Συνέντευξη του γραμματέα της Κεντρικής Επιτροπής του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. Δημήτρης Τζανακόπουλος, υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη διαμόρφωσης κινημάτων ειρήνης αλλά και τον «αναντικατάστατο» ρόλο της Αριστεράς στα ζητήματα αυτά
Η κατάσταση γενικευμένου πολέμου μπορεί ακόμα και να ξεφύγει από τον έλεγχο, όπως δείχνει και η επιλογή της Γερμανίας να μπει σε κούρσα υπερεξοπλισμών και η έμμεση αλλά τρομακτική αναφορά της Ρωσίας σε ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων”, σημειώνει στην ΑΥΓΗ της Κυριακής ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ – Π.Σ. Δημήτρης Τζανακόπουλος, υπογραμμίζοντας την επιτακτική ανάγκη διαμόρφωσης κινημάτων ειρήνης αλλά και τον ρόλο της Αριστεράς που είναι “αναντικατάστατος, με δεδομένη τη στάση των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη που έχουν αποδειχτεί πλήρως ανίκανες να διαδραματίσουν έναν θετικό ρόλο για την αποφυγή της σύγκρουσης”.
Μιλά ακόμα για την αλλαγή του δόγματος που ήθελε την Ελλάδα να αποτελεί γέφυρα, διαμεσολαβητική και σταθεροποιητική δύναμη, στη λογική του πρόθυμου και δεδομένου συμμάχου, της αντίληψης “pick me”, που εμπλέκει έμμεσα τη χώρα στον πόλεμο αλλά υπονομεύει και τη δυνατότητά της να παίξει ρόλο διαμεσολαβητικό, ειρηνευτικό, σταθεροποιητικό.
Στηλιτεύει, παράλληλα, την πολιτική της κυβέρνησης, τονίζοντας πως για να αντιστραφεί η τάση φτωχοποίησης και να αντιμετωπιστούν η ενεργειακή και η ανθρωπιστική κρίση που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη είναι επιτακτική η ανάγκη της πολιτικής αλλαγής και η διαμόρφωση μιας αριστερής, προοδευτικής, δημοκρατικής πλειοψηφίας.
Πώς βλέπετε τις εξελίξεις στο ουκρανικό; Τι σηματοδοτεί για την ευρύτερη γεωπολιτική ισορροπία, όπως διαμορφώθηκε από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά; Εκτιμάτε ότι μπαίνουμε σε μια εποχή που θα έχει ως κεντρικό χαρακτηριστικό έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, αβεβαιότητα στις παγκόσμιες ισοροπίες και εντάσεις; Ποιος είναι ο ρόλος της Αριστεράς σε αυτή τη νέα ιστορική φάση, εν μέσω όξυνσης των εθνικισμών, της κούρσας εξοπλισμών και της στρατιωτικοποίησης της Ευρώπης;
Από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μετά, η γεωπολιτική ισορροπία έχει μετασχηματιστεί αρκετές φορές, όπως έχει μετασχηματιστεί και ο χαρακτήρας του πολέμου. Και οι περιοδολογήσεις αυτών των μετασχηματισμών δεν συμπίπτουν αναγκαστικά μεταξύ τους. Το τέλος του Ψυχρού Πολέμου ήταν αποτέλεσμα αλλά και ταυτόχρονα παραγωγική αιτία της σχεδόν απόλυτης κυριαρχίας των ΗΠΑ στον παγκόσμιο συσχετισμό δύναμης, που διατηρήθηκε για αρκετά χρόνια. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Περιφερειακές δυνάμεις έχουν αναδυθεί, που, αν και δεν μπορούν να αμφισβητήσουν την κυριαρχία των ΗΠΑ, διεκδικούν ρόλο και ισχύ, διαμορφώνουν διεκδικήσεις ζωτικού χώρου. Την ίδια στιγμή, ο πόλεμος έχει αλλάξει φύση. Μιλάμε πλέον εδώ και αρκετά χρόνια για μια κατάσταση γενικευμένου πολέμου που δεν έχει πλέον τον χαρακτήρα ολικής κινητοποίησης του πληθυσμού όπως στον Α’ ή τον Β’ Ππαγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται μάλλον για πληθωρισμό πολέμων που προσομοιάζουν περισσότερο στην αστυνομική δράση.
