Του Γιάννη Α. Μυλόπουλου
Με δεδομένο το πρωτόγνωρα εχθρικό, σε βάρος του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, επικοινωνιακό και πολιτικοοικονομικό περιβάλλον, η βαριά ήττα αν δεν ήταν αναμενόμενη, δεν είναι πάντως σήμερα δύσκολα εξηγήσιμη.
Δεν υπάρχει προηγούμενο κόμματος αξιωματικής αντιπολίτευσης στην πολιτική ιστορία του τόπου που να διεκδίκησε επιτυχώς την εξουσία, χωρίς να είχε με το μέρος του ούτε μια μικρή, έστω, συμμαχία από πλευράς οικονομικού και μιντιακού κατεστημένου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ δεν ηττήθηκε επειδή καταψηφίστηκε η προοδευτική κυβερνητική του πρόταση. Ποιος, άλλωστε, θα καταψήφιζε αύξηση μισθών, μείωση τιμών, ρύθμιση χρεών κι ένα δίκαιο και δημοκρατικό κράτος;
Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ηττήθηκε επειδή προτιμήθηκε η κυβερνητική πρόταση της ΝΔ έναντι της δικής του.
Ποιος, άλλωστε, θα υπερψήφιζε μια κυβέρνηση που ήταν η μόνη στην Ευρώπη που δεν εμπόδισε την ακρίβεια, αλλά αντίθετα, άφησε τις μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις να κερδοσκοπήσουν, καταδικάζοντας τα εκατομμύρια των οικονομικά αδύνατων καταναλωτών να ζουν με κουπόνια;
Ποιος θα υπερψήφιζε μια κυβέρνηση που αφενός φτωχοποίησε τους Έλληνες, τιμωρώντας τους να χάσουν το 7,5% της αγοραστικής δύναμης των αμοιβών τους και αφετέρου χάρισε 10 δις ευρώ σε απευθείας αναθέσεις σε ημέτερους, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος κατά 44 δις και φτάνοντάς το στα επίπεδα του 2011;
Ποιος θα υπερψήφιζε μια κυβέρνηση που, η κατάρρευση του κράτους και η αποδυνάμωση των δημόσιων δομών επί των ημερών της, προκάλεσε ένα τραγικό σιδηροδρομικό δυστύχημα με 57 νεκρούς;
Και τέλος ποιος θα ξαναψήφιζε έναν πρωθυπουργό που παραβίασε κάθε έννοια κράτους δικαίου, παρακολουθώντας με παράνομο λογισμικό το μισό πολιτικό σύστημα;
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ ηττήθηκε κατά κράτος, είναι γιατί δεν μπόρεσε να τεκμηριώσει με πειστικότητα την εφικτότητα του κυβερνητικού του προγράμματος.
Του την είχαν στημένη εξ αρχής στα κανάλια και με διάφορους τρόπους προσπαθούσαν να αποδείξουν την αναξιοπιστία και το ανέφικτο της κυβερνητικής του πρότασης. Άλλοτε στριμώχνοντας τα ανέτοιμα να απαντήσουν στελέχη του με εξειδικευμένες ερωτήσεις τύπου «πόσο κοστίζει το πρόγραμμα» και «που θα βρείτε τα λεφτά» και άλλοτε επικαλούμενοι το μνημονιακό κυβερνητικό παρελθόν του και κατηγορώντας τον για τα δεινά που έφερε η δημοσιονομική εκτροπή, για την οποία όμως δεν ευθύνονταν ο ίδιος.
Και βέβαια αποκλείοντας συστηματικά από τα ΜΜΕ στελέχη με πολιτική και τεχνοκρατική επάρκεια και προσκαλώντας αντίστοιχα εκείνα που ήξεραν ότι είτε θα αοριστολογούσαν, είτε και θα έπεφταν στις παγίδες του μιντιακού συστήματος.
