Του Σωκράτη Αργύρη
Η χώρα έχει κουραστεί από ιδέες. Γιατί ενώ υπάρχει υστέρηση υποδομών, παρά τα τεράστια ποσά που έχει καταβάλει η ΕΕ στα πλαίσια σύγκλισης, ορισμένοι πολιτικοί ασχολούνται με θέματα που θεωρητική μόνο βάση έχουν γιατί το πρακτικό τους αποτέλεσμα δεν μπορεί να τεκμηριωθεί επιστημονικά αλλά ούτε και νομικά μέσα στο πλαίσιο της ΕΕ.
Γνωστή είναι η εισαγωγή του Μαρξ στο έργο του «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας»:
«Ο κ. Προυντόν έχει την ατυχία να είναι ιδιαίτερα παραγνωρισμένος στην Ευρώπη. Στη Γαλλία έχει το δικαίωμα να είναι κακός οικονομολόγος, γιατί περνάει για καλός Γερμανός φιλόσοφος. Στη Γερμανία, έχει το δικαίωμα να είναι κακός φιλόσοφος γιατί περνάει σαν ένας από τους πιο γερούς Γάλλους οικονομολόγους. Εμείς, με την ιδιότητά μας να είμαστε ταυτόχρονα γερμανός και οικονομολόγος, θελήσαμε να διαμαρτυρηθούμε ενάντια σ’ αυτό το διπλό λάθος.
Ο αναγνώστης θα καταλάβει, πως, μέσα σε τούτη την αχάριστη δουλειά, χρειάστηκε συχνά να παρατήσουμε την κριτική του κ. Προυντόν, για να κάνουμε κριτική της γερμανικής φιλοσοφίας και να δώσουμε ταυτόχρονα απόψεις πάνω στην πολιτική οικονομία».
Εμείς βέβαια Μαρξ δεν είμαστε αλλά ούτε όμως και ο γραμματέας του ΜέΡΑ25 μπορεί να το ισχυριστεί αντίστοιχα. Αυτό όμως που ξέρουμε είναι ότι ζει μέσα σε αντιφάσεις όπως και οι Αγορές και θα το εξηγήσουμε μετά την υπεράσπιση του σχεδίου Δήμητρα εκ μέρους του, ως μέσο πληρωμών – συναλλαγών. Ιστορικά ήταν ο Σκύθης Ανάχαρσις που έχει δώσει πρώτος τον ορισμό της Αγοράς ως τόπον αμοιβαίας απάτης και πλεονεξίας. [Τὴν ἀγορὰν ὠρισμένον τόπον εἰς τὸ ἀλλήλους ἀπατᾶν καὶ πλεονεκτεῖν]. Ο Λούντβιχ φον Μίζες ως νεοφιλελεύθερος οικονομολόγος έχει γράψει από την άλλη πλευρά ότι: «Αυτό που δίνει στα άτομα όση ελευθερία είναι συμβατή με τη ζωή στην κοινωνία είναι η λειτουργία της οικονομίας της αγοράς. Τα συντάγματα και οι χάρτες δικαιωμάτων δεν δημιουργούν την ελευθερία. Απλώς προστατεύουν την ελευθερία ενάντια σε καταπατήσεις της εξουσίας».
«Αλλά το χρήμα έγινε από σύμβαση ως ένα είδος αντιπροσώπευσης της ζήτησης. Και γι’ αυτό πήρε το όνομα «νόμισμα», διότι δεν υπάρχει από τη φύση, αλλά από τον νόμο και είναι στη δικαιοδοσία μας να το αλλάξουμε ή να το κάνουμε άχρηστο» έχει γράψει ο Αριστοτέλης στα Ηθικά Νικομάχεια και τέλος ο Μαρξ στο Κεφάλαιο έχει γράψει ότι «Το χρήμα, επομένως, είναι το γενικό ισοδύναμο ανταλλαγής των εμπορευμάτων στην αγορά».Πολύ πριν ο Άλφρεντ Μάρσαλ στο έργο «Αρχές της Οικονομικής» που εξέδωσε το 1890 βασίστηκε στον ορισμό για την Αγορά που είχε δώσει ο Γάλλος οικονομολόγος Α. Κουρνό που πρώτος έδωσε την έννοια του θεωρητικού χώρου μέσα στον οποίο πωλητές και αγοραστές βρίσκονται σε ελεύθερη επικοινωνία καθώς και οι τιμές των ομοειδών αγαθών ταχύτερα και ευκολότερα τείνουν έτσι να εξισωθούν.Στον ορισμό, του Κουρνό, ο Μάρσαλ πρόσθεσε ότι: «όσο πλησιέστερα στο τέλειο βρίσκεται μία αγορά, τόσο ισχυρότερη καθίσταται η τάση, οι καταναλωτές ν΄ αποκτούν το ίδιο προϊόν, την ίδια χρονική στιγμή, σε οποιοδήποτε σημείο αυτής της αγοράς, στην ίδια τιμή».