Και τον δρόμο σε αυτή τη νέα κατάσταση τον άνοιξαν οι ΗΠΑ, στο Ιράκ, στο Κόσσοβο, στο Αφγανιστάν. Σήμερα σε αυτό τον επικίνδυνο δρόμο βαδίζει η Ρωσία, που διεκδικεί για τον εαυτό της τον ρόλο του κράτους – χωροφύλακα με την παράνομη και απολύτως καταδικαστέα εισβολή στην Ουκρανία. Και βεβαίως τα επιχειρήματα που χρησιμοποιεί ελάχιστα διαφέρουν από τα επιχειρήματα που έχουν χρησιμοποιηθεί στις εκστρατείες νομιμοποίησης άλλων πολεμικών επιχειρήσεων –νόμιμη άμυνα, προστασία μειονοτήτων–, τη στιγμή που όλοι (θα έπρεπε να) καταλαβαίνουν ότι εδώ έχουμε να κάνουμε με την επιτομή της ιμπεριαλιστικής πολιτικής.
Βεβαίως, αν και δεν είναι η πρώτη φορά μετά τον Ψυχρό Πόλεμο που αναλαμβάνεται στρατιωτική δράση από μια περιφερειακή δύναμη, κάθε άλλο, είναι η πρώτη φορά που μια τέτοια επιλογή αμφισβητεί άμεσα και με τέτοια ένταση τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των ΗΠΑ. Μπαίνουμε λοιπόν σε μια σκοτεινή περίοδο, όπου η κατάσταση γενικευμένου πολέμου μπορεί ακόμα και να ξεφύγει από τον έλεγχο, όπως δείχνει και η επιλογή της Γερμανίας να μπει σε κούρσα υπερεξοπλισμών και η έμμεση αλλά τρομακτική αναφορά της Ρωσίας σε ενδεχόμενο χρήσης πυρηνικών όπλων.
Σε αυτή τη νέα φάση, η διαμόρφωση κινημάτων ειρήνης που θα διαφοροποιούνται από τις ιμπεριαλιστικές επιδιώξεις του ενός ή του άλλου, μικρού ή μεγάλου, δεν είναι απλώς αναγκαία αλλά επιτακτική. Και εκεί ο ρόλος της Αριστεράς είναι αναντικατάστατος, με δεδομένη τη στάση των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη που έχουν αποδειχτεί πλήρως ανίκανες να διαδραματίσουν έναν θετικό ρόλο για την αποφυγή της σύγκρουσης. Αλλά και για ένα λόγο παραπάνω: Γιατί πρέπει να αντισταθούμε στην επιχείρηση της συλλογικής ενοχοποίησης του ρωσικού λαού, στον μακαρθισμό που κατασκευάζει εσωτερικούς εχθρούς, στη ρατσιστική στάση που διαχωρίζει τους πρόσφυγες. Και πρέπει να αντισταθούμε σθεναρά για να μπορούμε να καταδικάζουμε καθαρά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ασκήσατε σφοδρή κριτική στην απόφαση Μητσοτάκη για αποστολή όπλων στην Ουκρανία. Θεωρείτε ότι μεταβάλλεται το αμυντικό δόγμα της χώρας; Ποια είναι τα λάθη που καταλογίζετε στον Κ. Μητσοτάκη σε σχέση με την εξωτερική πολιτική και τον γεωπολιτικό ρόλο της Ελλάδας από το 2019 έως σήμερα;
Καταρχάς να επισημάνω ότι η ίδια η έννοια του λάθους δεν αποτυπώνει την πραγματικότητα της πολιτικής και ιδεολογικής αντιπαράθεσης, καθώς υπονοεί ένα αδιαφοροποίητο και αδιαμεσολάβητο εθνικό συμφέρον. Όμως αυτό που παίρνει τη μορφή του εθνικού δεν είναι το ίδιο για τη Δεξιά και την Αριστερά, για τις κυρίαρχες και τις κυριαρχούμενες δυνάμεις, για την ολιγαρχία και για τους πολλούς. Εξάλλου και μέσα σε αυτές τις διαιρέσεις επίσης υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις και οπτικές για το εθνικό συμφέρον. Με λίγα λόγια, αυτό που είναι λάθος για τους πολλούς μπορεί να είναι σωστό για τους λίγους και το αντίστροφο.
