Της Ελευθερίας Μηλάκη
Από πολύ νωρίς έμαθα ότι στην οικογένεια ήμουν το «κακό παιδί». Ήμουν αυτή που της έμπαιναν διάφορες ιδέες και επέμενε μέχρι να πραγματοποιηθούν. Για παράδειγμα, ζητούσα διάφορα ακριβά παιχνίδια, χτενίσματα με μπούκλες που ακόμα και μια έμπειρη κομμώτρια θα δυσκολευόταν να κάνει στα κατάϊσια σαν γιαπωνέζας μαλλιά μου και ρούχα. Το θέμα με τα ρούχα ήταν ότι ήμουν τόσο παχουλό παιδί που κάποια στιγμή δεν μπορούσαμε να βρούμε το μέγεθός μου στα καταστήματα με παιδικά. Μια φορά ψάχναμε για παλτό σε όλο το Ηράκλειο και τελικά βρήκαμε ένα τεράστιο (έπρεπε να είναι και άνετο «για να μου κάνει και του χρόνου») σε ένα συνοικιακό κατάστημα στον Πόρο. Όταν βρίσκαμε ρούχα για μένα σε καταστήματα παιδικών ήμουν ενθουσιασμένη και καμάρωνα σαν επαγγελματίας… μοντέλο. Μια φορά με πήγε η μαμά σε ένα πολυκατάστημα που τώρα δεν υπάρχει και βρήκα μία μωβ παντελόνα, ένα πράσινο παντελόνι σε στιλ «χαρεμιού» και ένα τισέρτ με ρίγες πράσινες, μωβ, κίτρινες και φούξια. Ένιωθα απόλυτα ενθουσιασμένη που το μπλουζάκι ταίριαζε χρωματικά και με τα δύο παντελόνια. Ένα χειμώνα, πήραμε ένα κοτλέ παντελόνι και ένα άλλο φουσκωτό σαν πάπλωμα που μπορούσες να το φορέσεις και από τις δύο όψεις. Και φυσικά είχα πλεκτά κολάν με λαστιχάκι στο πόδι και πολύχρωμες τσαλακωτές φόρμες γυμναστικής. Ήταν η δεκαετία του ’80.
Επίσης ήμουν αυτή «που έβαζα σκάνδαλα», δηλαδή πείραζα τους άλλους για να διασκεδάσω. Μια θεία μου, μανιώδης με την καθαριότητα, βρήκε μια μέρα το πεντακάθαρο σπίτι της γεμάτο βρωμιές που τις είχα κουβαλήσει από το διπλανό κοτέτσι! Δεν μπορούσε να φανταστεί πως έγινε όλο αυτό, είχε πάθει κυριολεκτικά πανικό. Ήταν παντού, από τις σκάλες μέχρι τα μπαλκόνια. Για τη βαθιά θρησκευόμενη γιαγιά είχα μια άλλη έκπληξη. Εφημερίδες «Ιεχωβάδων» που κάποιοι τις είχαν δώσει στη μαμά. Οργισμένη είδα τη γιαγιά να σκίζει τις εφημερίδες σε κομματάκια φωνάζοντας. Η μικρότερη αδερφή μου ισχυριζόταν ότι έτρωγε και ξύλο και αργότερα, όταν απέκτησα και μωρό – αδερφή λέγανε ότι δεν την ήθελα και τη μέρα που γεννήθηκε έκανα σκηνή και απαιτούσα από την κοπέλα που είχε έρθει για να μας προσέχει να πει στον μπαμπά να αφήσει το «βρωμομωρό» και να έρθει αμέσως. Όταν ήμασταν πιο μικρές, η μαμά φρόντιζε να φοράμε τα ίδια, σαν δίδυμες. Μας είχε πάει σε μια μοδίστρα και μας έραψε δύο καρό μάλλινα κόκκινα και λευκά φορέματα με μεγάλους σατέν φιόγκους στο λαιμό. Το Πάσχα πάντα φορούσαμε τα ίδια. Δυο πολύχρωμα βαμβακερά φορέματα με φουσκωτά μανίκια, δυο φορέματα με λεπτό λιλά εμπριμέ σχέδιο και ψεύτικο γιλέκο, μέσα από το οποίο έβγαινε λευό πουκάμισο με φουσκωτά μανίκια, μια άλλη χρονιά δυο πανομοιότυπα σετ από φούστα με βολάν με κόκκινο και μαύρο πουά και ασορτί πουκάμισο με κοντά μανίκια. Αυτό το τελευταίο ήταν σαν στολή «κάρμεν». Οι αποκριάτικες στολές ήταν ένα άλλο θέμα, μας έραβε μια άλλη θεία μου ή τις σχεδίαζα μόνη μου και τις έραβε η μαμά. Για παράδειγμα στην έκτη είχα σχεδιάσει μια στολή βασίλισσας και φωτογραφήθηκα με το νεοφερμένο τότε «μωρό».
