Της Ελευθερίας Μηλάκη
Υπάρχει η μπανάλ, κανονική παρενόχληση «παραδοσιακού τύπου» και η άλλη, η πιο ύπουλη και εξεζητημένη – σε κάθε περίπτωση θύματα είναι οι γυναίκες.
Η κυρία Κατίνα η δασκάλα περπατούσε καμαρωτή καμαρωτή σε ένα δρόμο του χωριού. Φορούσε μια πλούσια φούστα σε γραμμή Α που τόνιζε τη μέση της. Ήταν δεκαετία του ΄50. Οι στρώσεις λεπτού βαμβακερού υφάσματος, λευκού με λίγο ροζ, θρόιζαν σε κάθε της βήμα. Τα μακριά μαλλιά της τα χτένιζε σε στιλ «μισή αλογοουρά», δηλαδή μισά δεμένα, μισά ελεύθερα. Σπάνια πήγαινε στην κομμώτρια, γιατί της άρεσε να τα μακραίνει. Η κοινωνία της Κρήτης δεν είχε φτάσει ακόμα στην ακραία δικτατορία της «εικόνας» που άρχισε να επιβάλλεται στη δεκαετία του ΄90 και ήταν κίνδυνος – θάνατος για την υγεία και την ψυχολογία των κοριτσιών που ήθελαν να είναι σαν την…. Κέητ Μος, η οποία βέβαια για να είναι έτσι, χρειάστηκε να μπει πολλές φορές σε κέντρο αποτοξίνωσης. Η ομορφιά της κυρίας Κατίνας δεν έδειχνε και τόσο εύθραυστη, δεν ήταν η κρεμάστρα στην οποία κρέμονταν μερικά κουρέλια, αλλά αντίθετα ήταν ένα δυναμικό πνεύμα σε ένα εξίσου δυνατό σώμα. Το αρχαίο ιδανικό, «νους υγιής εν σώματι υγιή». Περπατούσε με αυτοπεποίθηση, η οποία πήγαζε όχι μόνο από το εντυπωσιακό παρουσιαστικό της, αλλά και από τις γνώσεις της, τις οποίες προσπαθούσε να μεταλαμπαδεύσει στα παιδιά.
Ήταν παντρεμένη με χωροφύλακα, ένα ζευγάρι που αντιπροσώπευε τις «αρχές» του χωριού και έχαιραν κάποιου σεβασμού από όλους. Ή σχεδόν όλους. Οι Τούρκοι έφυγαν μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή, έμειναν όμως τα κατάλοιπα στη γλώσσα των καθημερινών ανθρώπων. Την ώρα που η δασκάλα περνούσε έξω από την αυλή του Γιώργη του Περιστεράκη, ο Γιώργης, ήσυχος και σοβαρός άνθρωπος, ντροπαλός όπως έπρεπε να είναι όλοι, καθόταν και χαμήλωνε το βλέμμα του όποτε περνούσε καμιά κοπέλα. Εκείνη τη στιγμή βρέθηκε να περπατάει πίσω από τη δασκάλα ο «Φούντας» και μόλις είδε το Γιώργη, φώναξε κάτι εξαιρετικά αγενές εναντίον της. Την ίδια στιγμή, απευθυνόμενος στο Γιώργη, φώναξε: Μαχιαλά! Δεν ντρέπεσαι να φέρεσαι έτσι ομπρός στη δασκάλα! Ο Γιώργης είχε παραλύσει από ντροπή, είχε γίνει κατακόκκινος σαν παντζάρι και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Τότε η δασκάλα μίλησε. Μείνετε ήσυχος κύριε Περιστεράκη, ξέρω εγώ ποιος είναι ποιος.