Εν πάση περιπτώσει, το θέμα εδώ είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει επιλέξει από το 2019 να υιοθετήσει το δόγμα του απολύτως προβλέψιμου συμμάχου των ΗΠΑ εγκαταλείποντας την πολυδιάστατη και ενεργητική εξωτερική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, πολιτική η οποία στηριζόταν στη λογική που ήθελε την Ελλάδα να αποτελεί γέφυρα, διαμεσολαβητική και σταθεροποιητική δύναμη στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, κυρίως, αλλά και ευρύτερα. Και αυτή ήταν μια επιλογή που στη βάση της είχε την αρχή της ειρηνικής επίλυσης διαφορών, με αποκορύφωμα τη Συμφωνία των Πρεσπών. Σήμερα ο κύριος Μητσοτάκης και η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, αλλάζοντας αυτό το δόγμα και δείχνοντας τον υπερβάλλοντα ζήλο που υπαγορεύει η λογική τού “pick me”, «διαλέξτε εμένα, κοιτάξτε πόσο πρόθυμος είμαι να σας υπηρετήσω ακόμη και κάνοντας πράγματα που δεν ζητήσατε», όχι απλώς εμπλέκει τη χώρα, έστω έμμεσα, στον πόλεμο αλλά υπονομεύει και τη δυνατότητά της να παίξει ρόλο διαμεσολαβητικό, ειρηνευτικό, σταθεροποιητικό.
Ο πρωθυπουργός συναντάται σήμερα με τον Τούρκο Πρόεδρο. Ποιες οι προσδοκίες σας; Μάλιστα αυτή η επίσκεψη γίνεται την ώρα που ο Ερντογάν επιδιώκει -και σε μεγάλο βαθμό το καταφέρνει- να παίξει ρόλο ισχυρού παίκτη στην περιοχή, ακόμα και του εγγυητή – διαμεσολαβητή Ουκρανίας και Ρωσίας.
Είναι μια συνάντηση που έρχεται καθυστερημένα και από την οποία στην παρούσα συγκυρία δεν μπορούμε να περιμένουμε πολλά. Και τούτο όχι μόνο λόγω της καθυστέρησης αλλά και εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο ο κ. Μητσοτάκης διαβάζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αντί να επιδιώκει την ειρηνική επίλυση διαφορών, υπό τον φόβο του πολιτικού κόστους τόσο εσωκομματικά, από την ακροδεξιά πτέρυγα της Ν.Δ. που παίζει τον ρόλο υποβολέα στην εξωτερική του πολιτική, όσο και από τον «λαό της Δεξιάς», τον οποίο ο ίδιος διαμόρφωσε ιδεολογικά τα τελευταία χρόνια με τις εξαλλοσύνες και τον εθνικιστικό του παροξυσμό την περίοδο της Συμφωνίας των Πρεσπών, μεταθέτει διαρκώς το πρόβλημα και επιλέγει τη λογική της κούρσας εξοπλισμών και την απόλυτη πρόσδεση στις ΗΠΑ με τη λογική του προβλέψιμου και πρόθυμου συμμάχου.
