Του Σωκράτη Βαρδάκη*
Ωράριο εργασίας – λάστιχο, με μείωση αποδοχών για τους εργαζομένους, ανεξέλεγκτες απολύσεις, θεσμικός περιορισμός των συνδικάτων με ουσιαστική αφαίρεση της δυνατότητας να υπογράφουν συλλογικές συμβάσεις εργασίας και ποινικοποίηση των απεργιών.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία, οικονομία χωρίς υγιείς επιχειρήσεις δεν υφίσταται. Επιχειρήσεις χωρίς εργαζόμενους είναι αδύνατο να υπάρξουν, όπως και εργαζόμενοι χωρίς εργασιακά δικαιώματα.
Για τον κ. Μητσοτάκη, βέβαια, η οικονομία πρέπει να αναπτύσσεται, οι επιχειρήσεις να κερδοφορούν, οι εργοδότες να είναι ευχαριστημένοι, αλλά οι εργαζόμενοι ανυπεράσπιστοι.
Εξ ου και η σφοδρή επίθεση που εξαπολύει εναντίον τους, από των πρώτο κιόλας μήνα των εκλογών του Ιουλίου 2019. Επικράτηση της ΝΔ σημαίνει πλήγμα για τον κόσμο της εργασίας, το ωράριο εργασίας, τους μισθούς και εν γένει τα εργασιακά δικαιώματα. Πλήγμα για την ίδια τη Δημοκρατία.
Οι ψηφισμένοι, μέχρι σήμερα, νόμοι από την Κυβέρνηση, αντικατοπτρίζουν ακραίες νεοφιλελεύθερες πολιτικές, καθώς η κατάργηση του βάσιμου λόγου απόλυσης, η μη επέκταση των συλλογικών συμβάσεων και η κατάργηση της προσφυγής των εργαζομένων στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας, φανερώνουν την ισοπέδωση των εργασιακών δικαιωμάτων που επιδιώκει η ΝΔ του κ. Μητσοτάκη.
Η Κυβέρνηση δεν δημιουργεί προοπτικές ασφάλειας και εργασιακής αξιοπρέπειας της ελληνικής κοινωνίας. Φροντίζει επιτηδευμένα να μετατρέψει το ΣΕΠΕ, τον ελεγκτικό μηχανισμό, αρμόδιο μέχρι πρότινος για την ορθή εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας, τη διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων, καθώς και της ασφάλειας και υγείας των εργαζομένων, σε έναν απλό διεκπεραιωτικό μηχανισμό.
Μέσα στην υγειονομική κρίση που βιώνουμε τον τελευταίο χρόνο, κεκτημένα δεκαετιών, που κερδήθηκαν με κόπο και αγώνες, ποδοπατήθηκαν από τη ΝΔ, ελαφρά τη καρδία, με πρόσχημα μάλιστα την πανδημία. Χιλιάδες εργαζόμενοι βρέθηκαν εκτός ομπρέλας προστασίας, αντιμετωπίζοντας βιοποριστικό πρόβλημα, με το εισόδημα και την απασχόληση να μην θωρακίζονται ουσιαστικά. Η υγειονομική κρίση συνοδεύτηκε από ελλιπή μέτρα ενίσχυσης των πληγέντων εργαζομένων, επιφέροντας δυσβάσταχτες οικονομικές επιπτώσεις.
Την ταφόπλακα που δεν κατάφερε να βάλει καμία δεξιά κυβέρνηση στα εργασιακά δικαιώματα, προσπαθεί να βάλει ο κ. Μητσοτάκης. Η νεοφιλελεύθερη πολιτική που εκφράζει, συνεχίζει να παίρνει σάρκα και οστά, αυτή τη φορά μέσα από νέες αντεργατικές ρυθμίσεις που επίκειται να φέρει στη βουλή ο Υπουργός Εργασίας.
Ένα αισχρό νομοσχέδιο που θα στρώσει το έδαφος για τη βάναυση τιμωρία των εργαζομένων και την επικράτηση ανισοτήτων.
Για πρώτη φορά στη χώρα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη νομοθετεί τη 10ωρη εργασία, χωρίς πρόσθετη αμοιβή. Και όλα αυτά, 134 χρόνια μετά την απεργία του Σικάγο και 100 χρόνια μετά από τη νομοθέτηση του 8ωρου στην Ελλάδα, την ίδια στιγμή που η Ισπανία γίνεται η πρώτη ευρωπαϊκή χώρα στην οποία θα εφαρμοστεί η τετραήμερη εβδομάδα εργασίας των 32 ωρών.