Της το χρωστούσε αυτό της δασκάλας ο Φούντας. Αυτό ήταν το παρατσούκλι που του έδωσαν οι σκληροί και αυστηροί χωριανοί, επειδή λεγόταν πως καλλιεργούσε χασισόδεντρα για δική του χρήση, αλλά και για πώληση και μάλιστα είχε συλληφθεί και λεγόταν ότι είχε κάνει χρόνια φυλακή. Της το χρωστούσε γιατί η γυναίκα του όλο του έλεγε πως η κυρία Κατίνα κακοποιούσε τα παιδάκια της, τα αγαπημένα της, επειδή δεν είχαν καλούς τρόπους. Δηλαδή τι κακό έκαναν; Μάλλον έβριζαν και βλαστημούσαν ή έκαναν χοντροκομμένα αστεία και γι’ αυτό η δασκάλα τα μάλωνε και τα αντιπαθούσε. Κάθε φορά η γυναίκα του Φούντα, μια καλοκάγαθη γενικά γυναίκα, πήγαινε να ζητήσει εξηγήσεις από τη δασκάλα που είχε μαλώσει πάλι τα παιδιά της. Η ίδια η δασκάλα δεν είχε παιδιά παρόλο που ήταν παντρεμένη αρκετά χρόνια, ήταν άτεκνη και αυτό ήταν πρόβλημα. Μια γυναίκα που δεν παντρεύτηκε ή που δεν έκανε παιδιά τολμώ να πω ότι ήταν εξίσου δακτυλοδεικτούμενη στο χωριό όσο και ο Φούντας, ο οποίος μπορεί να υποστήριζε τη γυναίκα του στο θέμα με τη δασκάλα, όμως δεν δίσταζε να την βρίζει και να την χτυπά όσο συχνά ήθελε. Το ευτύχημα ήταν ότι αν έδερνες τη γυναίκα σου ήσουν δαχτυλοδεικτούμενος, ίσως αυτό να ήταν ένα απομεινάρι της μητριαρχίας της μινωικής εποχής.
«Είμαι φτωχιά, μα έχω φτερά, στον κάθε ώμο ένα, γιατί ‘χω τα κοπέλια μου τα… καλοαναθρεμμένα»! Αυτό το επαναλάμβανε η στοργική μητέρα κάθε φορά που πήγαινε στη δασκάλα, για να τη χτυπήσει στην αχίλλειο πτέρνα της, στο γεγονός ότι η ίδια δεν είχε παιδιά. Αργότερα όμως απέκτησε ένα χαριτωμένο κοριτσάκι, παιδί συγγενών της από το Ηράκλειο που της το ανάθεσαν να το μεγαλώσει γιατί είχαν κάποια οικογενειακά θέματα. Η ευτυχία της κυρίας Κατίνας ολοκληρώθηκε, ενώ το κοριτσάκι στο σχολείο έγινε αποδεκτό με ενθουσιασμό, ως κάτι ενδιαφέρον και αξιοπερίεργο, επειδή ήταν από το Ηράκλειο. Το έντυνε, το στόλιζε με πολύ ωραία φορεματάκια και το περιέφερε με καμάρι. Κανείς δεν θα μπορούσε πια να την κατηγορήσει ότι δεν είχε παιδιά, αυτό το παιδί το είχε σαν δικό της.
Εντωμεταξύ η Φούνταινα είχε μπει σε νέες περιπέτειες, γιατί ο σύζυγός της σταμάτησε να αρκείται στο να παρενοχλεί την κυρά – δασκάλα. Μια μέρα, πάνω στα βουνά, μερικές κοπέλες πρόσεχαν τις κατσίκες τους και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Φούντας με άγριες διαθέσεις. Έφυγαν τρέχοντας και γλύτωσαν με τις μικρότερες δυνατές απώλειες. Είχα ακούσει μια ιστορία από ένα Μαροκινό, για μια βοσκοπούλα που είχε μείνει έγκυος στα βουνά του Άτλαντα ενώ πρόσεχε τις κατσίκες της. Στην αρχή η οικογένειά της την έκρυψε, όμως όταν δεν κρυβόταν άλλο, ο πατέρας της την οδήγησε σε μια μακρινή πόλη και την παράτησε εκεί, στη μέση του δρόμου, χωρίς να μάθει ποτέ κανείς τι απέγινε. Ποιος ξέρει και αν αυτή ήταν η αληθινή ιστορία ή αν η αληθινή ήταν πολύ χειρότερη. Πάντως στο κρητικό χωριό δεν γίνονταν πολύ αποτρόπαια πράγματα, για όλα βρίσκανε μια λύση σχετικά ανθρώπινη. Αυτού του είδους οι επιθέσεις δεν γίνονταν ευρύτερα γνωστές, όμως όλοι ήξεραν ότι αυτός ο άνθρωπος παρενοχλούσε γυναίκες, ακόμα και μπροστά σε κόσμο. Και όμως στην εμφάνιση δεν υστερούσε, ομορφάντρας ήταν, ψηλός, ξανθός και γεροδεμένος. Ένας «σάτυρος» υπήρχε στο χωριό και ήταν γνωστός και περιθωριοποιημένος. Αν υπήρχαν και άλλοι, πιθανότατα και αυτοί θα ήταν στιγματισμένοι. Μπορεί βέβαια αν ήταν ένας αξιοσέβαστος κατά τα άλλα νοικοκύρης, να «κουκούλωναν», ακόμα και να ανέχονταν τις πράξεις τους. Ήταν και εύκολος στόχος ο Φούντας, αφενώς γιατί ήταν φτωχός και παραβατικός, αφετέρου γιατί τα έκανε όλα λίγο πολύ στα φανερά.