Η τραπεζική κρίση του 2008 έδωσε πεδίο δόξας λαμπρό σε καθηγητές Οικονομικών να βρεθούν στη δημοσιότητα και να δίνουν εξηγήσεις ή να γράφουν βιβλία ή άρθρα «Για να νικήσει η Ελλάδα τη λιτότητα πρέπει να απελευθερωθεί από το ευρώ» είχε αναφέρει σε άρθρο του στο βρετανικό Guardian τον Μάρτη του 2015 ο τότε βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Κώστας Λαπαβίτσας που γι’ αυτή την κρίση ουσιαστικά ξεκίνησε από την Fed και τα τοξικά τραπεζικά προϊόντα που δημιούργησαν οι Τράπεζες και τα πούλησαν μέσα στα πλαίσια της Χρηματιστικοποίησης.Δηλαδή σύμφωνα με τον Dore (2002) την Χρηματιστικοποίηση την ορίζει ως εξής: «η αυξανόμενη κυριαρχία της βιομηχανίας του χρήματος επί του συνολικού ποσού της πραγματικής οικονομικής δραστηριότητας, των χρηματιστηριακών ελεγκτών στη διαχείριση των επιχειρήσεων, των χρηματοοικονομικών περιουσιακών στοιχείων έναντι των συνολικών υλικών περιουσιακών στοιχείων, των αγοραπωλησιών τίτλων και ιδιαίτερα μετοχών σε σχέση με τα υπόλοιπα χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία, της χρηματιστηριακής αγοράς ως μια αγοράς που ασκεί εταιρικό έλεγχο και επηρεάζει τον προσδιορισμό των εταιρικών στρατηγικών, καθώς και των διακυμάνσεων της χρηματιστηριακής αγοράς ως καθοριστικού παράγοντα των κύκλων εργασιών των επιχειρήσεων».
Ο Λούντβιχ φον Μίζες, είχε κάνει όμως την επισήμανση, ότι δεν υπάρχει τρόπος να αποφευχθεί η διάλυση της ευημερίας που βασίζεται στην πιστωτική επέκταση, εκτός εάν η επέκταση εγκαταλειφθεί οικειοθελώς, οπότε θα έλθει νωρίτερα και η κρίση. Ειδάλλως, όπως προειδοποιούσε, θα υπάρξει τελική και ολική καταστροφή του εκάστοτε νομισματικού συστήματος.Γιατί έχουμε νομισματική κρίση όταν υπάρχει διατάραξη της ισορροπίας ανάμεσα στην ανάγκη κυκλοφορίας νομισμάτων και τις δυνατότητες έκδοσής τους, με συνέπεια τη διατάραξη της εξωτερικής ισοτιμίας του εθνικού νομίσματος.Σε μία χώρα όμως όπως στην Ελλάδα που ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους έχει δηλώσει ως χρέος της Κεντρικής Διοίκησης στις 31.12.2022 το ποσό των: €400,3 δισεκ. και όταν το βασικό συμπέρασμα από την έκθεση βιωσιμότητας του χρέους, που έχει ενσωματώσει η Τράπεζα της Ελλάδας στην έκθεση Νομισματικής Πολιτικής θεωρεί ότι θα είναι βιώσιμο σε κάθε περίπτωση ως το 2032.Από το 2033 ως το 2060, η βιωσιμότητα όμως θα εξαρτηθεί από το αν η Ελλάδα καταφέρει να διατηρήσει μέσο ρυθμό ανάπτυξης 1,8% και πρωτογενές πλεόνασμα 2% του ΑΕΠ έως και το τέλος της περιόδου. Έχει κάνει βέβαια διαφορά σενάρια,, αλλά στο 8ο σενάριο που παραθέτει η ΤτΕ, είναι στην πράξη ένα σενάριο καταστροφής. Προβλέπει ταυτόχρονα χαμηλότερο κατά 1% πρωτογενές πλεόνασμα, μικρότερη κατά 0,5% ανάπτυξη σε ένα περιβάλλον διεθνούς αβεβαιότητας υψηλού ρίσκου της χώρας και υψηλού πληθωρισμού. Με βάση αυτό το σενάριο, το χρέος καθίσταται μη βιώσιμο και αυξάνεται στο τέλος του 2060 στο 250% του ΑΕΠ.