Του Χάρη Μαμουλάκη*
Δύο χρόνια τώρα η κυβέρνηση έχει εγκλωβιστεί στο δικό της μακροοικονομικό και δημοσιονομικό παραμύθι! Παραμύθι που περισσότερη σχέση έχει με τον τρόπο με τον οποίο προσπαθεί να ενοποιήσει πολιτικά την ετερόκλητη πολιτική της συμμαχία με τους ακροδεξιούς και εκσυγχρονιστές που εκπροσωπεί ο κύριος Μητσοτάκης και λιγότερη σχέση έχει με την πραγματική οικονομία.
Ο προϋπολογισμός που ψηφίστηκε το Σάββατο 18 Δεκεμβρίου ήταν μια ακόμα ευκαιρία για τον κύριο Σταϊκούρα να επαναλάβει αυτό το παραμύθι. Ένα παραμύθι που δεν μας το λένε για πρώτη φορά. Ο προϋπολογισμός του 2022 ήταν ο δεύτερος «πανδημικός» προϋπολογισμός και πατάει πάνω στο μοτίβο που διαμορφώθηκε στο πεδίο της μακροοικονομικής πολιτικής τη δύσκολη άνοιξη του 2020. Την περίοδο που οι ίδιες οι Βρυξέλλες αποκαλούν «οι 100 μέρες που άλλαξαν την Ευρώπη.» Το παραμύθι αυτό έχει, σε όλες τις ευρωπαϊκές οικονομίες, τρεις πρωταγωνιστές: Την πανδημία, τις κρατικές οικονομικές πολιτικές, και την εκάστοτε εθνική οικονομία.
Η ευρωπαϊκή αφήγηση έλεγε μέχρι χθες, και ορθά, ότι οι κρατικές πολιτικές δεν έπρεπε να ακολουθήσουν την πεπατημένη της δημοσιονομικής λιτότητας καθώς αυτό θα έδινε στην ύφεση μόνιμα χαρακτηριστικά. Αντίθετα, μέσα από τη χαλάρωση των κανόνων περί κρατικών ενισχύσεων και του συμφώνου σταθερότητας, οι εθνικές κυβερνήσεις έπρεπε να ενισχύσουν τις εθνικές τους οικονομίες και την χειμαζόμενη κοινωνία, ενισχύοντας την ενεργή ζήτηση. Το παραμύθι μάλιστα έχει και το καλάθι της κοκκινοσκουφίτσας που φρόντισε να της δώσει η Κομισιόν. Ένα πακέτο που ισοδυναμούσε σχεδόν με ένα ΕΣΠΑ για την ενίσχυση της εθνικής οικονομίας, στο πρόσωπο του Ταμείου Ανάκαμψης, μέσα από το οποίο θα φρόντιζε έτι περαιτέρω η εκάστοτε εθνική κυβέρνηση, τη στήριξη της κλινήρους οικονομίας.
Αυτό είναι το μοτίβο άσκησης μακροοικονομικής πολιτικής εδώ και 2 χρόνια σε όλη την Ευρώπη και μόνο σήμερα φαίνεται να ανοίγει εκ νέου η συζήτηση για επαναφορά κάποιων κανόνων δημοσιονομικής λιτότητας μετά τις Γερμανικές εκλογές. Ωστόσο, η ελληνική εκδοχή του παραμυθιού έχει τις δικές της παραλλαγές. Στην Ελλάδα η κυβέρνηση συστηματικά από το 2020 έλεγε δύο πράγματα. Πρώτον, ότι η απειλή της πανδημίας θα περάσει όπου να ναι, και πως αν δεν περνάει, μάλλον θα φταίει η κοινωνία για αυτό. Δεύτερον, στην Ελλάδα η κυβέρνηση ήταν τόσο ενθουσιασμένη με το καλάθι της Κομισιόν που θεωρούσε ότι αυτό από μόνο του θα ήταν ικανό να αποσοβήσει τον ενδεχόμενο κίνδυνο για την εθνική οικονομία. Σε αυτό να προσθέσουμε ότι στη δική μας την περίπτωση η κυβέρνηση έχει και προνομιακές σχέσεις με την οικονομική ολιγαρχία, άρα οι προτεραιότητες της δεν είναι να δώσει το «καλάθι» όσο πιο γρήγορα μπορεί αλλά να ικανοποιήσει τις ακριβείς επιθυμίες όσων την στήριξαν για την εκλογή και την παραμονή της στην εξουσία.
