Παρέμβαση για τη δυσώδη υπόθεση βιασμού και μαστροπείας της 12χρονη στον Κολωνό πραγματοποιεί το τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ τονίζοντας ότι «έχουν περάσει πάνω από τέσσερις μήνες, και η πολιτεία ακόμα δεν έχει καταφέρει να στηρίξει με επάρκεια την ανήλικη και τους ανθρώπους που έχουν αναλάβει την φροντίδα της».
Στην ίδια ανακοίνωση τονίζεται ότι η εν λόγω υπόθεση «αποτυπώνει με δραματικό τρόπο την απουσία του κοινωνικού κράτους, φανερώνει την ουσιαστική ανυπαρξία, για λόγους έλλειψης βούλησης αλλά και συγκρότησης, θεσμών που μπορούν να στηρίξουν τα ανήλικα θύματα κακοποίησης αλλά και τις οικογένειές τους».
Παράλληλα υπογραμμίζεται η ανάγκη δημιουργίας εθνικού σχεδίου αντιμετώπισης της παιδικής κακοποίησης και θυματοποίησης, «σχεδιασμένο από όργανα με επιστημονική και επαγγελματική επάρκεια» καθώς επίσης και το γεγονός ότι με βάση στατιστικά δεδομένα, η παιδική κακοποίηση «ανθεί» στο πρόσφορο έδαφος της παραμέλησης, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
«Το δωδεκάχρονο κορίτσι δυστυχώς δεν κακοποιήθηκε μόνο από τους βιαστές του, αλλά και από το σύστημα που επέτρεψε τη διαρροή υλικού της δικογραφίας και έτσι τη λαθρανάγνωση πολύ προσωπικών στιγμών της ιδιωτικής ζωής του· που επέτρεψε τη δευτερογενή θυματοποίησή του με τις πολλαπλές μαρτυρικές καταθέσεις όχι ενώπιον ειδικευμένων ψυχολόγων αλλά στην αστυνομία· που επέτρεψε τη διάρρηξη της οικογενειακής του ζωής αφού χρειάστηκε να χωριστεί η οικογένεια για να αποφύγει το στίγμα· που επέτρεψε, τη φτωχοποίηση μέσα από επιδόματα που δεν φτάνουν για να ζήσει με αξιοπρέπεια κανένας πολίτης· που επέτρεψε, τέλος, την αποκάλυψη προσωπικών του δεδομένων από την ίδια την εγγυήτρια για την προστασία αυτών των δεδομένων, την υφυπουργό Δόμνα Μιχαηλίδου, αρμόδια για την πρόνοια και την κοινωνική αλληλεγγύη» υπογραμμίζει το τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ – ΠΣ.
Τέλος το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ξεκαθαρίζει ότι θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την υπόθεση «μέχρι να εξασφαλιστεί, ότι τόσο η 12χρονη όσο και η οικογένειά της θα έχουν την επαρκή κοινωνική και οικονομική υποστήριξη».
Αναλυτικά η ανακοίνωση:
«Στη σκοτεινή υπόθεση των βιασμών και της εκμετάλλευσης της δωδεκάχρονης στον Κολωνό, έχουν αναδειχθεί στη δημόσια συζήτηση (συχνά με εξαιρετικά στρεβλό τρόπο) σοβαρά ζητήματα, όπως η ανάγκη διερεύνησης εις βάθος της υπόθεσης και απόδοσης ευθυνών και η αποφυγή της συγκάλυψης.
Θέλουμε σήμερα να στρέψουμε τον φακό σε ένα άλλο κρίσιμο και ευαίσθητο ζήτημα: έχουν περάσει πάνω από τέσσερις μήνες, και η πολιτεία ακόμα δεν έχει καταφέρει να στηρίξει με επάρκεια την ανήλικη και τους ανθρώπους που έχουν αναλάβει την φροντίδα της. Σήμερα 4 μήνες μετά, η ανήλικη δεν έχει ούτε κατ’ οίκον διδασκαλία, ούτε επαρκή ψυχολογική υποστήριξη, ούτε οικονομική βοήθεια. Η υπόθεση αυτή αποτυπώνει με δραματικό τρόπο την απουσία του κοινωνικού κράτους, φανερώνει την ουσιαστική ανυπαρξία, για λόγους έλλειψης βούλησης αλλά και συγκρότησης, θεσμών που μπορούν να στηρίξουν τα ανήλικα θύματα κακοποίησης αλλά και τις οικογένειές τους, που, όπως στη συγκεκριμένη περίπτωση, αντιμετωπίζουν οξύ πρόβλημα επιβίωσης.
