Καταπέλτης η κατάθεση του μάρτυρα στη δίκη της Χρυσής Αυγής σε δεύτερο βαθμό, με το αστυνομικό να καταρρίπτει τον βασικό ισχυρισμό της εγκληματικής οργάνωσης ότι η δολοφονία Φύσσα έγινε μεμονωμένα από τον Γιώργο Ρουπακιά.
Ο Χρήστος Δεληγιάννης ήταν εκείνος που το βράδυ της 17ης Σεπτεμβρίου 2013 βρέθηκε με την ομάδα ΔΙΑΣ Περάματος στο Κερατσίνι, έπειτα από το σήμα που έλαβαν ότι «πενήντα άτομα με ρόπαλα κατευθύνονται στην καφετέρια Κοράλλι».
Σε αυτόν ο Παύλος Φύσσας υπέδειξε τον Γιώργο Ρουπακιά ως τον δολοφόνο του, λέγοντας «αυτός με μαχαίρωσε» και στη σημερινή του κατάθεση, ως αυτόπτης μάρτυρας, αποκαλύφθηκε το οργανωμένο σχέδιο δολοφονίας που είχε το τάγμα εφόδου της Νίκαιας. «Ένας άνθρωπος πέθανε στα πόδια μου, ήταν πολύ δύσκολη η διαχείριση, ακόμα και σήμερα είναι» είπε χαρακτηριστικά στην κατάθεσή του.
Περιγράφοντας το περιστατικό, κατέγραψε την παρουσία οργανωμένης ομάδας χρυσαυγιτών, οι οποίοι βρίσκονταν στο σημείο μαζί με τον Ρουπακιά, όταν εκείνος δολοφόνησε τον Παύλο Φύσσα.
«Οταν φτάσαμε έξω από την καφετέρια βρήκαμε γύρω στα τριάντα άτομα μαζεμένα. Μου προκάλεσαν ανησυχία και φόβο επειδή δεν είχαν λόγο να είναι εκεί, μες στη μέση του δρόμου. Είχαν μαύρα ρούχα και κρατούσαν κράνη. Το σήμα από το Κέντρο Επιχειρήσεων έλεγε για ρόπαλα, δεν μπορούσα να διακρίνω καθαρά, θα μπορούσε να ήταν ένα που είδα. Ηταν όλοι μαζί, σαν μια ενότητα, όχι μεμονωμένα άτομα», κατέθεσε Δεληγιάννης για να προσθέσει ότι παρά την αρχική πληροφόρηση περί επεισοδίου ανάμεσα σε αναρχικούς και χρυσαυγίτες, εκείνος δεν είδε αναρχικούς στο σημείο. Παράλληλα, επισήμανε πως όταν ο Παύλος με την παρέα του εξήλθαν από την καφετέρια, δεν είχαν τη δυνατότητα να αποχωρήσουν, καθώς οι χρυσαυγίτες ήταν παραταγμένοι μπροστά στα οχήματά τους.
Στη σημερινή του κατάθεση ο Δεληγιάννης ανέφερε «τους ρώτησα γιατί στέκονταν εκεί, τους ζήτησα να διαλυθούν. Δεν μου έδωσαν καμία σημασία. Σε λίγα λεπτά ξεκίνησαν να βρίζουν και να τρέχουν όλοι προς μία κατεύθυνση, προς την Παναγή Τσαλδάρη. Ηταν περισσότεροι από μας, ακουγόταν οχλαγωγία και προκαλούσαν φόβο».
Σε άλλο σημείο σημείωσε ότι «είδα τον Ρουπακιά και τον Φύσσα πολύ κοντά ο ένας στον άλλον. Πίσω από τον Ρουπακιά ήταν τέσσερα-πέντε άτομα, δικοί του, που έβριζαν και προσπαθούσαν να χτυπήσουν τον Φύσσα. Στο απέναντι πεζοδρόμιο ήταν πολλά άτομα, φώναζαν, η συμπεριφορά τους θα μπορούσε να ήταν εμψυχωτική στον Ρουπακιά, ίσως και να τον εμψύχωναν».
Περιέγραψε, ακόμη, και την προσπάθειά του να συλλάβει έναν από τους χρυσαυγίτες που βρίσκονταν πίσω από τον Ρουπακιά λέγοντας «έβγαλα χειροπέδες για να τον συλλάβω. Κάποιος που ήταν δίπλα του με έσπρωξε, τον πήρε και πέρασαν απέναντι, εκεί που ήταν οι άλλοι. Γύρισα και είδα τον Ρουπακιά να κατευθύνεται στο αυτοκίνητο που ήταν παρκαρισμένο ανάποδα. Δεν ήταν αγχωμένος, περπατούσε ήρεμα. Ο Φύσσας είπε “αυτός με μαχαίρωσε”. Συνάδελφός μου βρήκε το μαχαίρι στη ρόδα του αυτοκινήτου, συνέλαβε τον Ρουπακιά και κάλεσε το ΕΚΑΒ».