Της Ελευθερίας Μηλάκη
Στη ζωή κάποια στιγμή όλοι κάνουμε συμβιβασμούς… Το θέμα είναι να μην αρχίσουμε από πολύ μικρή ηλικία και να μην είναι θλιβεροί…
Στην Κέρκυρα, τα πρώτα χρόνια επειδή δεν μπορούσαμε να βρούμε σπίτι, έμενα στα φοιτητικά ξενοδοχεία. Τελικά βρήκαμε ένα ωραιότατο μικρό διαμέρισμα στην «Οβριακή» γειτονιά, το οποίο ανήκε σε έναν ηλικιωμένο κύριο, συνταξιούχο οδοντίατρο. Το σπίτι αποτελούνταν από δύο αρκετά ευρύχωρα δωμάτια, μια μικρή αλλά άνετη κουζίνα και ένα μικρό μπάνιο. Είχε και μπαλκόνι, το οποίο έβλεπε στην οδό «Εβραίων Θυμάτων του Ναζισμού» και βρισκόταν στον πρώτο όροφο μιας μικρής και σχετικά παλιάς πολυκατοικίας χωρίς ασανσέρ. Το Γιάννη τον γνώρισα από μια παρέα αγοριών που είχα γνωρίσει στη Γαρίτσα, όταν έμενα σε ένα ξενοδοχείο εκεί. Ήταν ένας εύσωμος νεαρός γύρω στα εικοσιπέντε, με καταγωγή από τους Αγίους Σαράντα απέναντι και εργαζόταν σε οικοδομές. Ήταν αυτός που με κολάκευε με το ενδιαφέρον του και μου έλεγε πάντα «εσύ έχεις αξία, αλλά δεν το ξέρεις». Τότε δεν σκεφτόμουν ότι ήταν υποτιμητικό για τον ίδιο να εκφράζεται έτσι, αλλά προφανώς ήταν αρκετά ρεαλιστής, ώστε να αναρωτιέται τι δουλειά είχα εγώ μαζί του. Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν ωραίος στην εμφάνιση, ούτε πλούσιος, ούτε σπουδασμένος και γενικά το ήξερε ότι δεν ήταν περιζήτητος. Είχα διαβάσει τη συνέντευξη μια αμερικανίδας που αλληλογραφούσε με έναν κατάδικο και τελικά τον παντρεύτηκε. Είχε δηλώσει ευθαρσώς ότι βαριόταν να κυνηγάει τους «περιζήτητους» και αποφάσισε να αφοσιωθεί σε κάποιον που είχε αρκετό χρόνο να τη σκέφτεται… Αργότερα, χρόνια μετά ανακάλυψα πόσο κουραστικό και ανιαρό είναι να προσπαθείς να κερδίσεις κάποιον, απλά και μόνο επειδή θεωρείται «καλή περίπτωση».
Του Γιάννη του άρεσε πολύ το φαγητό. Και εγώ είχα όρεξη για φαγητό, όχι πάντα σε λογικά πλαίσια. Μερικές φορές έτρωγα στα φοιτητικά εστιατόρια, κάποιες φορές μαγείρευα απλά φαγητά όπως ομελέτες, μακαρόνια με σάλτσα ντομάτας ή κιμά, ψάρια στο φούρνο, που τα αγόραζα από την κοντινή λαϊκή αγορά και μερικές φορές ετοίμαζα μια γρήγορη σούπα με κύβο λαχανικών και μαλλιά αγγέλου. Μέχρι και αυτό το έτρωγε ο Γιάννης, ενώ ισχυριζόταν ότι οι ομελέτες μου με πράσινη πιπεριά ήταν ό,τι πιο νόστιμο είχε φάει ποτέ. Με επισκεπτόταν και πρώτα πήγαινε στη μικρή κουζίνα, άνοιξε την κατσαρόλα, έτρωγε αν είχα μαγειρέψει και μετά ερχόταν στο δωμάτιο όπου ήταν το κρεβάτι και μπροστά του ένα τραπέζι – γραφείο και μια τηλεόραση. Καθόμουν στο κρεβάτι και έβλεπα τη σειρά με τον Κώστα Σόμμερ που έκανε τον Αλβανό**. Ο Γιάννης περίμενε υπομονετικά, ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξε και μου είπε «μα τόσο πολύ σ’ αρέσει;!»… Μήπως είναι ώρα να πηγαίνεις; Τον έδιωξα άκαρδα και αυτός χωρίς διαμαρτυρία κατέβηκε τη σκάλα. Λίγες στιγμές μετά, άκουσα ένα χτύπημα στην πόρτα. Άνοιξα και ήταν αυτός. Είχε αρχίσει ξαφνικά να βρέχει καρεκλοπόδαρα.