Κάποια στιγμή, ψάχνοντας σε παλιά πράγματα, ανακάλυψα ένα παιδικό ημερολόγιο της αδερφής μου που έλεγε ότι «με θαύμαζε απεριόριστα». Γιατί ήμουν καλή μαθήτρια χωρίς να χρειαστεί κάποιος να με βοηθάει, πολύ σπάνια ρωτούσα το μπαμπά αν είχα κάποια απορία, στις ξένες γλώσσες ήμουν καλή χωρίς να με πιέσει κανείς να μελετήσω και γενικά τα μαθήματα ήταν ο τομέας στον οποίο κανείς δεν μπορούσε να με μαλώσει ή να πει ότι κάτι δεν έκανα σωστά. Πάσχιζα να είμαι άριστη, προσπαθούσα πολύ, μόλις επέστρεφα από το σχολείο πήγαινα στο γραφείο μου και διάβαζα για ώρες. Δεν ήμουν από αυτούς που «μαθαίνουν εύκολα» και «χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια». Μπορεί να υπάρχουν και αυτοί, πάντως δεν ήμουν τέτοια. Επίσης ήμουν καλή στη ζωγραφική και στη μίμηση διαφόρων χαρακτήρων από την τηλεόραση. Τραγουδούσα κιόλας διάφορα τραγούδια της εποχής, αλλά σε αυτό δεν ήμουν καλή. Οι συγγενείς με αγαπούσαν, γιατί μιλούσα σε όλους και με τη ζωντάνια που είχα διασκέδαζαν. Το «παιδί τύραννος» ήταν πολύ διασκεδαστικό, στο σχολείο όμως ήμουν ήσυχη και σχεδόν μοναχική. Στο διάλειμμα πήγαινα και έτρωγα τυρόπιτα και μιλούσα με ένα δυο παιδιά ή με κανένα. Με την αδερφή μου ποτέ δεν ήμασταν στενές φίλες, αυτή στο διάλειμμα είχε άλλες φίλες ενώ στον ελεύθερο χρόνο μας εγώ διάβαζα συνέχεια λογοτεχνικά ή πραγματοποιούσα διάφορα… πρότζεκτ. Μια φορά οργάνωσα «μεσονυχτιάτικο πικνίκ» στην ταράτσα με την αδερφή μου και την ξαδέρφη μου (την ιδέα την είχα βρει από βιβλίο ή περιοδικό) και μια άλλη φορά ήθελα άρον άρον να φτιάξουμε με τη μαμά… «προφιτερόλ» με μια συνταγή που είχα δει σε παιδικό περιοδικό. Η μαμά όχι μόνο δεν ασχολιόταν με τη ζαχαροπλαστική, αλλά το θεωρούσε και ως φεμινιστική επανάσταση να βάζει στο τραπέζι κακομαγειρεμένο φαγητό. Ο μπαμπάς πάντως επαινούσε δημοσίως την ψαρόσουπά του με ψάρια που έπιανε ο ίδιος με ψαροτούφεκο. Και το Πάσχα θυμάμαι ότι φτιάχναμε με τη γιαγιά και τη μαμά στο χωριό καλτσούνια, «τσουρεκάκια» και «κουλούρια». Η γιαγιά έχανε την υπομονή της με τη μαμά που ήθελε να κάνει τα δικά της και αρνιόταν να υπακούει στη συνταγή. Πήγαινε πάνω κάτω μουρμουρίζοντας με απόγνωση «πάλι δεν κάναμε ΠΡΑΜΑ». Όμως όταν με έπαιρνε η γιαγιά στην εκκλησία έκανα ό,τι έπρεπε σαν καλή χριστιανή, γονατιστή έκανα την προσευχή μου και η γιαγιά χαιρόταν. Είχα αυτό το χαρακτηριστικό, να είμαι αρκετά εύπιστη, να διψάω για ένα πρότυπο που θα μπορούσα να ακολουθήσω και αυτό κράτησε δυστυχώς πάρα πολλά χρόνια. Μπήκα στη