Στην κλινική covid του ΠΑΓΝΗ ζευγάρι 68 και 75 ετών
Από το Ντουμπάι ήρθαν τα 3 από τα 8 μεταλλαγμένα στελέχη του SarsCov2 που ανακοινώθηκαν το περασμένο Σάββατο στην Κρήτη και συγκεκριμένα στο Ηράκλειο. Σύμφωνα με τον διοικητή του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Ηρακλείου Γιώργο Χαλκιαδάκη, στην κλινική covid του νοσοκομείου νοσηλεύεται ένα ζευγάρι, 68 και 75 ετών, η κόρη του οποίου επέστρεψε πριν από λίγες μέρες από το Ντουμπάι και μετέφερε τον ιό. Το ζευγάρι παραμένει στο νοσοκομείο για προληπτικούς λόγους, ενώ η κόρη τους βρίσκεται σε καραντίνα στο σπίτι.
Οι υπόλοιποι που νοσούν με το μεταλλαγμένο στέλεχος βρίσκονται επίσης στα σπίτια τους. Μέχρι το τέλος της εβδομάδας αναμένονται τα αποτελέσματα για 15 ακόμα ύποπτα για τη βρετανική μετάλλαξη κρούσματα, τα οποία ελέγχονται στο Ινστιτούτο Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών.
Βρετανική μετάλλαξη: όχι μόνο σε Αττική και Ηράκλειο
Ο λόγος που εντοπίστηκαν τα πρώτα μεταλλαγμένα στελέχη του ιού στην Αττική και στην Κρήτη δεν είναι άλλος από το γεγονός ότι μόνο από αυτές τις περιοχές έχουν ως τώρα ελεγχθεί στοχευμένα δείγματα. Σύμφωνα με τον επίκουρο καθηγητή κλινικής ιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Κρήτης Αλέξανδρο Ζαφειρόπουλο που μίλησε στην ΕΡΤ Ηρακλείου, η μεθοδολογία που χρησιμοποιείται στο συγκεκριμένο εργαστήριο είναι τέτοια που εντοπίζει τα ύποπτα για μετάλλαξη θετικά δείγματα και μπορεί να γίνει περαιτέρω ανάλυση των συγκεκριμένων δειγμάτων. «Ήμασταν τυχεροί», λέει ο κ. Ζαφειρόπουλος, «γιατί χρησιμοποιούμε από την αρχή της πανδημίας αυτή τη μέθοδο. Η ίδια μέθοδος χρησιμοποιείται εδώ και λίγους μήνες και από το Κεντρικό Εργαστήριο Δημόσιας Υγείας του ΕΟΔΥ. Οπότε στην Αττική γίνονται αναλύσεις πάνω σε ύποπτα δείγματα αλλά και με τυχαία δειγματοληψία. Στο Ηράκλειο στέλνουμε στο ΙΙΒΕΑΑ μόνο τα ύποπτα. Όταν θα ξεκινήσει η τυχαία δειγματοληψία και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, σίγουρα θα βρούμε και εκεί», καταλήγει ο κ. Ζαφειρόπουλος.
Το μεταλλαγμένο στέλεχος, σύμφωνα με τους επιστήμονες, έχει πια διασπαρεί και εγκατασταθεί στην κοινότητα. «Δεν ξέρουμε αν είναι πιο επικίνδυνο», λέει ο κ. Ζαφειρόπουλος, «αυτό μένει να το δούμε. Αυτό που ξέρουμε σίγουρα είναι ότι είναι πιο μεταδοτικό».