Είχα γνωρίσει και εγώ ένα γέρο που τα είχε χάσει και τα παιδιά της γειτονιάς λέγανε πως ο κυρ – Θόδωρος ήταν «πορνό», όμως εγώ του μιλούσα, μπορεί να ήταν «τρελόγερος», αλλά αυτός ο κοντός, μικρόσωμος γέρος με τα μικροσκοπικά μπλε ματάκια μιλούσε μια απίστευτη κερκυραϊκή διάλεκτο που μου τραβούσε το γλωσσολογικό ενδιαφέρον. Όταν καθόμουν και μιλούσαμε είχε πάντα ένα φόβο, μην τυχόν και μας… «καταλάβουν», μην νομίζουν πως είναι και… «μορόζος» (αγαπημένος)! Ένα κομμάτι του εαυτού του ήταν ακόμα σε μια πολύ παλιά εποχή, όπου αν πήγαινες με ένα κορίτσι σε ένα ζαχαροπλαστείο να φάτε μία… πάστα, σήμαινε ότι είστε αρραβωνιασμένοι. Θυμάμαι ένα παλιό μου συμμαθητή που τον είχα δει με ένα κορίτσι να τρώνε… λουκουμάδες στο μεϊντάνι, στο κέντρο του Ηρακλείου. Σίγουρα ο κυρ Θόδωρος στα νιάτα του θα ήταν πολύ τολμηρός για την εποχή του, αν και τον χώριζαν ηλικιακά εβδομήντα χρόνια από αυτόν που έτρωγε τους λουκουμάδες.
Τον τελευταίο καιρό έχει γίνει μεγάλη συζήτηση για το ζήτημα της παρενόχλησης και της βίας κατά των γυναικών. Υπάρχει κάτι πολύ λάθος ριζωμένο στην κοινωνία μας, αν μπούμε στον πειρασμό να σκεφτούμε ότι «όλες ανέχτηκαν τις πράξεις ή ακόμα και τις προκάλεσαν» για ιδιοτελείς σκοπούς… Δεν είναι όλες οι περιπτώσεις ίδιες και πολλές γυναίκες όντως πετυχαίνουν εκμεταλλευόμενες την εικόνα τους και τη γυναικεία τους υπόσταση, πράγμα που επίσης σημαίνει ότι κάτι είναι πολύ σαθρό στα θεμέλια της κοινωνικής ζωής. Σε ένα δυστοπικό μακρινό μέλλον, το χρωμόσωμα Υ καταργείται, το βιολογικό ανδρικό φύλο καταργείται και η ζωή οργανώνεται διαφορετικά, χωρίς γάμους, χαρές και πανηγύρια, χωρίς σχέσεις, προδοσίες, απογοητεύσεις, παρενοχλήσεις, βιασμούς, ακριβές κούκλες- μοντέλα που αρέσουν στους άντρες να τα βλέπουν και γυναικοκτονίες. Όμως ξέρετε κάτι; Και αυτό δεν είναι λύση, γιατί στην καθημερινότητα πολλές γυναίκες κακοποιούνται όχι μόνο από άντρες, αλλά και από άλλες γυναίκες, οπουδήποτε υπάρχει ανισόρροπη κατανομή ισχύος. Οι παρεμβάσεις των υψηλά ιστάμενων στο θέμα της βίας κατά των γυναικών είναι σκέτη υποκρισία, αν δεν συνοδευτεί άμεσα από χειροπιαστή στήριξη της γυναικείας απασχόλησης, της ανύπανδρης μητέρας και της νέας οικογένειας. Είναι απαράδεκτο να περιμένουν από τους παππούδες και τις γιαγιάδες να συντηρήσουν παιδιά και εγγόνια και μετά να λένε πως νοιάζονται για τις γυναίκες. Καλά, άκουσα πως και η κυρία Μπιλ Γκέητς είναι πολύ φιλάνθρωπος και φεμινίστρια και κάνει πράξη την… κοινωνική δικαιοσύνη και την… ισότητα των φύλων. Για να μιλήσω για μένα, η μεγαλύτερη παρενόχληση που έχω δεχτεί είναι η εικόνα των μοντέλων στις αρχές του ’90, τότε που ήμουν μαθήτρια γυμνασίου. Ήταν ηθική παρενόχληση, εκβιασμός και δεν θα το συγχωρήσω ποτέ. Αυτές ήταν οι μεγαλύτερες μισογύνηδες και η βιομηχανία που τις ανέδειχνε.