Του Ηρακλή Αντωνογιαννάκη
Πλάτων : Λένε λοιπόν ότι η ψυχή τού ανθρώπου είναι αθάνατη και για ορισμένο χρόνο αυτή φτάνει σε ένα τέλος – αυτό το ονομάζουν θάνατο- και σε ορισμένο πάλι χρόνο αυτή γεννιέται και δεν χάνεται ποτέ. Μένων, 81b.
Τι είναι άραγε ζωή;
Όλα ήταν ξεκάθαρα, όλα είχαν πάρει τις σωστές τους διαστάσεις τώρα πια, αναλογιζόμενος το ταξίδι που διέσχισε, ακροβατώντας ανάμεσα σε δυο κόσμους.
Των πεθαμένων και των ζωντανών.
Των ”ζωντανών” που αρνιόταν να δουν και να ζήσουν την αλήθεια της ζωής, αυτό που ήταν προορισμένοι να πράξουν -και που μια μυστική φωνή, ένας ψίθυρος, υπαγόρευε τις λαχτάρες-τις εξάψεις, τις επιθυμίες- και όλα όσα χαράζουν βαθιά και ανεξίτηλα την ύπαρξη , και που τα μαρτυρούσαν τώρα πια μονάχα οι πεθαμένοι.
Έζησε την τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, όντας τραγικός ήρωας ο ίδιος, πάντα στο ενδιάμεσο, μια ανάσα πριν σβήσουν και χαθούν όλα, ένα νεφέλωμα που σκορπούσε με τον άνεμο του θανάτου προτού σβήσουν ολοκληρωτικά τα ανθρώπινα ίχνη που είχαν φορτωθεί.
-Θυμήθηκε τον σκοτωμένο στο φαράγγι πάνω στην ράχη του Ναβουχοδονόσορα μέσα στην λύπη του για την χαμένη του αγαπημένη, τον χαρούμενο ιχθυοπώλη που για χάρη του έστησαν γλέντι οι φίλοι του -περιφέροντας τον μέσα στο φέρετρο στα στενά σοκάκια της πόλης- και που οι αγαπημένες του εταίρες έβαζαν στολίδια τα ..σουτιέν και τα βρακιά τους για το ταξίδεμα του στον άλλο κόσμο.
Τον γέρο Ηγούμενο στην μονή (ένα κεφάλαιο ”βλάσφημο και ανατρεπτικό” για τα δεδομένα της εποχής), βουτηγμένο στην αμφιβολία και την αμφισβήτηση για το τι εστί Θεός αλλά και για τα έργα του,
και τον μακαρίτη που ”ντύθηκε” γαμπρός- τρεις μέρες πεθαμένος..
Ένα ανατρεπτικό, σουρεαλιστικό σκηνικό που επιλέγει ο συγγραφέας να ”κολυμπήσει” γνωρίζοντας καλά το πεδίο αυτό, χρωματίζοντας με εικόνες και παραστάσεις, που κάνουν τον αναγνώστη να επιστρέφει, προσπαθώντας να ζήσει, να αγγίξει την μαγεία αυτήν ξανά και ξανά ..
Τον ποιητή που υμνεί την σάρκα και τα απόκρυφα της μέσα από τα ύστατα μεταθανάτια ποιήματα του (Ελεγεία για μια τρύπια καπότα-ο νεκρός αυνανιστής-και κάμποσα ακόμα) που οι ομότεχνοι του θεωρούν αισχρά και ανάξια, εξωφρενικά χυδαία και καίγονται στην πυρά.
‘Και οι Νεκροί ας θάψουν τους Νεκρούς τους” είναι ένα ταξίδι,
ένα μεγάλο ταξίδι που ξεκινάει από ένα μικρό χωριό στους πρόποδες κάποιου βουνού, ξεχασμένο μέσα στην επανάληψη του χρόνου.
Περιηγείται τον κάμπο και τα χωριά της Μεσαράς, την Βιάννο, το μεγάλο Κάστρο και κλείνει με την επιστροφή στα ίδια μέρη, στα ίδια βήματα ,στα ίδια πρόσωπα, μονάχα που ο πρωταγωνιστής, ο μικρός Φανούρης, έχει ζήσει δεκάδες ζωές, δεκάδες ιστορίες ανθρώπων που όλοι είχαν δυο κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα . Έλεγαν πάντα την αλήθεια και όλοι τους ήταν νεκροί.
Στο μεταίχμιο δυο κόσμων, εκεί που η αξόδευτη αλήθεια και τα βολικά ψέματα των ζωντανών αποκτούν άλλα νοήματα, εκεί που οαπολογισμός της ύπαρξης ξαναβρίσκει την χαμένη της υπόσταση, εκεί γίνονται όλα ξεκάθαρα.
Η γλώσσα δε που χρησιμοποιεί ο Μιχάλης Αλμπάτης είναι αυτήν των ζωγράφων και ποιητών.
Χρωματίζει τον παράξενο καμβά αυτού του διηγήματος με εικόνες και παραστάσεις που μαγεύουν τον αναγνώστη..
Ο μικρός Φανούρης( σαν άλλος Ζαν Μπατίστ Γκρενουίγ με το ”χάρισμα” των αρωμάτων) βαδίζει στο μεταίχμιο δυο κόσμων και συνομιλεί με τους νεκρούς, είναι από κάθε άποψη μαγική η σύλληψη του Συγγραφέα.
Θεωρώ, ο αναγνώστης θα προσλάβει εκείνα που του επιτρέπει η συνειδησιακή του κατάσταση, και θα αναστοχαστεί πάνω στα μεγάλα υπαρξιακά διλλήματα που τίθενται-μέσα στην περιήγηση αυτήν.
Το μόνο αρνητικό του όλου εγχειρήματος: τελειώνει γρήγορα, πάρα τις 468 του σελίδες του.