Την ιδέα του σχεδίου Δήμητρα, [Το TAXISnet είναι ένα πληροφοριακό σύστημα με το οποίο οι φορολογούμενοι και οι επιχειρήσεις συναλλάσσονται με τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων παρακάμπτοντας την δημόσια οικονομική υπηρεσία] που ουσιαστικά είναι η μερική παραχώρηση της αποταμίευσης των ελληνικών ΑΦΜ €190 δις περίπου, στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) για να κάνουν συναλλαγές ώστε ως κίνητρο να μη πληρώνουν προμήθεια στις Τράπεζες, ίσως ο γραμματέας του ΜέΡΑ25 ξέχασε τι έχει δηλώσει στην Βουλή για αυτήν:
«Δυστυχώς, κύριε Υπουργέ, δυστυχώς, κυρίες και κύριοι της Συμπολίτευσης, το νομοσχέδιό σας αυτό ουσιαστικά χαραμίζει αυτήν την τεράστια ευκαιρία. Το είχα πει και τον Σεπτέμβριο, αν θυμάμαι καλά, στη συζήτηση για την ψηφιακή διακυβέρνηση. Ο λόγος είναι ένας και απλός: Όλα στην ΑΑΔΕ. Όλα αυτά τα άρθρα στα οποία αναφέρθηκα πριν, τα μητρώα που χτίζατε, τα παραδίδετε στην Ανεξάρτητη -υποτίθεται- Αρχή Δημοσίων Εσόδων, την οποία δεν ελέγχετε, την οποία δεν ελέγχουμε ως Κοινοβούλιο, την οποία ελέγχουν οι δανειστές, που είναι ένα κομμάτι του ελληνικού δημοσίου που κάνει το ελληνικό δημόσιο να μοιάζει με ελβετικό τυρί, που ορίζεται, όπως ξέρετε πολύ καλά από τις τρύπες, που έχει, όχι από το τυρί του».
Καλό όμως να αναφέρουμε πότε και πώς ένα παράλληλο σύστημα πληρωμών – συναλλαγών έγινε.
Ο Χιάλμαρ Σαχτ ήταν Γερμανός τραπεζίτης και ειδικός επί των οικονομικών, ο οποίος έλαβε διεθνή αναγνώριση όταν κατάφερε να περιορίσει τον καταστροφικό πληθωρισμό που απειλούσε την ύπαρξη της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης κατά την περίοδο 1922 – 1923.
Πήρε μέρος στην κυβέρνηση που σχημάτισε ο Χίτλερ, πρώτα ως υπουργός Οικονομικών κατά την περίοδο 1934 – 1937 και έπειτα ως υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου την περίοδο 1937 – 1943.
Το 1923 ο Σαχτ διορίστηκε επίτροπος συναλλάγματος και από τη θέση αυτή διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στη σταθεροποίηση του καλπάζοντος πληθωρισμού εκείνης της περιόδου, δημιουργώντας το «Rentenmark» (όρος που θα μπορούσε να αποδοθεί ως «μάρκο εξασφάλισης χρέους»), το οποίο είχε ως υποστήριξη αντί του χρυσού εθνικά κτήματα και βιομηχανικές εγκαταστάσεις με ισοτιμία 1 τρισεκατομμύριο παλαιά μάρκα έναντι ενός Rentenmark. Το νέο νόμισμα έγινε αποδεκτό από τους πολίτες και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα λόγω του αντικρίσματος που προσέφερε και περιόρισε σημαντικότατα τον πληθωρισμό της χώρας. Τον Δεκέμβριο του 1923 ο Σαχτ αποκλήθηκε «σωτήρας του μάρκου» και, μολονότι η αρχική του υποψηφιότητα είχε απορριφθεί λόγω του παραπτώματός του το 1915 [Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου υπηρέτησε ως οικονομικός σύμβουλος του Τραπεζικού Επιτρόπου του κατεχόμενου Βελγίου την περίοδο 1914 – 15 στρατηγού φον Λουμ. Αυτός δεν αργεί να τον αποπέμψει, όταν ανακάλυψε ότι ο Σαχτ είχε χρησιμοποιήσει την «Dresdner Bank», τον προηγούμενο εργοδότη του, για να διοχετεύσει 500 εκ. βελγικά φράγκα σε ομόλογα ως πληρωμή των γερμανικών απαιτήσεων, παρόμοια πρακτική που έκαναν ξανά