Το γελοίο αλλά και τραγικό της υπόθεσης είναι ότι, για να στηρίξει αυτή την πολιτική, συνεχίζει τη ρητορική για μια δήθεν απομόνωση της Τουρκίας στο διεθνές στερέωμα, τη στιγμή ακριβώς που ο Ερντογάν όχι απλώς επιδιώκει αλλά παίζει ρόλο διαμεσολαβητή στην ουκρανική κρίση. Σε μια παράλληλη μάλιστα κίνηση, που ακολουθεί τη ρητορική της απομόνωσης της Τουρκίας, επιλέγει μια αναλογία Τουρκίας – Ρωσίας / Ουκρανίας – Ελλάδας φτιάχνοντας ένα γκροτέσκο σχήμα που τάχα δικαιολογεί την κούρσα εξοπλισμών και τροφοδοτεί τον φόβο και την ανασφάλεια. Το δυστύχημα είναι ότι αυτή η ρητορική και αυτά τα σχήματα δεν αφήνουν ασυγκίνητο και ένα τμήμα της Αριστεράς και είναι ακριβώς εδώ που αναδεικνύεται η ανάγκη της ιδεολογικής αντιπαράθεσης με τη Ν.Δ. και τον Μητσοτάκη και τις σχηματοποιήσεις και τις ιδεολογικές αναπαραστάσεις του «εθνικού κορμού» από τα ΜΜΕ μέχρι το σχολείο και την Εκκλησία.
Πρόκειται για επικίνδυνες εξελίξεις, που κάνουν επιτακτική την ανάγκη για συνολική πολιτική στροφή, για επιστροφή στην πολυδιάσταση και ενεργητική εξωτερική πολιτική και αμφισβήτηση των εθνικών μύθων.
Η κυβέρνηση άφησε τα καρτέλ να αλωνίζουν
Γιατί κατηγορείτε την κυβέρνηση για την αύξηση των τιμών στα προϊόντα, στα καύσιμα και στην ενέργεια; Δεν είναι λογική συνέπεια του πολέμου στην Ουκρανία, όπως υποστηρίζουν τα στελέχη της κυβέρνησης;
Η κυβέρνηση από την πρώτη στιγμή της θητείας της υιοθέτησε μια πολιτική αντίστροφης αναδιανομής. Αυτό αποτυπώθηκε και στην πτωτική τάση του μέσου μισθού μετά από μια διετία σταδιακής ανάκαμψης, στην αύξηση του ιδιωτικού χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσων αλλά και στην άνοδο των τιμών, που ξεκίνησε πολύ πριν το ξέσπασμα του πολέμου αλλά και πολύ πριν την πανδημία. Θυμίζω ότι μια από τις πρώτες κινήσεις της κυβέρνησης, τον Σεπτέμβριο του 2019, ήταν η αύξηση των τιμολογίων της ΔΕΗ έως και 20%. Τα πράγματα αρχίζουν και παίρνουν μάλιστα δραματική τροπή κατά την περίοδο της πανδημίας.
Οι τιμές του φυσικού αερίου, του ηλεκτρικού ρεύματος, του πετρελαίου αλλά και προϊόντων πρώτης ανάγκης εκτοξεύονται ήδη από τις αρχές του 2021 και καταγράφουν ευρωπαϊκά ρεκόρ. Οι κυβερνητικές ευθύνες είναι συγκεκριμένες: το καρτέλ στην ενέργεια μέσω και της αδιαφανούς λειτουργίας του χρηματιστηρίου ενέργειας είναι η κύρια αιτία. Το γεγονός ότι τους μήνες πριν από τον πόλεμο η Ελλάδα κατέγραφε την υψηλότερη χονδρεμπορική τιμή ρεύματος στην Ευρώπη κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι, αφού οδήγησε σε υπερκέρδη για τις μεγάλες επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στον τομέα.