Το αποτέλεσμα ήταν αφενός τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να παρουσιάζονται υπεραμυνόμενα μιας μνημονιακής πολιτικής, για την οποία όμως δεν ευθύνονταν ο ΣΥΡΙΖΑ. Και αφετέρου, να τον εμφανίζουν ότι εκπέμπει ένα αρνητικό μήνυμα συνεχούς γκρίζας κριτικής στη ΝΔ και όχι ένα θετικό μήνυμα υπεράσπισης του δικού του κυβερνητικού προγράμματος.
Αν σε αυτά προσθέσει κανείς και το τεχνικό οφ σάιντ που προκάλεσαν τα υπόλοιπα κόμματα της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης, αρνούμενα την πρόταση κυβερνητικής συνεργασίας που ο ΣΥΡΙΖΑ τους απηύθυνε, συμπληρώνεται η εικόνα που δημιούργησαν για τον ΣΥΡΙΖΑ, να εμφανίζεται σαν ένα κόμμα που προεκλογικά υπόσχονταν πράγματα ανέφικτα και ανεφάρμοστα.
Τούτων δοθέντων, η μόνη ευκαιρία σήμερα για να ανατραπεί το πολύ αρνητικό αποτέλεσμα των εκλογών της 21ης Μαίου, είναι ο Αλέξης Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ στο εξής να το πάρουν αλλιώς.
Και να προσπαθήσουν να εξηγήσουν όχι μόνο πως θα επιτύχουν την αναδιανομή του εισοδήματος που επαγγέλλονται, ώστε να χρηματοδοτηθεί το κοινωνικό κράτος στην Υγεία, στην Παιδεία, στην Ενέργεια και στις Μεταφορές. Αλλά επιπλέον να εξηγήσουν και το πιο βασικό, που είναι πως θα αυξήσουν τον πλούτο, προκειμένου στη συνέχεια να επιτύχουν την αναδιανομή του.
Θα πρέπει δηλαδή ο Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη που θα αναλάβουν να στηρίξουν την προεκλογική καμπάνια του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ να εξηγήσουν με επάρκεια την πρότασή τους για τη Δίκαιη Ανάπτυξη.
Πέρα δηλαδή από γενικόλογες αναφορές σε υποσχέσεις και σε επιθυμητά αποτελέσματα, θα πρέπει ο ΣΥΡΙΖΑ να πείσει για την πολιτική που θα αντικαταστήσει το νεοφιλελεύθερο μοντέλο της ΝΔ του κ. Μητσοτάκη.Θα πρέπει σε πρώτη προτεραιότητα να εξηγήσει ποια αναπτυξιακή πολιτική θα αντικαταστήσει την αύξηση του ΑΕΠ που έφεραν οι ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων αγαθών, υπηρεσιών και οργανισμών. Γιατί μπορεί να ακούγεται ωραίο ότι αυτά θα επανακρατικοποιηθούν, δεν ακούγεται καθόλου ελκυστικό όμως αν δεν εξηγηθεί επαρκώς με τι θα αναπληρωθούν αυτές οι επενδύσεις που έφεραν οι ιδιωτικοποιήσεις.
Τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει συνεπώς να εξηγήσουν πως θα παραχθεί πλούτος από κρατικοποιημένες δομές και από δημόσια αγαθά και με ποια δυναμική δημόσιου και ιδιωτικού τομέα θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος.
Κι ακόμη, πως θα αποκτήσουν ισότιμη πρόσβαση στις ευκαιρίες και στα αγαθά της Δίκαιης Ανάπτυξης όλοι οι πολίτες, καθώς και ποιες θα είναι οι πλουτοπαραγωγικές πηγές που θα αξιοποιηθούν για να παραχθεί νέος πλούτος.
Θα πρέπει με δυο λόγια με τεχνοκρατική επάρκεια να αναλυθεί τι εννοεί ο ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ με τον όρο «παραγωγική ανασυγκρότηση», τι εννοεί όταν αναφέρεται στην αξιοποίηση των δικών μας συγκριτικών πλεονεκτημάτων και πως και από ποιους τα δημόσια αγαθά θα γίνουν αναπτυξιακές πηγές και θα παράγουν νέο πλούτο.