οι Ναζί στην κατεχόμενη Ελλάδα με το Κατοχικό Δάνειο που το τότε ποσό του δανείου ανερχόταν σε 228 εκατομμύρια δολάρια του 1944], τελικά η ενέργειά του αυτή του απέφερε την προεδρία της Κεντρικής Τράπεζας, θέση στην οποία παρέμεινε ως το 1930. Από τη θέση αυτή διαπραγματεύτηκε σθεναρά τις δανειακές υποχρεώσεις της χώρας και το 1929 συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις της κατάρτισης του «Νέου Σχεδίου», ενός προγράμματος για την αναδιάρθρωση των γερμανικών αποζημιώσεων. Επιστρέφοντας από τη σύνοδο των διαπραγματεύσεων έσπευσε να απαρνηθεί το Σχέδιο, για να μην έρθει σε σύγκρουση με τους συντρόφους του εθνικιστές. Μετά τη Διάσκεψη της Χάγης το 1930 παραιτήθηκε από τη θέση του και κατηγόρησε ανοικτά την κυβέρνηση για τη συνέχιση της καταβολής αποζημιώσεων, εκδίδοντας ένα φυλλάδιο με τίτλο «Το τέλος των Επανορθώσεων» (1931) και δημοσιεύοντας ανάλογα άρθρα. Τον Οκτώβριο του 1931 διαδραμάτισε σοβαρό ρόλο στο σχηματισμό του «Μετώπου του Χάρτσμπουργκ», ένα χαλαρό συνασπισμό μεταξύ βιομηχάνων, συντηρητικών εθνικιστών και του Χίτλερ, ενώ το 1932 συνέστησε στον τότε Πρόεδρο της δημοκρατίας Πάουλ φον Χίντενμπουργκ να ονομάσει καγκελάριο τον Χίτλερ.
Καλό είναι να υπενθυμίσουμε ότι η νομισματική μονάδα μιας χώρας πρέπει να γίνεται αποδεκτή ως πληρωμή για ένα χρέος γιατί νόμιμο χρήμα ορίζεται κάθε μέσο πληρωμής το οποίο, βάσει νόμου, πρέπει να γίνεται αποδεκτό για την αποπληρωμή χρηματικών οφειλών.
Κύριο χαρακτηριστικό του νόμιμου χρήματος αποτελεί ότι η προσφορά του ως πληρωμή, εξοφλεί άμεσα αντίστοιχο ποσό χρέους. Με βάση αυτό το χαρακτηριστικό, εναλλακτικοί τρόποι πληρωμής όπως πιστωτικές κάρτες, χρεωστικές κάρτες, επιταγές, ξένα νομίσματα, συχνά δε θεωρούνται νόμιμο χρήμα.
Η ποσότητα του χρήματος (Μ3) που διατίθεται στην κυκλοφορία πρέπει να είναι σύμφωνη και να ακολουθεί την οικονομική ανάπτυξη και να συνυπολογίζονται και άλλα οικονομικά μεγέθη όπως, για παράδειγμα, ο πληθωρισμός.
Η αναγνώριση ως μέσου πληρωμής να είναι εγγυημένη και να επιβάλλεται από το κράτος. Η επιβολή αυτή σήμερα γίνεται συνήθως με νόμο. Τέλος, η αγοραστική του δύναμη να είναι σταθερή. Η νομική του κατοχύρωση στις συναλλαγές έχει νόημα μόνο επειδή μπορεί να μετατραπεί σε επιθυμητά αγαθά και χρηματοοικονομικά προϊόντα που παράγονται και προσφέρονται από τη χώρα, στην οποία το εν λόγω νόμισμα κυκλοφορεί αλλά στις υπόλοιπες χώρες.
Μπορεί στην τραγωδία Αντιγόνη ο Σοφοκλής να έχει ισχυριστεί:
«Δεν έχει υπάρξει μεγαλύτερο κακό για τους ανθρώπους από το χρήμα. Καταστρέφει ψυχές και πολιτείες, ωθεί τους ανθρώπους στην τυχοδιωκτική ζωή, δελεάζει και διαφθείρει τους τίμιους, τους παρασύρει σε ανήθικες πράξεις. Το χρήμα δίδαξε στους ανθρώπους τον δόλο», όμως θα πρέπει να υπάρξει νομοθετική πρωτοβουλία ότι οι πολιτικοί θα πρέπει να έχουν τα χρήματα τους αποκλειστικά στην Ελλάδα, γιατί από τα πόθεν έσχες ξέρουμε ότι έχουν μεγάλα ποσά στο εξωτερικό ή είδαμε πρώην Υπουργός εν μέσω μνημονίων να τα βγάζει στο εξωτερικό σε 56 δόσεις κάτω των 10.000 ευρώ.