ζωή όχι απλά καλοπροαίρετη, εντελώς εύπιστη, σαν να μπήκα σε ένα κόσμο αγγελικό και όχι σε μια ζούγκλα. Τόσο εύπιστη υπήρξα, που όταν διάβασα ένα άρθρο για τη χορτοφαγία, έγινα αμέσως χορτοφάγος για χρόνια. Αλλά δεν είναι και τόσο κακό αυτό. Δεν υπάρχει και ένα τραγούδι που λέει «που πήγε αυτός που ξέρει να μιλά, που ξέρει πιο πολύ και να πιστεύει;». Το κακό και το πρόστυχο του κόσμου για μένα περιοριζόταν στο να βάλω βρωμιές στο σπίτι της μανιώδους με την καθαριότητα θείας μου και δεν είχα ίχνος κακίας, ακόμα και όταν άκουγα με πόσο μίσος συζητούσαν για γυναίκες που «καλοπαντρεύτηκαν» και «χορεύουν το ταψί το σύζυγο». Αυτό ήταν το υπέρτατο ιδανικό. Κάτι σαν το Χάρυ και τη Μέγκαν τώρα. Αυτά τα άκουγα, αλλά περνούσαν από πάνω μου σαν το νερό στα φτερά της πάπιας, δεν με άγγιζαν και δεν τα καταλάβαινα.
Τα καλοκαίρια ξυπνούσα πρωί πρωί, έπαιρνα ένα καλαθάκι και πήγαινα σε έναν κήπο που είχαμε και μάζευα φρούτα. Δεν φοβόμουν που ήταν έξω από το χωριό και δεν υπήρχαν σχεδόν καθόλου σπίτια τριγύρω. Η μαμά το θαύμαζε αυτό που έκανα, ήταν η μοναδική φορά που με επαινούσε, παρόλο που ήμουν τόσο επιμελής μαθήτρια και έκανα τόσο ωραίες ζωγραφιές. Θαύμαζε που δεν βαριόμουν να πάρω το καλαθάκι και να το φέρω πίσω γεμάτο με φρούτα. Λάτρευε τα φρούτα, γι’ αυτό. Θα μπορούσε να ζει χωρίς μαγείρεμα, μόνο με φρούτα και φρέσκο γάλα. Το γάλα της κατσίκας άρεσε και σε μένα, μια φορά είχα πιει ένα ολόκληρο μπουκάλι μονομιάς και μετά ένιωθα φυσικά αδιαθεσία και μου έλεγε η άλλη θεία «σήκω τώρα να κάνεις μερικά βήματα».
Κάποια στιγμή αργότερα μου μπήκε στο μυαλό μια άλλη ιδέα, η χειρότερη της ζωής μου. Ότι πρέπει οπωσδήποτε εγώ, ένα χοντρό κοριτσάκι, να γίνω σαν τα ανορεξικά μοντέλα των αρχών του ’90. Μας παρουσίασαν ως είδωλα γυναίκες με σώμα έφηβου αγοριού και από τότε μπήκε στη ζωή μου μια μόνιμη μάχη με την ανορεξία και την κατάθλιψη. Διατροφικές και συναισθηματικές διαταραχές τα λένε αυτά οι ειδικοί. Αυτός ήταν και ο λόγος που έβαλε φρένο στα όνειρά μου, είχα ένα τόσο μεγάλο αγώνα τη στιγμή που τα άλλα παιδιά ρίχνονταν στη μάχη των πανελληνίων. Ένα από τα όνειρά μου ήταν να σπουδάσω ξένες γλώσσες, μου το είχε προτείνει η καθηγήτρια αγγλικών στο γυμνάσιο και τελικά αυτό ακολούθησα και τα κατάφερα παρόλο που και στο πανεπιστήμιο χρειάστηκε να δώσω ξανά την ίδια μάχη. Με τη στήριξη των γονιών μου κατάφερα όχι μόνο να ολοκληρώσω τις σπουδές μου, αλλά να πραγματοποιήσω και μεταπτυχιακές σπουδές και να αρχίσω να εργάζομαι.