Πρωταγωνιστικό ρόλο μάλιστα στο ράλι τιμών παίζει η ΔΕΗ που η κυβέρνηση επέλεξε να ιδιωτικοποιήσει εν μέσω ενεργειακής κρίσης. Οι μακροπρόθεσμες μάλιστα συνέπειες της ιδιωτικοποίησης φαίνονται σήμερα, μετά το ξέσπασμα του πολέμου, όπως φαίνονται και οι συνέπειες της απόλυτης σχεδόν εξάρτησης της ελληνικής οικονομίας από το φυσικό αέριο, επίσης επιλογή Μητσοτάκη. Το Δημόσιο έχει αποστερηθεί τα εργαλεία του ενεργειακού σχεδιασμού, η ΔΕΗ λειτουργεί πλέον προς όφελος μόνο των μετόχων της, τα καρτέλ αλωνίζουν, δεν έχει υπάρξει καμία μέριμνα για ανάπτυξη ανανεώσιμων πηγών, η λιγνιτοπαραγωγή μηδενίστηκε χωρίς χρονοδιάγραμμα οργανωμένης μετάβασης. Πλήρης δηλαδή αποτυχία για τα κέρδη μερικών εταιρειών. Για να μην μιλήσουμε για την ανυπαρξία σοβαρών μέτρων ενίσχυσης του εισοδήματος.
Θα μπορούσε δηλαδή η φτωχοποίηση που συντελείται να αποφευχθεί; Τι θα κάνατε αν ήσασταν εσείς στην κυβέρνηση; Είναι δημοσιονομικά εφικτά τα μέτρα που προτείνετε;
Προφανώς και θα μπορούσαν τα πράγματα να είναι διαφορετικά. Όλα εξαρτώνται από τις προτεραιότητες της πολιτικής. Ποια κοινωνική δύναμη θέλεις να εξυπηρετείς κάθε φορά. Εμείς έχουμε μιλήσει για μια συνολική αντιστροφή των προτεραιοτήτων και όχι απλώς για επιμέρους μέτρα. Πρώτα και κύρια η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, που θα συμπαρασύρει το σύνολο των αμοιβών της μισθωτής εργασίας προς τα πάνω. Αλλά και αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο οργάνωσης της εργασίας, από την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων μέχρι τη νομοθετική κατάργηση μορφών επισφαλούς εργασίας αλλά και του νόμου Χατζηδάκη ώστε να ενισχυθεί και η διαπραγματευτική δύναμη των εργαζομένων.
Επίσης ρύθμιση του ιδιωτικού χρέους μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων, μείωση του ειδικού φόρου κατανάλωσης σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο για την περίοδο που διαρκεί η κρίση αλλά και μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα. Τρίτη δέσμη μέτρων αφορά τον έλεγχο των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος, με πάγωμα των τιμολογίων νομοθετικά, σπάσιμο των καρτέλ που η κυβέρνηση έχει αφήσει να δρουν ανεξέλεγκτα στην αγορά και αναδρομική φορολόγηση των υπερκερδών των επιχειρήσεων ενέργειας ώστε να διανεμηθούν στους καταναλωτές.
Η επαναφορά της ΔΕΗ υπό δημόσιο έλεγχο δεν μπορεί παρά να αποτελεί άμεσο πολιτικό στόχο. Όλα αυτά συνθέτουν ένα κυβερνητικό πρόγραμμα άμεσης εφαρμογής, ενώ το δημοσιονομικό του αποτύπωμα είναι απολύτως διαχειρίσιμο με δεδομένη και τη σχετική ελευθερία από την αναστολή των κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας. Εξάλλου αρκετά από αυτά τα μέτρα, ιδιαίτερα για τον έλεγχο των τιμών, προτείνονται ήδη από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, την ίδια στιγμή που ο κ. Μητσοτάκης κρούει ανοιχτές θύρες με τις επιστολές του, που μόνο ως απόπειρα κοροϊδίας μπορούν να διαβαστούν. Για να αντιστραφεί όμως η τάση φτωχοποίησης και να αντιμετωπιστούν η ενεργειακή και η ανθρωπιστική κρίση, που βρίσκονται σε πλήρη εξέλιξη, είναι επιτακτική η ανάγκη της πολιτικής αλλαγής και η διαμόρφωση μιας αριστερής, προοδευτικής, δημοκρατικής πλειοψηφίας.