Ούτε όμως οι κατευθύνσεις μιας δικαιοσύνης φιλικής για τα παιδιά, που υπαγορεύει ένα ιδιαίτερο σύστημα δικανικής εξέτασης των ανήλικων θυμάτων κακοποίησης, εφαρμόζονται συστηματικά. Η ανήλικη δωδεκάχρονη έχει υποστεί τη βάσανο της μαρτυρικής κατάθεσης τέσσερις φορές, και όχι στην κατάλληλα διαμορφωμένη δομή για δικανική εξέταση των ανήλικων θυμάτων κακοποίησης, δηλαδή όχι στο Σπίτι του Παιδιού, αλλά στη ΓΑΔΑ, διαδικασία που επιβαρύνει ακόμα περισσότερο την ήδη τραυματισμένη ψυχική της υγεία.
Δυστυχώς, η αλληλεγγύη της γειτονιάς και τα πενιχρά επιδόματα δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την υποχρέωση της πολιτείας για αποτελεσματική κοινωνική πολιτική υποστήριξης του θύματος και της οικογένειάς του. Μια τέτοια πολιτική δεν μπορεί να στηρίζεται σε ευχολόγια, αλλά απαιτεί ένα εθνικό σχέδιο για την αντιμετώπιση της παιδικής κακοποίησης και θυματοποίησης, σχεδιασμένο από όργανα με επιστημονική και επαγγελματική επάρκεια, όπως το Κεντρικό Επιστημονικό Συμβούλιο Αντιμετώπισης της Θυματοποίησης και Εγκληματικότητας των Ανηλίκων (ΚΕΣΑΘΕΑ), το οποίο δυστυχώς η κυβέρνηση, αντί να ενισχύσει, φρόντισε να απαξιώσει.
Αποτελεί όχι μόνο εμπειρική διαπίστωση αλλά και στατιστικό δεδομένο, ότι η παιδική κακοποίηση «ανθεί» στο πρόσφορο έδαφος της παραμέλησης, της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού, στα πλαίσιο μιας ανάλγητης νεοφιλελεύθερης πολιτικής. Η κατάλληλη και συστηματική, και όχι πλημμελής επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και των επαγγελματιών του πεδίου, που έρχονται σε επαφή με τα παιδιά, θα μπορούσε να οδηγήσει στον πρώιμο εντοπισμό αντίστοιχων περιστατικών και θα μπορούσε να προλάβει την κακοποίηση. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν έγινε στην υπόθεση του Κολωνού και βλέπουμε τα αποτελέσματα με τον πλέον τραγικό τρόπο.
Το δωδεκάχρονο κορίτσι δυστυχώς δεν κακοποιήθηκε μόνο από τους βιαστές του, αλλά και από το σύστημα που επέτρεψε τη διαρροή υλικού της δικογραφίας και έτσι τη λαθρανάγνωση πολύ προσωπικών στιγμών της ιδιωτικής ζωής του· που επέτρεψε τη δευτερογενή θυματοποίησή του με τις πολλαπλές μαρτυρικές καταθέσεις όχι ενώπιον ειδικευμένων ψυχολόγων αλλά στην αστυνομία· που επέτρεψε τη διάρρηξη της οικογενειακής του ζωής αφού χρειάστηκε να χωριστεί η οικογένεια για να αποφύγει το στίγμα· που επέτρεψε, τη φτωχοποίηση μέσα από επιδόματα που δεν φτάνουν για να ζήσει με αξιοπρέπεια κανένας πολίτης· που επέτρεψε, τέλος, την αποκάλυψη προσωπικών του δεδομένων από την ίδια την εγγυήτρια για την προστασία αυτών των δεδομένων, την Υφυπουργό Δόμνα Μιχαηλίδου, αρμόδια για την πρόνοια και την κοινωνική αλληλεγγύη·
Το Τμήμα Δικαιωμάτων του ΣΥΡΙΖΑ θα συνεχίσει να παρακολουθεί στενά την εμβληματική αυτή υπόθεση μέχρι να εξασφαλιστεί, ότι τόσο η δωδεκάχρονη όσο και η οικογένειά της θα έχουν την επαρκή κοινωνική και οικονομική υποστήριξη που χρειάζονται διεκδικώντας πάντα μια συνεκτική κοινωνική πολιτική για το παιδί. Γιατί η αντιμετώπιση της κακοποίησης των ανηλίκων χρειάζεται στοχευμένες και πολυεπίπεδες δράσεις μέσα από τη συνέργεια όλων των φορέων παιδικής προστασίας, και όχι αποσπασματικά μέτρα για την εκτόνωση της πίεσης, που δημιουργεί η επικαιρότητα».