Τότε όμως έγινε ακόμα κάτι. Η ξαδέρφη μου παντρεύτηκε. Η συνομήλική μου. Αυτή που δεν κατάφερε να τελειώσει ούτε το δημοτικό καλά καλά. Αυτή που από τα 12 μέχρι τα 24 καθόταν με τη μαμά της μπροστά στην τηλεόραση. Και οι θείες «θαύμαζαν». Γιατί παντρεύτηκε «προς τα πάνω», από μια οικογένεια «νοικοκύρηδων» του χωριού. Τότε άρχισε η ανασφάλεια. Αν ο κόσμος θαυμάζει τόσο πολύ το γάμο – αποκαστάσταση με την παλιακή έννοια της λέξης εγώ γιατί έκανα τόσο αγώνα και τόσα ξενύχτια να περνάω τα μαθήματα, να κάνω γραπτές εργασίες, να μάθω κομπιούτερ που το μισούσα. ΓΙΑΤΙ; Όταν επιστρέφαμε από το γλέντι, έχασε την υπομονή του μαζί μου ακόμα και ο μπαμπάς που μου είχε αδυναμία και με καμάρωνε και που μου είχε εξομολογηθεί ότι αν δεν ήμουν κόρη του θα με παντρευόταν, γιατί ήμουν όμορφη και έξυπνη και καλή. Έχασε την υπομονή του, σταμάτησε το αυτοκίνητο και μου είπε να περάσω έξω και να κάνω τον υπόλοιπο λίγο δρόμο περπατώντας.
Από τότε πέρασαν λίγα χρόνια και αποφάσισα ότι ήρθε η ώρα να αποκτήσω και εγώ ένα παιδί, όσο είμαι ακόμα νέα και υγιέστατη. Όχι μετά τα 30. Δεν ήθελα να περιμένω μέχρι οι συνθήκες να είναι ιδανικές. Αυτή ήταν η προσωπική μου επιλογή. Κάθε άνθρωπος έχει την ιστορία της ζωής του, δεν είναι καθόλου σωστό να υποτιμούμε τους άλλους για να δικαιολογήσουμε τις δικές μας επιλογές και να προσβάλλουμε τους άλλους. Επίσης σε κάποιες περιπτώσεις δεν υπάρχουν και πολλές επιλογές. Είχα την επιλογή. Μπορούσα να περιμένω μέχρι τα 40 ή τα 50. Μπορεί και να περίμενα για πάντα ή να πήγαινα τελικά σε μοναστήρι ή να ταξίδευα τον κόσμο ελεύθερη και ωραία. Αν κάτι κέρδισα μέσα από τη μάχη μου με την κατάθλιψη, την οποία στα σαράντα μου χρόνια έχω δώσει συνολικά 5 φορές, είναι ότι είμαι πιο δυνατή από όσο θα μπορούσα ποτέ να φανταστώ. Δεν θα έρθει τώρα η «Μαρία», η «Ελένη», η «Ειρήνη», η «Κατίνα» και εγώ δεν ξέρω ποια και ποιος άλλος να μου πει ότι τα έκανα όλα λάθος. Μην το πεις σε κανένα, έλεγε η Κατερίνα, μια ψυχολόγος, υπάρχει στίγμα και ο κόσμος είναι τόσο πρόστυχος, τόσο συμφεροντολόγος που προσπαθούν να βρουν κάτι να σου προσάψουν. Είδες τώρα αυτές με το metoo; Έλεγε μια ηθοποιός ότι πήρε χάπια για να επιβιώση και σχολίαζαν, τρελή είναι, παίρνει φάρμακα, ποιος την πιστεύει. Δηλαδή όποιος έχει κάποια ευαισθησία, που συνήθως συνδυάζεται και με ιδιαίτερα ταλέντα και δεξιότητες, θα τον απειλούμε μια ζωή ότι θα καταλήξει στο τρελοκομείο ή ότι είναι βάρος σε άλλους; Όλα αυτά τα χρόνια πήγα χέρι χέρι με την ανασφάλεια, ακόμα και ενώ έβλεπα ότι τα καταφέρνω περίφημα, σαν μαθήτρια, σαν φοιτήτρια, σαν επαγγελματίας, σαν σύντροφος, σαν μητέρα, σαν κόρη, σαν αδερφή. Δεν θεωρώ κανένα ρόλο λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό και μου φέρνει αλλεργία όταν ακούω να λένε «ο σημαντικότερος ρόλος μου είναι η μητρότητα», απλά για να κολακέψουν το σύζυγο.