Τα βράδια που ήμουν μόνη κάποιες φορές άρχιζα να πεινάω απελπιστικά. Τότε ξεκινούσα και είτε πήγαινα στο κατάστημα φαστ φουντ στην Ευγενίου Βουλγάρεως, είτε σε ένα ψητοπωλείο σε μια στοά, κοντά στο σπίτι μου. Ήταν τόση η λαιμαργία μου που έπαιρνα δύο ολόκληρες μερίδες γύρο, μία με κοτόπουλο και μία με χοιρινό. Στο φαστ φουντ συνήθιζα να κάθομαι και να τρώω. Έπαιρνα συνήθως μία σαλάτα μπαρ και γέμιζα το πιάτο όσο μπορούσα, προτιμώντας τα ζυμαρικά και μαζί ένα σάντουιτς με κοτομπουκιές και ένα τσήζμπεργκερ. Είχα γεμίσει το δίσκο μου και ετοιμαζόμουν να καθίσω, όταν ένα παιδάκι που ήταν με τη μαμά του αναφώνησε «ζάμπα». Την ήξερα αυτή τη λέξη. Με είχε αποκαλέσει κάποιος από την παρέα στη Γαρίτσα. Βάτραχος. Με μεγάλο στόμα. Κάθισα σε ένα από τα άδεια τραπέζια και λίγο αργότερα, πρόσεξα ότι σε ένα άλλο από τα άδεια τραπέζια καθόταν ο Γιάννης, έχοντας παραγγείλει μόνο ένα εσπρεσάκι και με όρεξη κυρίως για… εμένα.
- Τι θέλεις πάλι εδώ; Με ακολουθείς;
- Ήρθα να πιω ένα καφεδάκι. Τυχαία…
Το ταξίδι από την Κρήτη ως την Κέρκυρα, ειδικά αν δεν ήταν αεροπορικό, κρατούσε δυο μέρες. Στα πλοία της γραμμής και στα ΚΤΕΛ η φοιτητική έκπτωση ήταν 50% και αυτός ήταν ένας σημαντικός λόγος να τα προτιμώ έναντι του αεροπλάνου. Η αλήθεια είναι ότι φοβόμουν και τα αεροπλάνα για πολλά χρόνια. Τώρα που η κανονικότητα περιλαμβάνει τη γλυκια απραξία της καραντίνας σε συνδυασμό με την πικρή αγωνία του βιοπορισμού, σκέφτομαι τα ταξίδια μου, τους παλιούς μου φίλους, τις στιγμές που καθεμιά τους ήταν σαν μια ζωή. Την πρώτη φορά που έφυγα για Κέρκυρα με περίμεναν συγγενείς στο λιμάνι του Ηρακλείου, σε μια συγκινητική έκπληξη. Μου έδωσαν συγκινημένοι αγκαλιές, φιλιά και χρήματα, μαζί με ευχές για τη φοιτητική ζωή που ανοιγόταν μπροστά μου. Από τότε, το ταξίδι ήταν πάντα παρόμοιο. Έπαιρνα το πλοίο βράδυ από το λιμάνι του Ηρακλείου, έφτανα στον Πειραιά ξημερώματα, έπαιρνα ταξί για τα ΚΤΕΛ του Κηφισού και προλάβαινα το πρώτο λεωφορείο για Κέρκυρα. Ο δρόμος ήταν μακρύς. Φτάναμε στην Κόρινθο. Συνεχίζαμε για Πάτρα, κατεβαίναμε, μπαίναμε στο καραβάκι, περνούσαμε απέναντι (Ρίο – Αντίρριο) και συνεχίζαμε. Στο καραβάκι εμφανιζόταν ένα γκρουπ μουσικών με ακορντεόν, αλλά δεν θυμάμαι αν τους έδιναν χρήματα. Φτάναμε στην Άρτα, βλέπαμε τη γραφική παραθαλάσσια Αμφιλοχία και τελικά στην Ηγουμενίτσα κατεβαίναμε από το λεωφορείο, επιβιβαζόμασταν μαζί με το λεωφορείο σε ένα πλοίο και ταξιδεύαμε για Κέρκυρα. Την πρώτη φορά που αντίκρυσα την Κέρκυρα από το πλοίο, όπως πλησιάζαμε στο λιμάνι, έμεινα άφωνη από την παραμυθένια ομορφιά. Ένα