Η Κυριακάτικη αργία πηγαίνει περίπατο, ενώ ταυτόχρονα η Κυβέρνηση αυξάνει το ανώτατο όριο υπερωριών από 48 ώρες σε εξαμηνιαία βάση, στις 120 ετησίως, ενώ υπάρχουν στο τραπέζι εισηγήσεις για ευθυγράμμιση του πλαφόν των υπερωριών στη βιομηχανία με όλους τους κλάδους, γεγονός που θα φέρει τη μείωση του κόστους των υπερωριών στις βιομηχανίες.
Προβλέπονται οι καταχρηστικές απολύσεις χωρίς περιορισμούς, και μάλιστα χωρίς κόστος για τους εργοδότες. Ταυτόχρονα, καταργείται η επαναπρόσληψη εργαζομένου ακόμα και όταν η απόλυση έχει κριθεί δικαστικά.
Η επιβολή της ηλεκτρονικής κάρτας εργασίας, που προτείνουν, απαιτεί την ύπαρξη του απαραίτητου ελεγκτικού μηχανισμού, που θα διασφαλίζει την εφαρμογή του, κάτι το οποίο είναι αδύνατο να επιτευχθεί από μια κυβέρνηση που απαξίωσε το ΣΕΠΕ, όπως και κάθε ελεγκτικό μηχανισμό, και επέκτεινε την παραβατικότητα σε όλη την αγορά εργασίας.
Αυτό που δεν έκανε καμία κυβέρνηση της ΝΔ τα τελευταία 38 χρόνια, να ακουμπήσει τον Νόμο 1264/82 που κατοχύρωνε τις συνδικαλιστικές ελευθερίες των εργαζομένων, το κάνει η κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ματαιώνει και ποινικοποιεί τη συνδικαλιστική δράση, διευρύνοντας το πεδίο με βάση το οποίο μία απεργία μπορεί να κριθεί παράνομη από τα δικαστήρια. Ενώ ήδη το συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό απεργιακών κινητοποιήσεων προσβάλλονται δικαστικά και κρίνονται «παράνομες και καταχρηστικές», τώρα θα είναι και ποινικά κολάσιμες.
Επίσης, αλλάζει τον κανονισμό για το προσωπικό ασφαλείας, που πρέπει να υπάρχει σε περίπτωση απεργίας και ορίζεται σε ποσοστό τουλάχιστον 40%. Αν για τον οποιονδήποτε λόγο, αυτό δεν οριστεί, και πάλι θεωρείται ποινικά κολάσιμη πράξη.
Η Κυβέρνηση βρίσκοντας πρόσφορο έδαφος στην υγειονομική κρίση, κάνει εκπτώσεις σε δικαιώματα, έχοντας το θράσος να επαναλάβει τις ίδιες λανθασμένες και αποτυχημένες πολιτικές που εφάρμοσε και κατά την οικονομική κρίση 2012-2014. Αυτή η πολιτική, που πλήττει βάναυσα τον κόσμο της εργασίας, δημιουργεί προβλήματα και ανισότητες και ευνοεί τα μεγάλα συμφέροντα, δεν πρέπει να γίνει αποδεκτή σε καμία περίπτωση.
Η ΝΔ βαδίζει ακριβώς στα χνάρια του παρελθόντος, όταν με τις τότε ανισόρροπες πολιτικές της, έφερε την εργασιακή ζούγκλα καταργώντας πραγματικά κάθε έννοια δικαίου. Ακολουθεί πολιτική μείωσης μισθών και έλλειψης ασφάλειας για τους εργαζόμενους, καταργώντας στην πράξη κάθε μέτρο προστασίας του κόσμου της εργασίας.
Τα όρια έχουν ξεπεραστεί προ πολλού. Όταν ο κ. Μητσοτάκης κηρύσσει πόλεμο στους εργαζόμενους, κηρύσσει πόλεμο στην Δημοκρατία και την κοινωνία ολόκληρη.
Ως ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία θα βάλουμε φρένο στην στοχευμένη και σταθερή επιδίωξη της ΝΔ για καταστρατήγηση των εργασιακών δικαιωμάτων. Της Κυβέρνησης του κ. Μητσοτάκη που θα βρεθεί μπροστά σε οξύτατες κοινωνικές και πολιτικές αντιδράσεις.
* Ο Σωκράτης Βαρδάκης είναι βουλευτής Ηρακλείου ΣΥΡΙΖΑ – Προοδευτική Συμμαχία και μέλος της Διαρκούς Επιτροπής Κοινωνικών Υποθέσεων της Βουλής