είπε ότι αρετή είναι να κοιμάσαι ήσυχος τα βράδια, όπως εκείνος που έχει κάνει πάντα το καθήκον του. Να μην έχεις τύψεις συνειδήσεως, δηλαδή ενοχές ότι έχεις κάνει κάτι κακό ή ότι κάτι κάπου χρωστάς. Και τότε βγήκε και η άλλη, η Κακία, η οποία τελικά ήταν ο διάολος που λένε. «Όταν κάνεις πάντα το σωστό, όταν ακολουθείς το νόμο και είσαι τίμιος, θα γίνεις φτωχός. Η φτώχεια στο σύγχρονο κόσμο, αλλά και σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, είναι το πιο ατιμωτικό πράγμα που υπάρχει. Αν δεν έχεις αρκετά χρήματα για να παντρέψεις τις τρεις σου αδερφές, θα μείνουν γεροντοκόρες και δεν θα έχουν στον ήλιο μοίρα. Θα χάσετε την τιμή και την υπόληψη σας στο χωριό και δεν θα έχεις πρόσωπο να κυκλοφορήσεις».
Είχα σχολάσει από τη δουλειά και συναντηθήκαμε στην πλατεία Ελευθερίας, μπήκαμε στο λεωφορείο. «Θα φύγω, δεν αντέχω πια. Δεν μπορώ να είμαι εδώ ο χαραμοφάης γαμπρός και το ίδιο να λένε και για μένα στην πατρίδα… Έβγαλε τα εισιτήρια από την τσέπη. Θα φύγω πρώτα εγώ και σε λίγο θα έρθεις και εσύ. Εδώ δεν μας εκτιμούν. Μας μειώνουν, μας σκοτώνουν κάθε μέρα… Μην νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω, επειδή δεν μιλάω»… Είχε πάρει τις αποφάσεις του, τις οποίες ήμουν υποχρεωμένη να δεχτώ. Τον περίμενε η Ευρώπη, ενώ στο μυαλό του κλωθογύριζε η ιδέα της Κακίας, ότι το να είσαι τίμιος σε κάνει άτιμο… Στο κέντρο της Νάπολης κυκλοφορούσε χωρίς πορτοφόλι. Υπήρχε η φήμη ότι σε κλέβουν, αν έχεις μαζί σου χρήματα ή αντικείμενα αξίας. Το έγκλημα, είτε είναι του λευκού κολλάρου, είτε «του δρόμου», στηρίζεται στην «αρχή» ότι δεν είναι σωστό να τηρείς τους νόμους ή και τους συνήθεις κώδικες αξιών. Ξαφνικά εμφανίστηκε πάλι η άλλη, αυτή με το βασιλιά. «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος»; Εσύ μας έλειπες τώρα. Κάπου σε έχω ξαναδεί εσένα, τώρα το θυμήθηκα. Όταν διασχίζαμε τη θάλασσα, για να φτάσουμε στη Λέσβο, είχες πνίξει μερικά παιδιά με τη φουρτούνα που προκάλεσες, επειδή σου είπαν «δεν ξέρω». Θα δει τι θα πάθει, θα την εντυπωσιάσω με τις γνώσεις μου στη νεοελληνική ποίηση. Τόσο καιρό μου έπαιρνε τα αυτιά απαγγέλοντας ποίηση και εγώ βαριόμουν, αλλά δεν ήθελα να χαλάσω τη χαρά και τον ενθουσιασμό της. «Δεν ζει μαντάμ. Έχει απ’ τα μεσάνυχτα πνιγεί, χίλια μίλια πέρα απ’ τις Εβρίδες».
Εσύ είσαι καλό παιδί, δεν έχεις καμιά δουλειά με την Κακία. Να μην σε ξαναδώ να της μιλάς. Μην ανοίγεις κουβέντα μαζί της, είναι ο διάολος που μας λέγανε στα θρησκευτικά, ο συκοφάντης που θέλει να σε στενοχωρήσει. Θα έρθει να σου πει «η μία είναι όμορφη, ο άλλος είναι πλούσιος, ο άλλος είναι έξυπνος», για να σε δελεάσει θα σε κάνει να νιώσεις μειονεκτικά, αυτή είναι η μέθοδός της. Τελικά είναι αλήθεια αυτό που είχε πει ο Γκαίτε, ότι «αν δεις τη Νάπολη πεθαίνεις», γιατί ξαναγεννιέσαι, βλέπεις τα πράγματα αλλιώς, η ζωή είναι πολύ όμορφη, αδερφέ μου, που λέει και ο Τούρκος Ναζίμ Χικμέτ… Περισσότερο υποφέρει κανείς από μια επίμονη λάθος σκέψη, παρά από ένα πραγματικό πρόβλημα. «Τι με κοιτάς κυρία Κακία; Πεινάς; Μήπως θέλεις ένα κομμάτι πίτσα;».