Κι ακόμη, ο Αλέξης Τσίπρας και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να εξηγήσουν τι σημαίνει «Πράσινη Μετάβαση» και πως αυτή μπορεί να επιτευχθεί χωρίς να αναλάβουν το εγχείρημα οι ίδιες, μετρημένες στα δάχτυλα, μεγάλες ενεργειακές επιχειρήσεις που κερδοσκόπησαν σε βάρος των Ελλήνων πολιτών.
Αν ο κ. Μητσοτάκης έχει ένα πλεονέκτημα, αυτό είναι ότι ως κυβέρνηση είχε την ευκαιρία να δείξει ως εφικτή τη δική του νεοφιλελεύθερη πρόταση.
Μικρές αυξήσεις σε μισθούς και κουπόνια για τους αναξιοπαθούντες, εφήμερες και χαμηλόμισθες θέσεις επισφαλούς εργασίας για τους πολλούς και αφορολόγητα υπερκέρδη για τις λίγες και ευνοημένες επιχειρήσεις.
Με έναν Κωστή Χατζηδάκη που ξέρει αποδεδειγμένα να ιδιωτικοποιεί δημόσιες επιχειρήσεις και να ξεπουλά δημόσια αγαθά και έναν Άδωνι Γεωργιάδη που αν ξέρει κάτι καλά, αυτό είναι να παρουσιάζει το μαύρο σαν άσπρο και το αντίθετο.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν εξηγήσει πειστικά το δικό του κυβερνητικό πρόγραμμα για τη Δίκαιη Ανάπτυξη με κοινωνική ευαισθησία, τότε οι ψηφοφόροι θα προτιμήσουν και πάλι αυτά τα λίγα και σίγουρα που τους πρόσφερε μέχρι σήμερα ο κ. Μητσοτάκης.
Θα κερδίσει και πάλι δηλαδή το σύνθημα για «Σταθερότητα στη φτώχεια», αφού η υπόσχεση της Αλλαγής για μια Δίκαιη Ανάπτυξη θα μείνει πλήρης αβεβαιοτήτων.
«Κάλλιο πέντε και στο χέρι, παρά δέκα και καρτέρι» ήταν η λογική των ψηφοφόρων στις πρόσφατες εκλογές, που έδωσαν 20 μονάδες περισσότερο σε εκείνους που αποδεδειγμένα ξέρουν να δίνουν λίγα και στο χέρι, σε σχέση με εκείνους που υπόσχονται περισσότερα, αλλά που δεν εξηγούν πειστικά πως αυτό θα γίνει εφικτό.
Αν ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας δεν το πάρουν αλλιώς και δεν εξηγήσουν αναλυτικά και με τεχνοκρατική επάρκεια το δικό τους κυβερνητικό πρόγραμμα, θα δρέψει πάλι δάφνες η σαφής και πειστική, πλην άκρως συντηρητική και αντιλαϊκή νεοφιλελεύθερη πολιτική που εφάρμοσε ήδη και που επαγγέλλεται και πάλι η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη.
Αν κάτι απέδειξαν οι εκλογές, αυτό είναι ότι οι ψηφοφόροι προτιμούν τη σταθερότητα μιας ήδη γνωστής μιζέριας, από την αβεβαιότητα μιας Αλλαγής που μπορεί να υπόσχεται πολλά, δεν πείθει όμως για την εφικτότητά της.
Αλέξη πάρτο αλλιώς. Αυτό είναι που χρειάζεται για να πείσουμε ότι ο «άλλος δρόμος», ο δρόμος της Δίκαιης Ανάπτυξης με Κοινωνικό Κράτος δεν είναι μόνο ένας δρόμος πολλά υποσχόμενος, αλλά είναι και εφικτός.
*Ο Γιάννης Μυλόπουλος είναι Καθηγητής και πρώην Πρύτανης ΑΠΘ, Μέλος της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
πηγή: Tvxs.gr