όνειρο. Στο λιμάνι της Κέρκυρας μπαίναμε ξανά στο λεωφορείο. Όπως το λεωφορείο περνούσε από την πλατεία Σαρόκο, κάποιος ενδιαφέρθηκε ή μπορεί να με είδε από το τζάμι… Σε λίγο ο Γιάννης χτυπούσε την πόρτα μου και με καλωσόριζε πίσω στην Κέρκυρα… Χαίρομαι που ήρθες… Όπως πάντα, μοιάζεις σαν… άγιος (μάλλον εννοούσε άγγελος). Είχα έρθει για την εξεταστική του Σεπτέμβρη, στην ώρα μου, για να πάμε με τα παιδιά της γειτονιάς στο πανηγύρι της Αγίας Σοφίας, μια ωραία γιορτή, όχι απλά μια εμποροπανήγυρη…
Αν είχε το πακέτο (οικονομικό και κοινωνικό στάτους), τότε πιθανόν να τον «αγαπούσα». Στην περίπτωση αυτή κανείς δεν θα είχε πρόβλημα που ήταν «Αλβανός»… Πόσα και πόσα ζευγάρια προχωρούν στη ζωή με βάση το μονόπλευρο ενδιαφέρον του ενός για τον άλλο. Γίνονται γάμοι, δημιουργούνται οικογένειες με βάση τα πρέπει, τους εκβιασμούς που επιβάλλει η ζωή και η κοινωνία. Απαγορεύεται να ενθουσιάζεσαι, να ερωτεύεσαι με την πρώτη ματιά. Πρέπει να υπολογίζεις σαν λογιστής τι σε συμφέρει. Είναι καλύτερα να μην σε αγγίξει το… Impulse*. Στην περίπτωση αυτή δεν με είχε αγγίξει καμιά παρόρμηση, έβλεπα τον φίλο μου σχεδόν σαν συγγενή. Του άξιζε μόνο ένα αντίο, όμως δεν το είχε. Τις τελευταίες μέρες πριν μετακομίσω πίσω στην Κρήτη, έχοντας ζήσει στην Κέρκυρα εφτά ολόκληρα χρόνια και έχοντας βρει πολλές προφάσεις για να μείνω κάθε φορά λίγο ακόμα, τις μέρες που μάζευα τα πράγματά μου, ένα απρόβλεπτο γεγονός με έκανε να φύγω χωρίς να πω αντίο. Αποφάσισα ότι δεν ήθελα να με αναζητήσει ή να με ακολουθήσει, ήταν ένα μυστικό που ανήκε ήδη στο παρελθόν. Χωρίς να το σκεφτώ και πολύ, απλά άλλαξα αριθμό κινητού. Αυτό ήταν. Σαν να μην υπήρξε ποτέ.
Στην αρχή δεν ήθελα να φύγω από την Κρήτη. Θα μπορούσα να σπουδάσω και εγώ στην Ιταλία, στη Γιουγκοσλαβία, στη Ρουμανία ή στη Βουλγαρία όποια επιστήμη ήθελα, όμως με δυσκολία έφυγα από το σπίτι και φοβόμουν να πάω για σπουδές στο εξωτερικό. Μετά δεν ήθελα να επιστρέψω. Στις πρώτες χριστουγεννιάτικες διακοπές συγκινήθηκα απέραντα, όταν βρέθηκα στο πλοίο Πειραιάς – Ηράκλειο και άκουσα μετά από τόσους μήνες την κρητική διάλεκτο. Τελικά η αγάπη για μένα ήρθε από πολύ πιο μακριά… Αλλά ζούσε στην Κρήτη. Αποφάσισα το πρώτο μας ταξίδι μαζί να είναι στην Κέρκυρα. Κάτι σαν γαμήλιο ταξίδι. Ήθελα να κάνω μια βόλτα μόνη μου και του είπα να με περιμένει στην Πλατεία, ενώ είχα και το άγχος μη βαρεθεί μόνος του ή μη χαθεί στα στενά καντούνια. Επέστρεψα και τον βρήκα να παρακολουθεί κρίκετ στη Σπιανάδα…
*ελληνική τηλεοπτική σειρά που προβλήθηκε τη σεζόν 2002-2003
**impulse = παρόρμηση (όνομα κολώνιας)