Τι σημαίνουν όλα αυτά όμως για την εθνική μας οικονομία; Η κυβέρνηση επαναλαμβάνει εδώ και δύο χρόνια ότι η πανδημία είναι ένα παροδικό φαινόμενο που θα είχε αντιμετωπιστεί πλήρως πριν από ένα χρόνο μέσα από τον καθολικό εμβολιασμό. Για τον λόγο αυτό θεωρούσε ότι δεν χρειάζονταν να προβεί σε αύξηση των δαπανών για την Υγεία, για τις Μαζικές Μεταφορές ή για την Παιδεία. Σήμερα πλέον, γνωρίζουμε ότι και η ίδια η κυβέρνηση είναι ανίκανη, εξαιτίας των αυταρχικών ιδεοληψιών της, να δημιουργήσει συναινέσεις γύρω από την αναγκαιότητα καθολικού εμβολιασμού αλλά και ότι τα εμβόλια κάνουν τη νόσηση ηπιότερη αλλά δεν εξαλείφουν την διασπορά της, ούτε και ανακουφίζουν καθολικά το σύστημα υγείας.
Η κυβέρνηση, καθώς το Σεπτέμβρη ήταν σίγουρη ότι η πανδημία πέρασε, άρχισε να περιορίζει τα επιδόματα για τον ιδιωτικό τομέα. Και αυτό παρόλο που όλοι οι διεθνείς οργανισμοί προειδοποιούσαν για σταδιακή μόνο μείωση των μορφών επιδοματικής ενίσχυσης του. Έτσι σήμερα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις βγαίνουν από τη ΜΕΘ των κρατικών ενισχύσεων για να μπουν στο νοσηρό περιβάλλον της ύφεσης, του πλήρους αποκλεισμού τους από τη τραπεζική χρηματοδότηση και τις ενισχύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η κυβέρνηση για δύο χρόνια προσπαθεί να διατηρήσει την εύθραυστη κοινωνική της συμμαχία με την επίκληση του Ταμείου Ανάκαμψης ως μάννα εξ ουρανού που θα μας σώσει από κάθε συμφορά! Κατανοητό το γιατί το κάνει σε πολιτικό επίπεδο, αλλά όταν αυτές οι πολιτικές μανούβρες βρίσκουν το δρόμο τους για τις επίσημες μακροοικονομικές προβλέψεις ενός κράτους σχετικά με την επερχόμενη αλματώδη, σαν ελατήριο έλεγαν κάποιοι, ανάκαμψη, τότε διάφορα τραγελαφικά συμβαίνουν. Έτσι, π.χ., οι προβλέψεις για την αναμενόμενη απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης για το 2022 πέφτουν ανά έξι μήνες. Από το 2,6 δις στο μεσοπρόθεσμο, σε 1,6 δις και σήμερα, οι ίδιοι άνθρωποι στην ίδια αίθουσα, ψηφίζουμε για απορρόφηση 600 εκατ. ευρώ. Ακόμα χειρότερες είναι οι επιδόσεις της κυβέρνησης στο ΕΣΠΑ και στην απορρόφηση του ΠΔΕ όταν από τον Οκτώβρη έχουν παγώσει όλες οι εκταμιεύσεις του ΕΣΠΑ. Με όλες αυτές τις αποτυχίες η κυβέρνηση μένει μόνο με την μεταφυσική πίστη ότι από μόνη της η οικονομία θα ανακάμψει 2022 η οποία δεν επιβεβαιώνεται ούτε καν από το δημοσιονομικό συμβούλιο.
Αν το παραπάνω παραμύθι της κυβέρνησης μείνει ως έχει τότε τι μένει από το τον προϋπολογισμό του 2022; Η εξαίρεση της Ελλάδας από το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων της ΕΚΤ! Και μια δημοσιονομική προσαρμογή ύψους 9,7 δις. ευρώ, ύψους 5,4% του ΑΕΠ!
Μια επιστροφή, δηλαδή, στις πιο σκληρές μέρες της μνημομονιακής λιτότητας.
*Ο Χάρης Μαμουλάκης είναι αν. Τομεάρχης Ανάπτυξης & Επενδύσεων Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Βουλευτής Ηρακλείου – Πολιτικός Μηχανικός BEng MSc