Ειδικά για τις γυναίκες που είτε μόνιμα είτε προσωρινά μένουν στο σπίτι και ασχολούνται με το νοικοκυριό θέλω να πω ότι είναι πολύ λάθος να ακουστεί κάτι όπως «από μένα ζεις» ή «όλη μέρα κάθεσαι». Δηλαδή αν έχω το χρόνο να μαγειρέψω για σένα, να καθαρίσω, να κάνω τα ψώνια, να σου ετοιμάσω τον καφέ, να έχεις δωρεάν υπηρετικό προσωπικό χωρίς μισθό και ένσημο, θα λες ότι επωφελούμαι από σένα; Όποιος και αν είσαι, είστε σύντροφος, είτε σύζυγος είτε συγγενής. Πήγα χέρι χέρι με τις ανασφάλειες και αυτό το ξέρεις. Πώς μπορείς να έχεις αυτή τη συμπεριφορά, επειδή λόγω της καραντίνας με βλέπεις περισσότερο; Εκτός και αν το να πατάς την «κατσαρίδα» σε κάνει να νιώθεις πιο δυνατός. Τότε εσύ έχεις το πρόβλημα, όχι εγώ. Alles richtig gemacht, Elef (όλα τα έκανες σωστά). Αυτό με είχε συμβουλέψει παλιά ένας φίλος από τη Γερμανία, κάποια στιγμή που ως συνήθως δεν ήμουν σίγουρη ούτε για τις αποφάσεις μου, ούτε για τον εαυτό μου και με αμφισβητούσα όσο κανείς άλλος. Τη λέξη «αυτοπεποίθηση» τη μισούσα, γιατί νόμιζα ότι δεν θα την αποκτήσω ποτέ. Εγώ ήμουν το «κακό» παιδί, το «προβληματικό», το «ατίθασο». Δεν πειράζει. Δεν γίνεται να είμαστε όλοι τέλειοι. Και όπως έγραψε ο συγγραφέας Αλμπέρ Καμύ «η ανάγκη να έχεις πάντα δίκιο, σφραγίδα ενός χυδαίου πνεύματος». Ακόμα και αν εσύ, όποιος και αν είσαι, θεωρείς ότι επειδή «σε έχω ανάγκη» μπορείς να μου επιβάλεις τι θα λέω, τι θα κάνω, ακόμα και τι θα σκέφτομαι, πλανάσαι πλάνην οικτρά. Εκδικητική δεν είμαι, όμως πλέον έχω μάθει να βάζω τα όριά μου. Πώς γίνεται να έγινα κακιά; Όχι κακιά. Όχι εκδικητική. Διεκδικητική.
Είχα γνωρίσει μια κυρία που μου είχε πει ότι ήταν συμφοιτήτρια με ένα γνωστό πολιτικό και ότι ήταν «καλό παιδί» και υπερασπιζόταν τους αδικημένους φοιτητές. Άλλοι υπερασπίζονται αδικημένους, άλλοι επειδή νιώθουν δυνατοί και νομίζουν ότι θα είναι πάντα δυνατοί, χτυπάνε αδύναμους. Όταν ήμουν φοιτήτρια είχα πάει στο γραφείο δύο «καθηγητών» που ήταν ζευγάρι, για να διαμαρτυρηθώ για το βαθμό. Είπα στην κυρία, ο κύριος Γ.Χ. που είναι τώρα συνταξιούχος μου έβαζε 8 και εσείς τώρα μου βάλατε 6, που είσαι υποψήφια διδάκτορας; Ο σύζυγός της μου είπε αυστηρά, «περάστε έξω». Βγήκα θυμωμένη και είπα το πρόβλημά μου σε ένα άλλο υποψήφιο διδάκτωρα, εκτοξεύοντας χαρακτηρισμούς για το ζευγάρι. Εκείνος ψύχραιμα με συμβούλεψε «ναι, αλλά δεν χρειάζεται να τους το λέμε και κατάμουτρα». Μια άλλη μέρα, άκουσα το ίδιο άτομο να λέει δυνατά, επίτηδες, για να τον ακούσει ο ενδιαφερόμενος «ο Θ.Μ.Π», φοβερός διερμηνέας, έχουμε δουλέψει μαζί, είναι φοβερός. Κάνει μια παύση και συνεχίζει. «Και έχει και μια οξφορδιανή προφορά!»… Αυτό περιμένουν οι «ανώτεροι». Την κολακεία. Διπλωματία Ελευθερία. Διπλωματία.